
Για τη συλλογή διηγημάτων του Αργύρη Φασούλα «Πομόνα» (εκδ. Μάγμα).
Της Τιτίκας Δημητρούλια
Στην πρώτη του συλλογή διηγημάτων, ο Αργύρης Φασούλας παρουσιάζει οχτώ πρόσωπα σε κρίση: οι ιστορίες τους αποτυπώνουν τις ρωγμές της ψυχοκοινωνικής ταυτότητάς τους σε έναν λόγο που αναδύεται από τα βάθη του κορμιού και του μυαλού και οικοδομεί έναν λιγότερο ή περισσότερο άγριο, ανοίκειο κόσμο, μετέωρο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, τον ύπνο και τον ξύπνο, το μεθύσι και τη νηφαλιότητα, την αίσθηση και την παραίσθηση, την επιθυμία και την πράξη.
(...) τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό [...] πότε ξεχωρίζουν και πότε συμφύρονται και χωνεύονται στον λόγο (...)
Σε όλα τα διηγήματα της συλλογής, τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το –όποιο– αντίθετό του, την παραίσθηση, το όνειρο ή την απροσδιοριστία του φανταστικού στοιχείου, πότε ξεχωρίζουν και πότε συμφύρονται και χωνεύονται στον λόγο που κατασκευάζει όσα δεν θέλει ή δεν μπορεί το λογικό και η πράξη. Η Σταυρούλα Μπόσιου σκοτώνει τη μητέρα της, που θα πεθάνει πολλά χρόνια αργότερα από γηρατειά. Για την ακρίβεια τη μητέρα της τη σκοτώνει ένα μαχαίρι που αυτενεργεί, με τη βοήθεια ενός πελαργού που ολοκληρώνει το μακάβριο έργο και η Σταυρούλα κόβει και πετάει το κεφάλι της μητέρας της στα σκουπίδια και φυτεύει το κορμί της στον ακάλυπτο («Πώς σκότωσα τη μητέρα μου»). Ο Γιώργος Ζίτσιος θρηνεί ένα πεθαμένο αρνί, γίνεται ο ίδιος το αρνί αυτό, το τελευταίο από το κοπάδι που πούλησε («Τ’ αρνάκι»), για να φάει όλα τα λεφτά του κοπαδιού με Ρωσίδες, ενδεχομένως σε σκυλάδικα όπως αυτό όπου βρίσκεται τελικά ο Γιούλης στο τελευταίο διήγημα, «Επιτάφιοι». Ο Γιούλης αναπλάθει –μες στο μεθύσι του;– μεταποιημένες σκηνές από τη ζωή του, περιφορές επιταφίων, πολιτικές συγκεντρώσεις με τον Χριστό απέναντι από τον Αντρέα, στιγμές από την παιδική του ηλικία κλεισμένες μες στο κορμί της τραγουδίστριας που βλέπει ότι αγκαλιάζει. Η Χρύσα, που ο άντρας της τής λιανίζει το κορμί στο ξύλο, «σέρνεται σπασμένα, στο πάτωμα», μαζεύει κάθε πρωί από τον πάγο τα κόκαλά της και τα μαγειρεύει στη χύτρα και καταλήγει να παρηγορεί τον άντρα αυτόν, που γίνεται βρέφος κι «ουρλιάζει και παίρνει φωτιά», «σπαράζει και φλέγεται» – ή μήπως τον εαυτό της; («Γυαλάκια»). Η Κική περιμένει μάταια τον άντρα που αγάπησε και τη βαρέθηκε, μπουσουλώντας «σε όνειρα ζωντανά», τραβώντας «με νύχια και με δόντια τη ζωή προς τα πίσω», βλέποντας στο όνειρό της πώς τον κρατά ολοδικό της κάτω από τη γη («Η πίτα»). Ο φαντάρος Κώστας Τζουμέρας κοιμάται μέσα σε μια καναδέζα και ξαναβλέπει στιγμιότυπα από τη ζωή στο στρατόπεδο, λογύδρια αξιωματικών, ιστορίες του θαλάμου και της σκοπιάς, εκρήξεις σε ναρκοπέδια και διαμελισμένους μετανάστες («Η καναδέζα»). Ο Τάσσος ο Βίγκας πίνει τσίπουρα ντάλα μεσημέρι, την ώρα που ο χρόνος κουλουριάζεται, και βλέπει τον κόσμο γύρω του να γίνεται ένα ισιάδι… («Ο Τάσσος ο Βίγκας πίνει τσίπουρα»).
Ο λόγος αποτελεί προϊόν της φυσικής και κοινωνικής οντότητας που συνιστά ο τόπος, η οποία και εγγράφεται στο συνειδητό και το ασυνείδητό τους.
Τις ιστορίες αυτές, από τις οποίες προσωπικά ξεχωρίζω τις τρεις γυναικείες αφηγήσεις και την «Πομόνα», ο Φασούλας τις αγκιστρώνει, ήδη με τον τίτλο της συλλογής του, στον τόπο του, στον θεσσαλικό κάμπο, όπου οι αρδευτικές αντλίες, οι πομόνες, τραβάνε νερό βαθιά μες από τη γη για να ποτίσουν τα χωράφια. Πλάι στις πομόνες, ντάτσουν και βαμπακοχώραφα, λελέκια και στέρνες, καλαμιές και κουρούνες, ασβεστωμένο και σάπιο φως, νερό και στέγνα, λάσπη και φλόγες, ήλιοι σαράβαλα και γεμάτα φεγγάρια σχεδιάζουν έναν τόπο ως βιωμένο χώρο, που δεν αποτελεί απλώς το σκηνικό των διηγημάτων, αλλά λειτουργεί ως σωματική, νοητική και ψυχική συνθήκη των προσώπων, καθοριστική για τον λόγο τους. Έτσι, ο λόγος αποτελεί προϊόν της φυσικής και κοινωνικής οντότητας που συνιστά ο τόπος, η οποία και εγγράφεται στο συνειδητό και το ασυνείδητό τους.
Και ο τόπος, που σημαίνεται ρητά (και) με τα τοπωνύμιά του –τη Λάρισα και τη Φαλάνη, το Μουσαλάρ και τα Δελέρια, λόγου χάρη– μετατρέπεται, περνώντας στον λόγο, σε τόπο άλλο, σε μια ανησυχαστική ετεροτοπία, καμωμένη από σκόρπια κι αλλόκοτα συναρμοσμένα υλικά του περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο αρθρώνεται και τον οποίο επίμονα όσο και λοξά εικονίζει. Υπό την έννοια αυτή, το μοντερνιστικό εγχείρημα του Φασούλα, που διερευνά τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό και τον κόσμο, δεν συνδέεται ούτε με τον ρομαντισμό και την αντίληψή του για το τοπίο ως ψυχική κατάσταση, ούτε πολύ περισσότερο με τη σύγχρονη, απλουστευτική νεοηθογραφία.
Το μοντερνιστικό εγχείρημα του Φασούλα, που διερευνά τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό και τον κόσμο, δεν συνδέεται ούτε με τον ρομαντισμό και την αντίληψή του για το τοπίο ως ψυχική κατάσταση, ούτε πολύ περισσότερο με τη σύγχρονη, απλουστευτική νεοηθογραφία.
Χαρακτηριστικό της τεχνικής και της στόχευσής του είναι το διήγημα το οποίο τιτλοφορεί τη συλλογή, «Πομόνα», που ξεκινάει με την έξαψη του κορμιού καθώς σακατεύει ένα άλλο κορμί, «με σάρκες και οστά να τσακίζονται και ν’ ανάβουν», με το ξάναμμα ενός άντρα που κάθεται μες στη λάβρα και τον λίβα πλάι σε μια πομόνα. Μόνο που «η πομόνα, πάνω στην οποία κάθεται εδώ και χρόνια ο άντρας αυτός, έχει στραγγίξει» κι ο μονάχος αυτός άντρας, που έχει μόλις παραχώσει –στ’ αλήθεια ή μήπως όχι;– έναν παρείσακτο στο χώμα, βλέπει τη λάσπη να κατακλύζει το τοπίο, τα σπίτια και τα κορμιά, λελέκια να ραμφίζουν αυτά τα κορμιά και να αρπάζουνε παιδιά, κομμένα χελιδόνια στις αυλές, σμήνη από ακρίδες. Βλέπει όσα δεν είναι και δεν βλέπει όσα είναι, την «πελώρια αφυδάτωση», τον ξερό Όλυμπο, τις ξεραμένες κοίτες, τη στερεμένη πομόνα. Και «καπνίζει μες στο καταμεσήμερο τα δάχτυλά του», την παλάμη του ως τον καρπό, τα δόντια και τη γλώσσα του, τις «στάχτες των χειλιών του».
Όλα τα πρόσωπα του Φασούλα, άντρες και γυναίκες, είναι έρημα, τυραννισμένα, σημαδεμένα, αποξενωμένα από όλους και από όλα, ακόμη κι από τον ίδιο τους τον πόνο. Ο λόγος των άλλων είτε ενσωματώνεται στη ροή του δικού τους λόγου, εισάγοντας μια ρεαλιστική διάσταση στην ονειρική, εφιαλτική, παραισθητική τους ιστορία – όπως οι διάλογοι της Σταυρούλας με τους γείτονες, τα λόγια της φίλης στην ξυλοκοπημένη Χρυσούλα, ή του συμπονετικού συνομιλητή στον Ζίτσιο· είτε συγκροτεί μια τριτοπρόσωπη, εξωτερική οπτική, που κατά περίπτωση ενισχύει ή αίρει την (διαβαθμισμένη) απροσδιοριστία των αφηγήσεων, όπως στην «Πομόνα» ή στο «Ο Τάσσος ο Βίγκας πίνει τσίπουρα».
Ο Φασούλας δίνει σάρκα και οστά στα πρόσωπά του και τα εντάσσει στην κοινωνία, τη ρεαλιστική απεικόνιση της οποίας διαβάζει κανείς μέσα από τις γραμμές: το ζόρι της δουλειάς, τον κοινωνικό έλεγχο, τις ραγισμένες σχέσεις, τις χαμένες αγάπες, τον απαραίτητο και επικίνδυνο ξένο και τους πολλαπλούς θανάτους του, την απομάκρυνση από τη φύση, το τέλος συγκεκριμένων πολιτικών επαγγελιών, τη γενικευμένη αποξένωση και τη βία της, σε μια επαρχία που είναι αυτή που είναι, αλλά θα μπορούσε να είναι και όποια άλλη.
Ο τρόπος με τον οποίο το ρεαλιστικό στοιχείο ενσωματώνεται στον παραληρηματικό λόγο των προσώπων, η επεξεργασία των πολλαπλών χρόνων στην αφήγηση, η οποία λειτουργεί συχνά και ως κατεύθυνση ανάγνωσης, η δουλεμένη προφορικότητα –και στη διαλεκτική της εκδοχή στους «Επιτάφιους»– που δημιουργεί ιδιόλεκτα για τα πρόσωπα και η δύναμη των σπασμένων ποιητικών εικόνων που αναπαριστούν και σχολιάζουν τον πόνο του κορμιού και τη σύγχυση του μυαλού και της καρδιάς αποτελούν πολύ δυνατά σημεία της συλλογής. Πλάι στα τόσα καλά της πρώτης αυτής συλλογής, μια παρατήρηση που αφορά τα νήματα της αφήγησης σε ορισμένα διηγήματα, που κάποιες στιγμές είτε μπερδεύονται υπερβολικά και δημιουργούν κόμπους που ανακόπτουν τη ροή της ή απλώς χαλαρώνουν. Αλίμονο όμως αν, μετά από τη δυναμική αυτή είσοδό του Φασούλα στον χώρο της λογοτεχνίας, δεν έχουμε να περιμένουμε ένα προχώρημα στην επόμενη δουλειά του.
* Η ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ είναι κριτικός λογοτεχνίας, Καθηγήτρια στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.