Για το βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου «Μαύρες διαθήκες - Δοκίμιο για τα όρια της ημερολογιακής γραφής» (εκδ. Κίχλη).
Του Γιώργου Λαμπράκου
«Σε καμιά στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας δεν δυσκολεύτηκαν οι άνθρωποι να βασανίσουν πνευματικά και σωματικά τους συνανθρώπους τους. Αυτή η επάρκεια ήρθε μαζί με την αυξανόμενη πολυπλοκότητα των παθών και με την πρώιμη εκλέπτυνση της εφευρετικότητάς τους. Αλλά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν έκανε τον κόπο να επινοεί βασανιστήρια. Ήταν τεμπέλης και είχε αγνή καρδιά. Έλιωνε άγρια το κρανίο του γείτονά του μ’ ένα λίθινο τσεκούρι, από ανάγκη και χωρίς κακία», διαβάζουμε στο μυθιστόρημα Νοστρόμο του Τζόζεφ Κόνραντ (μτφρ. Β. Καλλιπολίτης, εκδ. Καστανιώτης). Εδώ, ο Βρετανοπολωνός συγγραφέας παρουσιάζει όσο πιο αιχμηρά μα και στωικά μπορεί τη διπλή όψη του πολιτισμού, κατά την οποία όσο περισσότερο εκλεπτύνεται ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο εκλεπτύνει τη βασανιστική βία που ασκεί στους συνανθρώπους του. Ο Κόνραντ εξέδωσε το βιβλίο του το 1904, έχοντας σταθεί μάρτυρας της μάλλον πρώτης γενοκτονίας του 20ού αιώνα, αυτή που διέπραξαν Βέλγοι και άλλοι στο Κονγκό – δεν είχε δει ακόμα τον Α′ Παγκόσμιο, ούτε θα έβλεπε τις περισσότερες από τις δεκάδες γενοκτονίες που ακολούθησαν. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα ήταν απαραίτητο: είχε ήδη καταλάβει για τι είναι ικανός ο άνθρωπος και εικάζω πως, όχι μόνο τίποτα δεν θα του έκανε εντύπωση, αλλά η κοσμοθεώρησή του θα ισχυροποιούταν από κάθε νέο μακελειό.
Το δοκιμιακό βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου «Μαύρες διαθήκες» (Κίχλη, 2018) καταγίνεται με δύο διανοητικούς αστέρες της Γερμανίας που στήριξαν δημόσια και συστηματικά το ναζιστικό καθεστώς: τον νομικό Καρλ Σμιτ και τον φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ.
Όπως το Ολοκαύτωμα. Το δοκιμιακό βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου Μαύρες διαθήκες (Κίχλη, 2018) καταγίνεται με δύο διανοητικούς αστέρες της Γερμανίας που στήριξαν δημόσια και συστηματικά το ναζιστικό καθεστώς: τον νομικό Καρλ Σμιτ και τον φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ. Αμφότεροι υπήρξαν συνοδοιπόροι του χιτλερισμού από τις απαρχές του και, ακόμα και μετά το 1945, ούτε άλλαξαν γνώμη για τα εγκλήματά του, ούτε μετανόησαν για τη δική τους, οπωσδήποτε ιδιόμορφη, θεωρητική και πρακτική συμβολή. Πώς δύο κορυφαίοι στοχαστές του Τρίτου Ράιχ κατέγραψαν στα ημερολόγιά τους (Glossarium και Μαύρα τετράδια, αντίστοιχα) την ήττα από τον χειρότερο εχθρό τους, τον φιλελευθερισμό;
Το Glossarium γράφτηκε μεταξύ 1947 και 1958, επομένως καλύπτει την κρίσιμη περίοδο κατά την οποία ο Σμιτ ήταν αναγκασμένος να σκεφτεί τι πήγε στραβά στον εθνικοσοσιαλισμό. Είναι «κείμενο υβριδικό· κινείται μεταξύ εξομολόγησης, δοκιμίου, επιστολογραφίας, αφορισμών και παραληρηματικής γραφής»: ο Σμιτ καταφάσκει την παράδοση της γης και του αίματος εξυμνώντας τον (γερμανικό) χώρο, ενώ καταδικάζει τη νεωτερική εξαΰλωσή του για χάρη του παγκοσμιοποιημένου χρόνου. Η συντριπτική ήττα του Άξονα «τον παρασύρει στην ηδονική ένδον περιπλάνηση». Πολιτική, για τον Σμιτ, σημαίνει προπάντων διάκριση ανάμεσα σε φίλο και εχθρό με στόχο τη σταδιακή εξάλειψη του εχθρού. Εδώ δεν υπάρχει χρόνος ούτε διάθεση για κοινοβουλευτική διαβούλευση και συναίνεση. Το παν είναι η απόφαση, και ο Σμιτ θέλει την απόφαση, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (που εάν δεν υπάρχουν, εφευρίσκονται), να την πάρει ο άνθρωπός του, ο Χίτλερ.
Τι γίνεται όμως εάν έρθει η ώρα όπου την απόφαση έκτακτης ανάγκης θα την πάρει ο εχθρικός κυρίαρχος, π.χ. ο Αμερικανός πρόεδρος; Αυτό δεν του κάνει: υποστηρίζοντας, λόγου χάριν, πως δεν ευθύνεται ο Χίτλερ για την ατομική βόμβα, διαστρεβλώνει κάθε έλλογη ιστορική αιτιότητα, μη αναγνωρίζοντας πως ο βασικός υπαίτιος της βόμβας ήταν ο σύμμαχος του αγαπημένου του κυρίαρχου, ο ανυποχώρητος αυτοκράτορας Χιροχίτο – υπαίτιος και για θηριωδίες για τις οποίες δεν καταδικάστηκε ποτέ. Ο Σμιτ, πιστός καθολικός αλλά και με γνωστικιστικά και «αναρχομυστικιστικά» στοιχεία στη σκέψη του, απεχθάνεται τη μοντέρνα αστική δημοκρατία και τον μαζικό άνθρωπο που αυτή παράγει, τον άνθρωπο με κοινό νου και κοινές επιθυμίες. Το γιατί ο φασισμός-εθνικοσοσιαλισμός δεν θα παρήγαγε αυτόν ακριβώς τον ανθρωπότυπο, ιδίως όταν ο Σμιτ θέτει ως «απόλυτο πρόταγμα την ομοιογένεια της πολιτικής κοινότητας» (Σινιόσογλου), παραμένει στη σκέψη του νομικού συμβούλου του Γκέρινγκ αδιευκρίνιστο.
Ο Χάιντεγκερ, λιγότερο θρήσκος ή έστω με μια πίστη ακατάτακτη, στρέφεται στο απώτατο αρχαιοελληνικό παρελθόν και σε Γερμανούς μυστικιστές και ποιητές για κάποια απάντηση, αφού δεν του αρέσει, όχι μόνο συλλήβδην η νεωτερικότητα, αλλά μάλλον «συλλήβδην ο πολιτισμός από τον Πλάτωνα και δώθε».
Στο ερώτημα του Σμιτ «τεχνολογία ή θεολογία» η απάντηση είναι περίπου η ίδια (θεολογία) όπως και στον Χάιντεγκερ, με τον οποίο ασχολείται το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Στις 1.800 σελίδες των Μαύρων τετραδίων «υπάρχει ζόφος», σημειώνει ο Σινιόσογλου. Ο δοκιμιογράφος πασχίζει, αντιμετωπίζοντας θαρραλέα τον κατά τόπους «γλωσσικό αυτισμό» του Γερμανού, να βγάλει άκρη και να μεταδώσει την ουσία της σκέψης του. Γράφει πως ο Χάιντεγκερ μοιράζεται με τον Σμιτ «κοινές υπαρξιακές αγωνίες: ο χρόνος, η έννοια της “απόφασης”, η ελαύνουσα τεχνική, ο αλλοτριωμένος άνθρωπος, η παρακμή της Ευρώπης, οι μηχανεύσεις της νεωτερικής εξουσίας». Ο Χάιντεγκερ, λιγότερο θρήσκος ή έστω με μια πίστη ακατάτακτη, στρέφεται στο απώτατο αρχαιοελληνικό παρελθόν και σε Γερμανούς μυστικιστές και ποιητές για κάποια απάντηση, αφού δεν του αρέσει, όχι μόνο συλλήβδην η νεωτερικότητα, αλλά μάλλον «συλλήβδην ο πολιτισμός από τον Πλάτωνα και δώθε». Πέραν της αφόρητης πίκρας και μνησικακίας του για το τέλος του Τρίτου Ράιχ, διαβλέπει κανείς τη γελοιότητα ορισμένων εικασιών του: όταν π.χ. «προφητεύει» ότι η «αυθεντική ιστορία» θα ξαναρχίσει γύρω στο 2300, αναρωτιέται κανείς: γιατί όχι το 2200 ή το 2400 ή το 65.300;
Η σκέψη του Χάιντεγκερ είναι ενίοτε πανίσχυρη, και δεν είναι τυχαία η επίδρασή της τον περασμένο αιώνα, όχι μόνο στη φιλοσοφία αλλά και στις τέχνες – το ίδιο ισχύει, σε μικρότερο βαθμό, για τον Σμιτ. Η χαϊντεγκεριανή κριτική στο πώς ο νεωτερικός κόσμος έγινε αντικείμενο ή στο πώς το σύγχρονο άτομο απλώς «ενδιαφέρεται» για κάτι χωρίς να «σχετίζεται ουσιωδώς» με αυτό είναι εύστοχη, όχι όμως πρωτότυπη. Λογοτέχνες με τον νου στραμμένο στην καταλυτική επιρροή της τεχνοεπιστήμης στο άτομο, από τον Γουέλς, τον Φόρστερ (Η μηχανή σταματά) και τον Ζαμιάτιν μέχρι τον Χάξλεϊ, τον Ντικ και τον Μπάλαρντ (που μιλούσε για τον «θάνατο του συναισθήματος») φανέρωσαν το ίδιο φαινόμενο με τρόπο πιο κατανοητό και θελκτικό, ιδίως όταν ενείχε σάτιρα. Όσο για την κριτική του Χάιντεγκερ στο «τεχνάσθαι», όπως το αποκαλεί υποτιμητικά: η καλύβα και η άμαξα συνιστούν επίσης «τεχνάσθαι», αφού η σπηλιά και τα πόδια ήταν ανέκαθεν η μόνη φυσική κατάσταση του ανθρώπινου ζώου για τον ύπνο και τη μετακίνηση. Αλλά και στην κριτική του Σμιτ στον τεχνικό πολιτισμό («ο ίδιος τύπος ανθρώπου που έφτιαξε τα αεροπλάνα και τους αυτοκινητοδρόμους έφτιαξε και τ’ αστέρια» σημειώνει ο Γερμανός το 1952) τον πρόλαβαν άλλοι – ο Φιτζέραλντ, λόγου χάριν, γράφει σκωπτικά ότι τα υπερμοντέρνα πάρτι του μεγάλου Γκάτσμπι έδιναν την αίσθηση ότι ακόμα και το φεγγάρι το έβγαλαν από τα κιβώτια του κέιτερινγκ… Δυσφορία στον τεχνικό πολιτισμό; Και ποιος δεν έχει νιώσει! Αμφιβολίες για τη νεωτερική πρόοδο; Το καθημερινό μας πιάτο! Η δημοκρατία έχει ελαττώματα; Ευχαριστούμε για την πληροφορία! Το παν είναι τι είδους βλέμμα ρίχνει κανείς σε τούτα τα φαινόμενα: από τη χολή, προτιμώ το φλέγμα. Τουλάχιστον η γερμανική σκέψη φαίνεται πως κάνει καλό στην υγεία (των στοχαστών): ο Σμιτ έζησε 97 χρόνια, ο Γκάνταμερ 102, ο Γιούνγκερ 103. Ακόμα και ο Χάιντεγκερ έζησε 87 γεμάτα χρόνια.
Ο Νικήτας Σινιόσογλου (φωτογραφία © Ελένη Ονάσογλου) |
Μετά την ανάλυση βασικών αντιλήψεων και εννοιών των δύο στοχαστών, ο Σινιόσογλου παίρνει την ημερολογιακή σκυτάλη στο τρίτο μέρος, το οποίο θεωρώ εκ των ων ουκ άνευ για τη μορφική εξισορρόπηση του βιβλίου. Εδώ ο δοκιμιογράφος φανερώνει ακόμα πιο έντονα πόσο τον καίει το αντικείμενο της μελέτης του. Με αφορμή ένα ταξίδι στο μικροκράτος της Σιγκαπούρης για μια διάλεξη με θέμα τον Χάιντεγκερ και γενικότερα τη συμπόρευση Γερμανών στοχαστών με τον ναζισμό (αλλά και τη μη συμπόρευση άλλων, όπως ο Σπένγκλερ και ο Γιούνγκερ), επιδίδεται σε μια λογοτεχνικά άρτια και στοχαστικά πιπεράτη περιγραφή της μεγαλούπολης. Ο δοκιμιογράφος εγκαταλείπει τη βιβλιοθήκη και γίνεται φλανέρ, «ρέκτης και συλλέκτης», επιζητώντας πεισματικά να συνενώσει τα θραύσματα του νοήματος, ατομικού και συλλογικού. Η σχέση με την πόλη, όπως με τη φιλοσοφία, αποδεικνύεται δύσκολη και ερωτική, δύσκολη καθότι ερωτική – κι ο ίδιος ένας αμφίθυμος ξένος για τον οποίο όλα μοιάζουν συγχρόνως κοντινά και μακρινά, οικεία και ανοίκεια.
Στις μαύρες διαθήκες του Σμιτ και του Χάιντεγκερ αλγεινή εντύπωση προκαλεί «η εξουδένωση της καθημερινότητας» (Σινιόσογλου). Τα καθημερινά βιώματα είναι σχεδόν ολότελα απόντα, γεγονός μη αναμενόμενο σε ημερολογιακές καταγραφές.
Στις μαύρες διαθήκες του Σμιτ και του Χάιντεγκερ αλγεινή εντύπωση προκαλεί «η εξουδένωση της καθημερινότητας» (Σινιόσογλου). Τα καθημερινά βιώματα είναι σχεδόν ολότελα απόντα, γεγονός μη αναμενόμενο σε ημερολογιακές καταγραφές. Απεναντίας, βλέπουμε τον δοκιμιογράφο/ημερολογιογράφο να σουλατσάρει στη Σιγκαπούρη, να συνομιλεί με αγνώστους, να πίνει μπίρες, να περιγράφει ένα σουπερμάρκετ (εικάζω πως αυτή η λέξη θα προκαλούσε κύματα αηδίας στον Χάιντεγκερ), να παίζει με το τοπικό γλωσσικό υβρίδιο Singlish, να σχολιάζει τη μουσική που ακούει, να βρίσκει ένα ψαγμένο βιβλιοπωλείο, και πάει λέγοντας. Εδώ υπάρχει ένα σώμα που κινείται, δοκιμάζει και δοκιμάζεται, δρα και αντιδρά. Κυρίαρχα συναισθήματα είναι η βούληση για βίωμα, η μοναξιά και η μελαγχολία, ακόμα και όταν, ιδίως όταν, βγαίνει χιούμορ μέσα από τις περιγραφές, που πότε-πότε μοιάζουν βγαλμένες από μυθιστόρημα ΕΦ. Σε μια ειρωνική αντιστροφή που θέλω να πιστεύω πως ο Κόνραντ θα εκτιμούσε ιδιαίτερα, όσο πιο αφαιρετικός πασχίζει να είναι ο στοχασμός και όσο περισσότερο αγνοεί τις ζωώδεις λειτουργίες του σώματος, τόσο πιο κτήνη ενδέχεται να αποδειχτούν οι θεράποντές του.
Οι ημερολογιακές καταγραφές των δύο Γερμανών βρίθουν από ανορθολογισμό, μνησικακία, μηδενισμό και μισανθρωπία. Ωστόσο ο ανορθολογισμός μπορεί κάλλιστα να συνυφαίνεται με την επιστήμη (Φρόιντ), η μισανθρωπία με τη συμπόνια (Σοπενχάουερ), ο κυνισμός με την αθωότητα (Νίτσε), ο μηδενισμός με την έλλειψη κάθε βούλησης για εξολόθρευση (Μποντριγιάρ, Κονδύλης). Έχει δίκιο ο Σμιτ όταν πρεσβεύει ότι ο εχθρός συμβάλλει στο χτίσιμο της ταυτότητας. Μέχρι την εξολόθρευσή του, ωστόσο, απαιτούνται πολλά βήματα. Μπορεί να έχουμε εχθρούς, αλλά να τους αφήνουμε στην ησυχία τους, εφόσον βέβαια μας αφήνουν στη δική μας. Μπορεί να ναρκισσευόμαστε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εναλλάσσοντας τα «πραγματικά»/«αυθεντικά» με τα «εικονικά»/«αναυθεντικά» βιώματα (τα εισαγωγικά απαραίτητα, όλες αυτές οι έννοιες είναι πλέον ρευστές), μα τουλάχιστον είμαστε ζωντανοί – ασφαλείς από τα βίαια οράματα του Σμιτ και του Χάιντεγκερ για εξαφάνιση της «παρηκμασμένης», «εκφυλισμένης» Ευρώπης προς χάριν μιας τέχνης του βίου που στην καλύτερη περίπτωση είναι θολή και στη χειρότερη αποκρουστική.
Η μαγεία της τέχνης είναι η έλλειψη ορίων, η μαγεία της πολιτικής η εξεύρεση και τήρηση ορίων. Ό,τι έλκει στην τέχνη και τη θεωρία μπορεί να αποδειχτεί εγκληματικό στην πράξη – εξού και η παρατήρηση του δοκιμιογράφου ότι «εκτός ποιητικού χώρου τα οράματα [του Χέλντερλιν, τα οποία αξιοποίησε πονηρά ο Χάιντεγκερ] γίνονται γκροτέσκα».
Νομίζω πως δύο είναι τα σημεία στα οποία διαφαίνεται το ηθικοπολιτικό πρόταγμα του κατά τα άλλα περιγραφικού δοκιμιογράφου. Το πρώτο αφορά στη σχέση με τον άλλον: «Μόνον η έγνοια για τον άλλο άνθρωπο –όχι για έναν παντοδύναμο Θεό ούτε για μια αφηρημένη ιδέα– μας σώζει από τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού και της φιλοσοφίας». Το δεύτερο αφορά στη δέουσα κρατική πολιτική: «Αυτή είναι κι η αποστολή του πραγματικού κράτους και της πολιτικής: να τηρεί αποστάσεις από κάθε πολίτη κι ωστόσο να τον προστατεύει, απλώς και μόνον επειδή είναι πολίτης» – η εξάλειψη του ιδιωτικού βίου είναι η ουσία κάθε ολοκληρωτισμού. Θα πρόσθετα το εξής: η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι μια δύσκολη υπόθεση με αδιάκοπα διαδικαστικά προβλήματα, καθώς οι λειτουργίες της βασίζονται σε κοπιώδεις διαβουλεύσεις, απαιτητικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, υπομονετικούς χειρισμούς και ανεπιθύμητες συναινέσεις. Απεναντίας, ακόμα και ο τελευταίος ηλίθιος δύναται να ορίσει τον οποιονδήποτε (από την άποψη της φυλής, της εθνότητας, της οικονομικής τάξης, της πολιτικής ιδεολογίας κ.λπ.) ως εχθρό και να θέλει να τον εξολοθρεύσει προκειμένου να κυριαρχήσει. Η μαγεία της τέχνης είναι η έλλειψη ορίων, η μαγεία της πολιτικής η εξεύρεση και τήρηση ορίων. Ό,τι έλκει στην τέχνη και τη θεωρία μπορεί να αποδειχτεί εγκληματικό στην πράξη – εξού και η παρατήρηση του δοκιμιογράφου ότι «εκτός ποιητικού χώρου τα οράματα [του Χέλντερλιν, τα οποία αξιοποίησε πονηρά ο Χάιντεγκερ] γίνονται γκροτέσκα».
Ο Σινιόσογλου τιμά τον στοχασμό των δύο Γερμανών και εκτιμά την υπαρξιακή τους καταβύθιση καθώς και τη σκληρή γλωσσική μάχη τους με το ανείπωτο, χωρίς από την άλλη να παύει να τους καταλογίζει ηθικοπολιτικές ευθύνες. Τα αξιοζήλευτα προσόντα του είναι το συνεχές μέσα-έξω από το εκάστοτε αντικείμενο της εμπειρίας του, το στοχαστικό πηγαινέλα μεταξύ βάθους και επιφάνειας, η υβριδική γραφή. Ο σχολαστικός ακαδημαϊκός κατά κανόνα βουτά και χάνεται, ξεχνώντας να βγει για να μας μεταφέρει τι είδε στα βάθη, και αντιδρά όταν του το επισημάνουν. Ο απλός άνθρωπος κατά κανόνα μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων και ούτε που υποψιάζεται τι μπορεί να κρύβεται αποκάτω, κι επίσης αντιδρά όταν του το επισημάνουν. Αμφότεροι έχουν έπαρση, άλλου είδους ο καθένας, αλλά έπαρση. Ο συγγραφέας των Μαύρων διαθηκών, από την άλλη, μπαινοβγαίνει στην καρδιά του σκότους, έλκεται από το αλλόκοτο, απεχθάνεται τις κοινοτοπίες, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Πρόκειται για ακόμη ένα (μετά τον Αλλόκοτο ελληνισμό) σπουδαίο δοκιμιακό έργο του.
Ο συγγραφέας των Μαύρων διαθηκών, από την άλλη, μπαινοβγαίνει στην καρδιά του σκότους, έλκεται από το αλλόκοτο, απεχθάνεται τις κοινοτοπίες, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Πρόκειται για ακόμη ένα (μετά τον Αλλόκοτο ελληνισμό) σπουδαίο δοκιμιακό έργο του.
«Τα πιο αδιανόητα εγκλήματα είναι δυνατά σε μαζική κλίμακα, εφόσον παρενδυθούν τις κατάλληλες διατυπώσεις», σημειώνει εύστοχα. Ένας πρωτόγονος σκότωνε κατεχόμενος από μια στιγμιαία άγρια βούληση, ένας νεωτερικός αποικιοκράτης από αρχέγονη απληστία συν δίψα για χρήμα – κανείς τους όμως δεν πίστευε πως έτσι βελτιώνεται ο κόσμος. Αμέτρητοι άνθρωποι του 20ού αιώνα που δεν θα τους έλεγες και απολίτιστους εκμεταλλεύτηκαν μεθοδικά και αποτελεσματικά την πολιτική ιδεολογία, τη θεσμική γραφειοκρατία, τον νομικό λόγο και τη βιομηχανική τεχνική για να στέλνουν (ή να υποστηρίζουν να στέλνονται) εκατομμύρια σε στρατόπεδα παντός τύπου, έχοντας πρώτα στερήσει βασανιστικά από αυτούς τους «εχθρούς του έθνους» ή/και «εχθρούς του λαού» κάθε αξιοπρέπεια και περιουσία – πάντα (κι εδώ είναι η ειδοποιός διαφορά) για τη βελτίωση της ανθρωπότητας. Για τον συντηρητικό Χομπς, ο οποίος αναφέρεται επανειλημμένα στο βιβλίο, το κακό (π.χ. η βία) είναι εγγενές στον άνθρωπο, αλλά ως έναν βαθμό ελέγξιμο μέσω πολιτικών θεσμών. Για τους επαναστάτες Σμιτ και Χάιντεγκερ επιθυμητή ήταν η εξάλειψη των «κακών» τμημάτων της ανθρωπότητας. Μπροστά τους ο Χομπς μοιάζει με συνετό παιδάκι που προσπαθεί να βάλει ήσυχα σε τάξη τους συμμαθητές του.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το λογοτεχνικό δοκίμιο «Τσαρλς Μπουκόβσκι – Ο κυνικός Κυνικός (εκδ. Γαβριηλίδης).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στα Τετράδια του 1933 η προσδοκία της καταστροφής και του ολέθρου της Ευρώπης εναρμονιζόταν πλήρως με τις κινήσεις των ναζί σαν άσκηση συγχρονισμένης κολύμβησης. Τώρα σεμνά και ταπεινά αναβαπτίζονται οι υψιπετείς αναλύσεις του Είναι σε μυστικές μεταφορές, καθαίρονται και επιβιώνουν της επιπόλαιης εκείνης προσδοκίας. Η αναδίπλωση σε έναν απόμακρο στοχασμό είναι πολύ βολική. Αφού διέστρεψε τον Χέλντερλιν ενόσω «οι Γερμανοί» προήλαυναν, ο Χάιντεγκερ τώρα αποστασιοποιείται και αλματωδώς υποχωρεί στο ασφαλές ένδον οχυρό του γερμανικού μυστικισμού».
Μαύρες διαθήκες
Δοκίμιο για τα όρια της ημερολογιακής γραφής
Νικήτας Σινιόσογλου
Κίχλη 2018
Σελ. 240, τιμή εκδότη €14,50