Για το μυθιστόρημα της Ελένης Κατσαμά «Η ζωή κι οι θάνατοι της Αλεξάνδρας Δελλή» (εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: Ο πίνακας του Ανδρέα Βουρλούμη «Κορίτσι» © Εθνική Πινακοθήκη / Κουμαντάρειος Πινακοθήκη, Σπάρτη
Της Τιτίκας Δημητρούλια
Στο πρώτο μυθιστόρημα ενηλίκων της Ελένης Κατσαμά, γνωστής και βραβευμένης στον χώρο της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, ένα μικρό κορίτσι, ονόματι Αλεξάνδρα, μεγαλώνει στη δεκαετία του ’60 σε ένα ορεινό και δασωμένο χωριουδάκι που το λένε Ερημιά και περιμένει επιτέλους το ηλεκτρικό ρεύμα. Ζει σε ένα σπίτι όπου βασιλεύει η σιωπή, χτισμένο στις ρίζες μιας γιγάντιας βελανιδιάς, οι οποίες απλώνονται με κάθε δυνατό –κι αδύνατο– τρόπο στο εσωτερικό του. Δεν πηγαίνει στο σχολείο που το βρίσκει βαρετό και προτιμάει τα δάση και τα λαγκάδια και τον δράκο της. Κι ανησυχεί πολύ ότι η μάνα της η Πέτρα, η οποία δεν θέλει να την βλέπει στα μάτια της, είναι λάμια και παίρνει ανθρώπινη μορφή μόνο μπροστά στους άλλους – κι ας τη σέβονται όλοι ως γιάτρισσα και μάγισσα, που βλέπει τον Ταξιδευτή, τον Χάρο, όταν έρχεται να πάρει κάποιον μαζί του.
Πλάσμα φυσικό, η Αλεξάνδρα, βιώνει ως παιδί τη μοναξιά, μαζί και χώρια από τους εξίσου μόνους άλλους, πειθήνια υπάκουη και μαζί παραδομένη στο «ένστικτο και την περιέργεια» –η αντίθεση αυτή εμφανίζεται στην πρώτη ήδη σελίδα του κειμένου– και στη μυστική ζωή της παιδικής της φαντασίας. Μια ζωή που διακόπτεται βίαια από τον πρώιμο γάμο της, στα δεκατέσσερά της χρόνια, με έναν άγνωστο, πολύ μεγαλύτερό της άντρα, οπότε και ζει τον πρώτο της θάνατο κι ασπρίζουν τα μαλλιά της. Ο δεύτερος θα επακολουθήσει ελάχιστα μετά τον πρώτο, όταν ο τρελά ερωτευμένος μαζί της και βίαιος Ακιόσης θα σκοτώσει το κουτσό σκυλί της, που την ακολουθεί πεισματικά μετά το φευγιό της μαζί του. Θα ελπίσει για μια στιγμή να γλιτώσει από αυτόν τον γάμο και θα διαψευστεί, πλάι στον Ακιόση θα γνωρίσει και τη βία της εξουσίας και της Ιστορίας, θα ζήσει μαζί του στην πόλη, παιδί, σύζυγος και μάνα.
Θα ελπίσει για μια στιγμή να γλιτώσει από αυτόν τον γάμο και θα διαψευστεί, πλάι στον Ακιόση θα γνωρίσει και τη βία της εξουσίας και της Ιστορίας, θα ζήσει μαζί του στην πόλη, παιδί, σύζυγος και μάνα.
Έχοντας κληρονομήσει, παραλλαγμένες, τις ικανότητες της μάνας της, θα φτιάχνει κοκκινιστά αντί για καταπότια, με μαγικό συστατικό την απελπισία της, θα τρώει όλα όσα (δεν) νιώθει, (δεν) θυμάται και (δεν) της λείπουν και θα διαβάζει τον θάνατο στην όψη των ανθρώπων. Θα ζει μέσα από την τηλεόραση πιστεύοντας για καιρό ότι οι παρουσιάστριες τη βλέπουν, με τις κόρες της να δίνουν μόνες αυτές νόημα στη ζωή της, αλλά χωρίς να μπορεί να τους χαρίσει αληθινή αγάπη. Και θα βρεθεί, στο τέλος του μυθιστορήματος, ενώπιον του βιολογικού θανάτου της, μετέωρη πάνω από τη γη να κοιτάζει το κοριτσάκι που υπήρξε, πίσω ξανά στο πλοίο που την πήρε ζωντανή νεκρή μακριά από το νησί και την παιδική της ηλικία. Με το τέλος αυτό του μυθιστορήματος να παραμένει εξίσου μετέωρο, πριν και μετά «το τέλος του κόσμου», συμπαρασέρνοντας αναδρομικά και την αφηγημένη ζωή της και φέρνοντας στο προσκήνιο μια αναπάντεχη αναγέννηση, που προβάλλεται στο εκτός κειμένου μέλλον της.
Η Ελένη Κατσαμά γεννήθηκε τέλη Ιουλίου του 1973. Άρχισε να δημοσιεύει τις ιστορίες της, άλλοτε παίρνοντας τα ερεθίσματα από τη ζωή των παιδιών και των εφήβων σ’ όλο τον κόσμο, άλλοτε από τη δική της παιδική ηλικία κι άλλοτε από την ιστορία της αγαπημένης της Κρήτης. Το μυθιστόρημα Η ζωή και οι θάνατοι της Αλεξάνδρας Δελλή είναι το πρώτο της μυθιστόρημα ενηλίκων. Εργάζεται στον εκδοτικό χώρο ως υπεύθυνη εκδόσεων από το 2004. |
Θέτοντας στο επίκεντρο της αφήγησής της τα παιδιά, την Αλεξάνδρα και τον πρώτο αγαπημένο της Ανθέμη, τον αδελφό της Τσίκο και τον φίλο του τον Κεντράν, και βασιζόμενη στους γνώριμούς της κώδικες του παραμυθιού –και λιγότερο του μαγικού ρεαλισμού–, η Κατσαμά βαδίζει προσεκτικά στον νέο της δρόμο. Αναγνωρίσιμοι στα ονόματα των τόπων και των ανθρώπων και στη συμβολική τους, στην αναπαράσταση της φύσης και της οργανικής της σχέσης με τους ανθρώπους, οι κώδικες αυτοί τυλίγουν την αγροτική Ελλάδα του 20ου αιώνα με τον πέπλο του μύθου, χωρίς να κρύβουν τη φτώχεια και τον μόχθο της κοινότητας, την εσωτερίκευση των κοινωνικών δομών στις στάσεις της, την απόρριψη της κάθε είδους διαφορετικότητας ως ανώφελης, ενοχλητικής, έως και επικίνδυνης. Μόνο η σχέση με τη φύση διασώζει το νοούμενο ως τερατώδες διαφορετικό, η ίδια αυτή φύση που βασανίζει τους ανθρώπους στον καθ’ ημέραν βίο τους, καθρέφτης του καλού και του κακού στην ψυχή και τον κόσμο των ανθρώπων· η φύση που υποχωρεί μαζί με το παραμύθι στην πόλη, διέξοδο και νέο αδιέξοδο, με τη νέα, μιντιακή της μυθολογία.
Η Κατσαμά αναλύει μυθοπλασιακά μια σειρά ζητήματα για τις διακρίσεις, τη βία απέναντι στο διαφορετικό και τους κοινωνικούς και ψυχικούς λόγους που τη γεννούν, μιλά για τους κοινωνικούς ρόλους και τις σχέσεις, για να παρακολουθήσει, κατά πρώτο λόγο, τη μοίρα της γυναίκας, που είναι ο ετεροκαθορισμός. «Άσ’ τη ζωή να περάσει από πάνω σου, μην κοπιάσεις να αλλάξει τη μοίρα σου, μόνο τον χρόνο σου θα χάσει ή τα λογικά σου. Κοιμήσου στο κρεβάτι που σου δώσανε και περίμενε μέχρι να πεθάνεις», συμβουλεύει η Πέτρα στην Αλεξάνδρα (σελ. 153). Και η Αλεξάνδρα εμπεδώνει την ορμήνια της, ακούγοντας κάθε πρωί στην πόλη την «καθησυχαστική φωνή της εκφωνήτριας στο ραδιόφωνο να τη διαβεβαιώνει πως δεν πείραζε που είχε πετάξει τη ζωή της στα σκουπίδια, πως δεν ήταν η μόνη, πως συνέβαινε αρκετά συχνά οι γυναίκες να περνάνε τη ζωή τους ανάμεσα σ’ ένα πλυντήριο Πίτσος κι ένα αντικολλητικό τηγάνι, πως δεν έπρεπε να ανησυχεί που η ζωή της δεν αποτελούσε εξαίρεση, η εξαίρεση είναι ένα φριχτό πράγμα, αλλά καμία ανησυχία, ήταν ευτυχώς ο κανόνας» (σελ. 243).
Μια αφήγηση που αποφεύγει τον διδακτισμό, γεννά τη συγκίνηση αλλά και τον αναστοχασμό και η μοναδική αδυναμία της έγκειται σε κάποιες διάσπαρτες γλωσσικές αστοχίες.
Χωρίς να παραγνωρίζει τα αντρικά αδιέξοδα και το υπόβαθρό τους, η Κατσαμά εστιάζει στη χορεία των «καταραμένων γυναικών», με τη χαμένη ζωή και το αίμα της θυσίας των επομένων της γενιάς στα χέρια τους: η πικρή και σκληρή Πέτρα θα προκαλέσει, ως άλλη Φραγκογιαννού, τον πρώτο θάνατο της κόρης της, όπως η δική της μάνα πεθαίνοντας μπροστά στα μάτια της τον δικό της, όπως η Αλεξάνδρα, αλλιώτικα και ίδια, των θυγατέρων της. Διότι για τις γυναίκες, είτε κάνουν παρέα με δράκους είτε όχι, η υποταγή είναι η μοναδική τους μοίρα και η εναλλακτική της το ανάθεμα, που πέφτει πάνω στην αγγελική Γαριφαλιά, που μεγαλώνει μοναχή και με απόλυτη αγάπη τον φωτεινό της γιο, ή στη «γριά πουτάνα» Περσεφόνη, που διασώζεται χάρη στην αγάπη και το θάρρος ενός αλλιώτικου άντρα. Μια εσωτερικευμένη, εντέλει, υποταγή και αυτο-υποτίμηση, που κλέβει την ψυχή και από τα πιο φυσικά πλάσματα και μετατρέπει τα θύματα σε άγριους θύτες.
Η Κατσαμά πραγματεύεται την πολυπλοκότητα του ετεροκαθορισμού από διαφορετικές σκοπιές, του υλικού καταναγκασμού, των κοινωνικών ρόλων, με έμφαση στη μητρότητα, του κοινωνικού ελέγχου, της ψυχολογίας, χωρίς να διαρρηγνύει τον παραμυθικό ιστό, που προσδίδει μια οικουμενική διάσταση στην καλοχτισμένη αφήγηση του μυθιστορήματός της. Μια αφήγηση που αποφεύγει τον διδακτισμό, γεννά τη συγκίνηση αλλά και τον αναστοχασμό και η μοναδική αδυναμία της έγκειται σε κάποιες διάσπαρτες γλωσσικές αστοχίες. Κι εκτός των άλλων, ρίχνει το δικό της φως στις καθημερινές ειδήσεις για τα κοριτσάκια που τα πουλάνε νύφες οι γονείς τους σε ολόκληρο τον κόσμο, για τις γυναικοκτονίες σε χώρες της Ανατολής στις οποίες συχνά πρωτοστατούν οι ίδιες οι μανάδες και για τις άλλες, στη χώρα μας και στην αναπτυγμένη Δύση, που αυξάνουν δραματικά όπως και η βία μέσα στην πανδημική κρίση: ως φαινόμενα στην ατελείωτη ιστορία της βίας κατά των γυναικών –και των απανταχού διαφορετικών–, που είναι δική μας δουλειά να την αντιπαλέψουμε ουσιαστικά και δραστικά, με κάθε δυνατό τρόπο – της λογοτεχνίας συμπεριλαμβανομένης.
* Η ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ είναι κριτικός λογοτεχνίας, Καθηγήτρια στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.