Για το μυθιστόρημα του Ηλία Παπαμόσχου «Η καταγωγή της λύπης» (εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: Οικογένεια από την Κλεισούρα Καστοριάς την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα.
Του Μιχάλη Πιτένη
Λάτρης και εξαιρετικός μάστορας της μικρής φόρμας, του διηγήματος, ο Ηλίας Παπαμόσχος κάνει το επόμενο βήμα περνώντας στο μυθιστόρημα. Η καταγωγή της λύπης (εκδ. Πατάκη) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο έχει όλες τις αρετές των διηγημάτων του, τα οποία ξεχώρισαν και αγαπήθηκαν. Σφιχτός, καλοδουλεμένος και καλά δομημένος λόγος, χαμηλότονοι καθημερινοί ήρωες, οικείοι και αναγνωρίσιμοι σε κάθε περιβάλλον, έντονη παρουσία της φύσης, γλαφυρή αποτύπωση της γενέθλιας πόλης, της Καστοριάς, εύστοχες και σε βάθος περιγραφές των συναισθημάτων μέσα απ’ τις οποίες αποκαλύπτονται και ερμηνεύονται οι ανθρώπινες πράξεις.
Λύπη και μνήμη χέρι χέρι
Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ο Αλέκος, χωρίς ωστόσο να είναι και ο αποκλειστικός κυρίαρχος της ιστορίας. Καθοριστικός ο ρόλος και των οικείων προσώπων που τον πλαισιώνουν, αφού η ζωή αλλά και ο θάνατός τους λειτουργεί ως καταλύτης και στη δική του ζωή. Μέσα από τους παιδεμούς και τις ατυχίες εκείνων σκιαγραφείται, σε μεγάλο βαθμό, η δική του πορεία και εξηγείται από πού κατάγεται στ’ αλήθεια η λύπη που τον συνέχει και τον συντρέχει από παιδί. Η λύπη, ο πιστός και πάντα παρών σύντροφός του, χέρι χέρι διαρκώς με τη μνήμη, που ο ήρωας διαφυλάττει ως κόρη οφθαλμού και κρατά κερί αναμμένο νύχτα μέρα, καθώς, όπως ο συγγραφέας υπογραμμίζει:
«Ζωή είναι η μεταλαμπάδευση της μνήμης, το ξανανένωμα των ζωών που χωρίζει ο θάνατος, το ένωμα των μνημών».
Υπάρχει πολύ θάνατος σ’ αυτό το πρώτο μυθιστόρημα του Παπαμόσχου, επειδή πολύ απλά υπάρχει και πολύ ζωή. Μια ισορροπία εύθραυστη και συνάμα αδιασάλευτη, αφού όπως ο ίδιος γράφει, ο ένας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη. Αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοεξουδετερώνονται σ’ έναν κύκλο που ανοίγει και κλείνει ασταμάτητα.
Μέσα από τους παιδεμούς και τις ατυχίες εκείνων σκιαγραφείται, σε μεγάλο βαθμό, η δική του πορεία και εξηγείται από πού κατάγεται στ’ αλήθεια η λύπη που τον συνέχει και τον συντρέχει από παιδί.
Πασχίζοντας να βρει από πού κατάγεται τελικά η λύπη, το μυθιστόρημα ξεκινά απ’ την παιδική ηλικία, για να περάσει από την ευρύτερη οικογένεια, παππούδες και θείους, τους φίλους, το σχολείο, την ενηλικίωση, τις σπουδές, την αναζήτηση του έρωτα, τη δεσπόζουσα μορφή της μάνας, την αγαπημένη αδελφή, τον πατέρα, το τελευταίο και ιδιαίτερα σημαντικό οικογενειακό αποκούμπι του, και να φτάσει μέχρι την προσωπική, επώδυνη και δύσκολη προσωπική περιπέτεια της υγείας του, με την ευτυχή κατάληξη. Ζωή σημαδεμένη από μια σειρά απώλειες και οριοθετημένη από τις μνήμες των απόντων, απώλειες εν πολλοίς αναπάντεχες και εκτός φυσιολογικής σειράς, καθώς οι πατεράδες θάβουν τις κόρες και ο γιος απορφανίζεται βλέποντας τη μάνα να φεύγει πριν γεράσει και την αδελφή να σβήνει πριν προλάβει να ολοκληρώσει έναν χορό. Ο Αλέκος, για να μπορέσει να βρει τις εσωτερικές του ισορροπίες βυθίζεται και ανυψώνεται σχεδόν καθημερινά σ’ έναν αγώνα επιβίωσης που μοιάζει αδικαίωτος και ατελείωτος, χωρίς όμως να τον εγκαταλείψει ποτέ κι ας έχει κουραστεί και ας έχει λαβωθεί, ψυχικά και σωματικά.
Σκηνικό του μυθιστορήματος ίδιο όπως και στα διηγήματά του – η γενέθλια πόλη, η Καστοριά. Μια όμορφη πόλη, ενίοτε, όμως, καταπιεστική με μια κοινωνία που κατακρίνει εύκολα, καθώς συνήθως στέκεται στο φαίνεσθαι, στο επιφανειακό απ’ όπου εξάγει κρίσεις και συμπεράσματα, σύνηθες χαρακτηριστικό πολλών ανάλογων κοινωνιών. Μια μικρή πόλη, ωστόσο, απόλυτα ταυτισμένη με τα αγαπημένα πρόσωπα, και ειδικά αυτό της μάνας, που μόλις χαθεί θα οδηγήσει τον πρωταγωνιστή στο να πιστέψει ότι δεν θα καταφέρει να του τροφοδοτήσει την ευαισθησία του για να ικανοποιηθεί η φιλοδοξία του να γράψει, καθώς τη θεωρεί «πεθαμένη» και εκείνη. Ωστόσο δεν θα αργήσει να διαπιστώσει:
«Η πόλη μιλούσε μέσα από το στόμα, απ’ την καρδιά και την ψυχή του πατέρα, κι ο πατέρας του ήταν εκεί και θα τον τροφοδοτούσε με ιστορίες που δεν τις είχε ακούσει, αλλά θα ανανέωνε και με καινούργιες λεπτομέρειες τις παλιές. Γιατί ο πατέρας ήταν η μήτρα».
Αυτή η πατρική μήτρα είναι τελικά η σωτηρία του αφού μέσα απ’ τις ιστορίες που γεννά συνδέεται ουσιαστικά με τον τόπο και καταφέρνει έτσι να ξαναβρεί τους δικούς του ανθρώπους πριν η μνήμη τους σβήσει και χαθούν οριστικά. Γιατί οι δικοί του άνθρωποι είναι όλοι εκεί, στην ίδια τη γη που τους γέννησε, στην γη που ο ίδιος θ’ αρχίσει να την αγαπά όλο και περισσότερο καθώς όσο την περπατά και την εξερευνά τόσα περισσότερα σημάδια τους βρίσκει.
Γλώσσα ποιητική σε πάρα πολλά σημεία της, μ’ ένα βάθος και μια έκταση που σ’ αναγκάζει να μην προσπερνάς απλώς τις φράσεις αλλά και να πασχίζεις να τις δεις στις πραγματικές τους διαστάσεις.
Περνώντας στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του βιβλίου δεν είναι δυνατόν να μην σταθείς στην γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Γλώσσα δουλεμένη, σμιλεμένη μπορείς να τη χαρακτηρίσεις, που καταδεικνύει τον κόπο και την προσπάθειά του να αποφύγει την ευκολία και την επανάληψη. Γλώσσα ποιητική σε πάρα πολλά σημεία της, μ’ ένα βάθος και μια έκταση που σ’ αναγκάζει να μην προσπερνάς απλώς τις φράσεις αλλά και να πασχίζεις να τις δεις στις πραγματικές τους διαστάσεις. Φράσεις που λειτουργούν ως παράθυρα με θέα μια λίμνη συναισθημάτων, που περιγράφονται και αποκρυπτογραφούνται με τη βοήθεια της φύσης και των πολλών στοιχείων της, αλλά και μια σειρά χρηστικών αντικειμένων που παίζουν τον ρόλο του αναδευτήρα της μνήμης, ανασύροντας εικόνες μακρινές ή ξεχασμένες.
Ο Ηλίας Λ. Παπαµόσχος γεννήθηκε το 1967 στην Καστοριά. Έχει γράψει επτά βιβλία. H συλλογή διηγηµάτων του Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες (εκδ. Κίχλη, 2015) τιµήθηκε µε το Kρατικό Bραβείο Διηγήµατος-Νουβέλας (2016) και µεταφράστηκε στα γαλλικά (Le renard dans l’escalier, éd. Le miel des anges, 2018). Διηγήµατά του έχουν µεταφραστεί στα γαλλικά, στα σουηδικά και στα αλβανικά. Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί επίσης, η συλλογή διηγηµάτων του Η µνήµη του ξύλου (2019), η οποία µεταφράστηκε στα γαλλικά (La mémoire du bois, éd. Le miel des anges, 2020). |
Ένα μυθιστόρημα απ’ όπου απουσιάζει ουσιαστικά ο διάλογος αφού υπάρχουν μόνο λίγες φράσεις, χωρίς ωστόσο αυτό να του στερεί τη ζωντάνια και τον ρυθμό, καθώς ο συγγραφέας, σε ρόλο αφηγητή, βρίσκει τον τρόπο να κάνει τους ήρωές του να μιλήσουν με τις κινήσεις, τις αντιδράσεις και πάνω απ’ όλα με τα συναισθήματά τους.
Ένα βιβλίο που μιλά για την απώλεια, αλλά και για την αγάπη καθώς όπως ο Παπαμόσχος σημειώνει «η πραγματική αγάπη μαθαίνεται μέσα από την απώλεια, καθότι ανέλπιδα, χωρίς αντάλλαγμα, σαν έρωτας για μια σκιά...». Σκιές στο συγκεκριμένο έργο υπάρχουν πολλές. Στις ψυχές των ηρώων του, αλλά και στους τοίχους των σπιτιών τους. Σκιές, όμως, που δεν προκαλούν φόβο αφού είναι οι σκιές των δικών τους ανθρώπων που λείπουν.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΤΕΝΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μετέωρη γυναίκα» (εκδ. Διάπλαση).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πήγαινε στην πλατεία Όλγας, καθόταν σ’ ένα καφέ και κοιτώντας τους διαβάτες επιθυμούσε να την έβλεπε ανάμεσα τους, να βάδιζαν σε αντίθετη κατεύθυνση, να τον κοίταζε σαν κάποιον ξένο, να μην τον αναγνώριζε, σαν ο θάνατος να είχε σβήσει κάθε μνήμη, και τη μνήμη του θανάτου, του θανάτου της, τη λύπη της. Κι αυτός να την ακολουθούσε για λίγο, όμως να μην επιτρεπόταν να δει που αυτή ζούσε. Αρκεί που ζούσε κι ας τους είχε λησμονήσει. Μολαταύτα έπρεπε κι αυτός, όσο μπορούσε, να τη λησμονήσει για να πονά λιγότερο για κείνη. Κι από την άλλη, τούτη η λήθη γεννούσε ενοχή, έμοιαζε προδοσία αυτή».