
Για τις συλλογές διηγημάτων της Μαρίας Στασινοπούλου «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο» (εκδ. Κίχλη) και του Κώστα Πούλου «Αμφίβια τέρατα» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Μικροδιήγημα ή μπονζάι, flash fiction ή «twitter-ature»: μικρό ή «μικρότατο» κείμενο, σχεδόν... διήγημα, με συμπυκνωμένη έκφραση που εκρήγνυται κρουσιφλεγώς. Μπορεί να έχει ποιητική μορφή και να προκαλεί δονήσεις, όπως ένα αυτοαναφλεγόμενο ποίημα, ή να έχει αφηγηματική, που καταφέρνει ωστόσο να κορυφωθεί μέσα σε λίγες λέξεις. Έχουμε και στην Ελλάδα τέτοιες προσπάθειες, που ακόμα δεν με έχουν πείσει πλήρως για την αξία τους μέσα στην αναγκαία τους περιεκτικότητα. Οι δύο συλλογές που θα συνεξετάσω σήμερα δεν περιέχουν μόνο μπονζάι, αλλά και κείμενα τα οποία είναι μεν μεγαλύτερα σε έκταση αλλά δεν ξεπερνούν τις λίγες σελίδες.
Τα μικροδιηγήματα της Μαρίας Στασινοπούλου: «επιγήραια» και μετανάστες
Τα μικρά πεζά της Μαρίας Στασινοπούλου είναι κατά βάση μικροδιηγήματα, που αλυσιδώνονται σε μια μακρά γραμμή συνάρθρωσης, καταρχάς πάνω στο θέμα του γήρατος και του θανάτου κι έπειτα των αλλοδαπών, της γλώσσας αλλά και της καθημερινότητας. Ενώ δηλαδή διατηρούν την αυτοτέλειά τους, συνάμα στοιχίζονται σε κοινούς παρονομαστές, μικρές δηλαδή ακολουθίες σκέψης, και μάλιστα με ηρωίδα την Έλλη, ένα alter ego της ίδιας της εβδομηνταεξάχρονης συγγραφέως. Κυριαρχεί ο λιτός τόνος που εστιάζει στην αίσθηση των γηρατειών, ο ακαριαίος παλμός που κοιτά τον θάνατο, ο σαρκασμός μιας ζωής που ολοκληρώνεται, χωρίς μελοδραματισμούς ή πανικό.
Η συλλογή κάνει έναν μεγάλο κύκλο, αφού ξεκινά με «επιγήραια» επιγράμματα, επιγράμματα, δηλαδή, όπως αυτά που γράφανε οι αρχαίοι (επιτύμβια, ερωτικά, σατιρικά, αφιερωματικά, επιδεικτικά), επιγράμματα για τη φιλοσοφία του θανάτου· και ολοκληρώνεται με ένα μικροδιήγημα που πάλι αναφέρεται στον θάνατο μιας ογδοντάχρονης. Έχουμε, λοιπόν, μικρές ιστορίες για τα προχωρημένα –ήντα, που διατηρούν τον καθημερινό τόνο και ταυτόχρονα αποτελούν μικρές θυμοσοφικές μπουκιές.
Τα περισσότερα από τα μικροδιηγήματα είναι πολύ πετυχημένα και πρέπει να προσεχτούν. Άλλα, όμως, καταγράφουν απλώς εμπειρίες και βιώματα, που μένουν ανενεργά ως δυνατότητες που θα τις πραγμάτωναν αν ανοίγονταν σε ευρύτερους προβληματισμούς ή κραδασμούς.
Μια άλλη δέσμη θεμάτων αφορά στη μετανάστευση. Μικρές ιστορίες αλλοδαπών και πώς αυτοί εγκλιματίζονται μέσα στη νέα πατρίδα, πώς η δική τους κουλτούρα ακαριαία χτυπά, διαλέγεται ή απλώς εφάπτεται με την εγχώρια, όπως δυο τεκτονικές πλάκες που συγκρούονται, άλλοτε με ισχυρούς σεισμούς κι άλλοτε απλώς με ασυναίσθητες δονήσεις. Οι έννοιες «πατρίδα», «πολιτισμός», «διαπολιτισμικότητα» και «ταυτότητα» στίζουν πολλά από τα μικροκείμενα και καρφιτσώνουν τον προβληματισμό, σαν ποστ στο ψυγείο, πάνω στη σελίδα της ανάγνωσης.
![]() |
Η Μαρία Στασινοπούλου γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1945. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ασχολείται με τη μελέτη και την κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κείμενά της δημοσιεύονται συστηματικά στον ημερήσιο, περιοδικό και ηλεκτρονικό τύπο στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Έχει εκδώσει: "Χρονολόγιο-Εργοβιογραφία Γιώργου Σεφέρη" (Μεταίχμιο, 2000, 2002), "Πίσω από τις γραμμές" (Σελίδες κριτικής, University Studio Press, 2005) και τα βιβλία πεζογραφίας "Κυρία, με θυμάστε;" (αφηγήματα, Κίχλη 2010) και "Χαμηλή βλάστηση: Θάμνοι πόες και μπονσάι" (πεζογραφήματα, Κίχλη, 2018). Έχει επιμεληθεί, μεταξύ άλλων, την τρίτομη έκδοση του "Κοινού Λόγου" της Έλλης Παπαδημητρίου (Ερμής, 2003) και τον δεύτερο τόμο της "Αλληλογραφίας Γιώργου και Μαρώς Σεφέρη" (Ίκαρος, 2005) |
Τα περισσότερα από τα μικροδιηγήματα είναι πολύ πετυχημένα και πρέπει να προσεχτούν. Άλλα, όμως, καταγράφουν απλώς εμπειρίες και βιώματα, που μένουν ανενεργά ως δυνατότητες που θα τις πραγμάτωναν αν ανοίγονταν σε ευρύτερους προβληματισμούς ή κραδασμούς. Ωστόσο, το σύνολο κρίνεται υπερικανοποιητικό, επειδή η συγγραφέας καταφέρνει να κλείσει μέσα στο μικρό όχι μόνο το καθημερινό και τη φιλοσοφία του, αλλά και την ευρύτερη ανθρώπινη ψυχολογία.
Διακειμενικοί κυματισμοί στα μικροδιηγήματα του Κώστα Πούλου
Τα διηγήματα του Κώστα Πούλου, από την άλλη, διακρίνονται για την παιγνιώδη ματιά του, ακόμα και σε θέματα τα οποία έχουν μέσα στο κέλυφός τους σοβαρά και δραματικά χαρακτηριστικά. Μέσα στον λόγο τους βλέπω τον συγγραφέα να κοιτάζει τον κόσμο πίσω από ένα ανάλαφρο μειδίαμα, με μια λοξή ματιά, σε ένα λογοτεχνικό παιχνίδι. Μπόρχες, Oulipo, ελληνική θυμηδία, διακειμενικοι κυματισμοί.
Ενδεικτικά γι’ αυτό το πνεύμα είναι τα πρώτα τέσσερα διηγήματα. Η γιαγιά μεγαλώνει την εγγονή, επειδή σκοτώθηκαν οι γονείς, και περιμένει την ώρα της, αλλά τα πράγματα έρχονται αντίστροφα: η εγγονή πεθαίνει πρώτη («Το ασημένιο πλαίσιο»)· ο αφηγητής έχει πάρει ένα σημείωμα που άφησε ο αυτόχειρας πατέρας του, ετοιμάζει κι ο ίδιος την αυτοκτονία του, αλλά τελευταία στιγμή τα πράγματα ματαιώνονται («Το νόημα»)· η αφηγήτρια παίζει με την έννοια του ποτού που σκοτώνει αφού η ίδια είναι... ποτήρι («Γιούλα»)· ο αφηγητής αρέσκεται να παίζει με το κατοικίδιό του, ώσπου αυτό τον παρατάει μαζί με τη σύντροφό του στην εξοχή, όπου γεννούν πέντε κουταβάκια («Κατοικίδια»).
Κύριο γνώρισμά τους είναι η ανατροπή των φυσιολογικών δεδομένων, τα οποία μέσα στο λογοτεχνικό μικροσύμπαν αναποδογυρίζονται, τραγικά ή κωμικά. Η νομοτέλεια της ηλικιακής σειράς ως προς τον θάνατο δεν τηρείται πάντα κι οι άνθρωποι δεν είναι σίγουροι για όσα η λογική της βιολογίας υπαγορεύει. Αφετέρου, η ιστορία κάνει κύκλους, λειτουργεί σε σπειροειδείς πορείες, όχι όμως με παρόμοιες επαναλήψεις αλλά με αιφνίδιες αλλαγές: ο γιος ακολουθεί μέχρις ενός σημείου την πορεία του πατέρα, ευτυχώς σε μια αποτυχημένη μίμηση. Τέλος, η αφήγηση επαμφοτερίζει ανάμεσα στον άνθρωπο και σε κάτι άλλο, αφού μπορεί να μιλάει ένα ποτήρι ή ένας σκύλος, οι οποίοι φέρονται σαν άνθρωποι και συμπεριφέρονται στους ανθρώπους σαν... κατοικίδια.
Τα διηγήματα του Κώστα Πούλου, από την άλλη, διακρίνονται για την παιγνιώδη ματιά του, ακόμα και σε θέματα τα οποία έχουν μέσα στο κέλυφός τους σοβαρά και δραματικά χαρακτηριστικά.
Ανάλογες εσωτερικές συγκρούσεις, αντιθέσεις, καμπές και ελιγμούς βλέπουμε σε μια σειρά άλλων διηγημάτων, που αξίζει να διαβαστούν δύο φορές, επειδή παίζουν με την αφήγηση, με τα συναισθήματα, τη μοίρα, την απρόβλεπτη ζωή. Μόνο στο όνειρό του ο ήρωας προχωρά στην κόκκινη πίστα στο παιχνίδι πάκμαν («Μπανάνες»), αντί για λαούτο, όπως περίμενε ο μουσικός πατέρας του, ο μικρός μαθαίνει φλάουτο («Φι»), ο θάνατος είναι το ύστατο επιχείρημα περί αθανασίας («Επιχείρημα»), η επίσκεψη στο Τείχος Δυμαίων φέρνει δίπλα του κάποιον άγνωστο, ίσως τον Ηρακλή ως φάσμα («Σαράντα βαθμοί κελσίου»), το καλοκαίρι ο άστεγος κάθεται στην παραλία και χαζεύει, αλλά τον χειμώνα το κρύο τον σκοτώνει («Το καλοκαίρι είναι πιο καλά»), η παλιά κουζίνα κοιτάζει με τα μάτια της σαν το κουνέλι που το σφάζουν («Γουρούνα και κουζίνες»), η παραλία στον Σκαραμαγκά προκαλεί την αίσθηση του κενού, με τα σκουπίδια και τους μίζερους ανθρώπους που συχνάζουν εκεί («Καμιά ανωμαλία»), ο ενήλικος δεν μπορεί να αποστομώσει τους μικρούς γιατί δεν ξέρει τι είναι το BMX («ΜπιΕμΕξ»).
![]() |
Γεννήθηκε στον Ελικώνα της Βοιωτίας. Σπούδασε φιλολογία στα πανεπιστήμια Αθηνών, Wurzburg και Μονάχου και υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός σε γυμνάσια και λύκεια, ημερήσια και εσπερινά, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει γράψει, μεταφράσει και διασκευάσει πλήθος βιβλίων για μεγάλους και κυρίως για παιδιά σε συνεργασία με πολλούς εκδοτικούς οίκους (Λιβάνης, Μπουκουμάνης, Το Ροδακιό, Παπαδόπουλος, Μεταίχμιο). Επίσης έχει ασχοληθεί με αναγνώσεις, επιμέλειες και κριτικές/παρουσιάσεις βιβλίων σε περιοδικά και εφημερίδες. Έργα του έχουν μεταφραστεί και έχουν παρασταθεί στο θέατρο. |
Ο Κώστας Πούλος παρουσιάζει τη ζωή μέσα από το απροσδόκητο πλέγμα των τραγελαφικών της εικόνων. Φαινομενικά το πεδίο είναι ναρκοθετημένο, καθώς ο θάνατος, η ηλικία, η σκληρή πραγματικότητα, η έλλειψη εστίας, η απώλεια είναι πανταχού παρόντα. Αλλά η λογοτεχνία, σαν ένα ποτήρι κρασί, χωρίς να εθελοτυφλεί μπροστά σε όλα αυτά, τα επανασυστήνει σε δύο επίπεδα σκέψης: το πρώτο σαγηνεύει με τη θυμηδία, την ανατροπή, την απρόσμενη σύντηξη των οριζόντων, ενώ το δεύτερο –σε αγαστή αρμονία με το πρώτο– παραπέμπει στη γλυκόπικρη γεύση των καταστάσεων που δεν είναι δυνατόν να μπουν στα καλούπια της μικρόνοης λογικής μας.
Διαβάζοντας τέτοια βιβλία, αντιλαμβάνεσαι για άλλη μια φορά την εκρηκτική δύναμη του διηγήματος. Σε λίγες παραγράφους ή σελίδες η μικρή φόρμα σε ανεβάζει σαν τρενάκι του λούνα παρκ στο υψηλότερο σημείο της διαδρομής και απότομα σε αφήνει να γλιστρήσεις στα τάρταρα της ψυχής και της ζωής. Αυτός ο ίλιγγος, παιγνιώδης και σοκαριστικός μαζί, είναι το κέρδος της ανάγνωσης, είναι η μαγεία του πρίσματος που λέγεται λογοτεχνία.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο
ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΙΧΛΗ 2021
Σελ. 118, τιμή εκδότη €10,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
Αμφίβια τέρατα
Κώστας Πούλος
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2021
Σελ. 160, τιμή εκδότη €12,20
Αποσπάσματα από τα βιβλία
«Η φίλη μου η Ερατώ έκλεισε πριν από λίγες μέρες τα εβδομήντα. Έξαλλη γίνεται κάθε φορά που ακούει ότι γεράσαμε ή γερνάμε. “Δεν γερνάμε, μεγαλώνουμε”, λέει προσπαθώντας να παρηγορηθεί. Πάντα έβρισκε τον τρόπο να παραμυθιάζεται. Και έρχεται η φωνή της νηφάλιας Χαρούλας, για να την προσγειώσει: “Ερατώ μου, τα παιδιά μεγαλώνουν, εμείς απλώς γερνάμε”».
Μαρία Στασινοπούλου, «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο»
«Ο Αλέκος με τον Ηρακλή, τον κατασκευαστή του κυκλώπειου τμήματος, κατηφόριζαν το μονοπάτι κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα. Ο φύλακας με τα γυαλιά έριξε μια ματιά προς το μέρος τους. Έπειτα γύρισε στον ψηλό, που είχε μόλις κερδίσει και τη δεύτερη παρτίδα.
“Ρε συ, αυτός ο δεύτερος πότε μπήκε;”»
Κώστας Πούλος, «Αμφίβια τέρατα»