
Για το μυθιστόρημα της Μαρίλης Μαργωμένου «Το θηρίο βγήκε βόλτα» (εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Ο Bryan Cranston από τη σειρά “Breaking Bad”.
Tου Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η παρωδία, το χιούμορ, η σάτιρα, το κωμικό, η φάρσα, το καρναβαλικό στοιχείο ήταν πάντα στον πυρήνα του μυθιστορήματος, έστω κι αν αυτή η πλευρά του δεν τονιζόταν παλιότερα επαρκώς. Στην Ελλάδα, ενώ έχουμε πολλά δείγματα ευτράπελης αφήγησης, που θέλει ενίοτε να είναι κριτική, η κατασκευή μυθοπλασίας με το κατάλληλο κωμικό υπόστρωμα δεν έχει αναδείξει ως τώρα πολύ υψηλά δείγματα. Αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή οι Έλληνες πεζογράφοι δυσκολεύονται να δομήσουν έναν στιβαρό άξονα σύνθεσης στον οποίο τα υλικά θα είναι μεν σατιρικά, χωρίς όμως να ξεπέφτουν στο επίπεδο της φάρσας.
Στο πρώτο της πολυσέλιδο βιβλίο η δημοσιογράφος Μαρίλη Μαργωμένου κινείται ανάμεσα στα ζεστά και τα κρύα ρεύματα της ζωής, εστιάζοντας στον χώρο της φυλακής. Η αρχή δεν προδικάζει κωμικές καταστάσεις, αλλά γρήγορα ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι το σκηνικό, τα επεισόδια, οι χαρακτήρες, η παρωδία των συμβάσεων, η εξέλιξη των γεγονότων μετατρέπει τον εγκλεισμό του πρώην δημοσιογράφου Βύρωνα Σερέτη σε μια ιλαρή απόδοση της τραγελαφικότητας της σύγχρονης κοινωνίας. Το ανάλογο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη Υπουργός νύχτας (Πατάκης, 2016) αξιοποιεί πάλι τον υπόκοσμο και τις υπερβολές της νύχτας, για να αναδείξει την Ελλάδα ως χώρα της λωβιτούρας, της διαφθοράς και του αρριβισμού. Η Μαργωμένου διαφέρει στο ότι τα φαρσικά επεισόδιά της είναι πιο στενά ενταγμένα στην υπόθεση και υπηρετούν τον στόχο της, που είναι η πορεία ενός μέσου πολίτη, ο οποίος βρέθηκε στη φυλακή χωρίς να έχει προγραμματίσει τον φόνο, και εξελίσσεται σε ενδημικό είδος που προσαρμόζεται και αναρριχάται για να επιβιώσει.
Η γλώσσα της Μαρίλης Μαργωμένου είναι άρτια, όχι τόσο σε καλλιέπεια (ποιος νοιάζεται πια;), όσο στην καταλληλότητά της ως προς τα πρόσωπα που μιλούν και σκέφτονται. Έτσι, η αργκό της φυλακής συνδυάζεται με τη μαγκιά των τροφίμων, ενώ οι διάλογοι είναι άκρως ρεαλιστικοί και θεατρικά πρόσφοροι, ενταγμένοι στο περιρρέον κλίμα και διαποτισμένοι με την αύρα της συγκεκριμένης ιδιολέκτου.
Τα επεισόδια, βέβαια, είναι συχνά υπερβολικά, μερικά είναι ακραία και αφύσικα, αλλά πρέπει να τα εκτιμήσουμε στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης υπερβολής, ώστε οι σκηνές να χαραχτούν στο μυαλό του αναγνώστη ως σατιρικές. Επιπλέον, η ιστορία δεν παύει να εξελίσσεται, χωρίς τα ευτράπελα συστατικά να καταντούν χοντροκομμένα προσκόμματα. Ο Βύρων Σερέτης επιβώνει, παρόλο που είναι άβγαλτος, κάνει συμμαχίες σαν άλλος Φόρεστ Γκαμπ, αλλά και με τη δική του ευελιξια και προσαρμοστικότητα, κερδίζει πόντους μέσα στη φυλακή, τόσο δίπλα στον αρχιμαφιόζο Χόφα όσο κι εκ μέρους του διευθυντή της Επιφάνιου. Η γλώσσα της Μαρίλης Μαργωμένου είναι άρτια, όχι τόσο σε καλλιέπεια (ποιος νοιάζεται πια;), όσο στην καταλληλότητά της ως προς τα πρόσωπα που μιλούν και σκέφτονται. Έτσι, η αργκό της φυλακής συνδυάζεται με τη μαγκιά των τροφίμων, ενώ οι διάλογοι είναι άκρως ρεαλιστικοί και θεατρικά πρόσφοροι, ενταγμένοι στο περιρρέον κλίμα και διαποτισμένοι με την αύρα της συγκεκριμένης ιδιολέκτου.
Στην Αγιογραφία (Πόλις, 2003) ο Νίκος Παναγιωτόπουλος σκιαγραφεί πολύ έξυπνα πώς χτίζεται ένας μύθος: πώς ένας απλός άνθρωπος γίνεται Άγιος στα μάτια της τοπικής κοινότητας. Ανάλογα στο Θηρίο βγήκε βόλτα το απλό μέλος μιας μικρομεσαίας συμμορίας, η οποία έχει αναγάγει σε αρχηγό τον ανύπαρκτο Ελληνοαμερικάνο Χόφα, γίνεται το ίδιο ο μύθος και παίρνει πάνω του όλες τις θρυλικές ιδιότητες του ομώνυμου αλλά ανυπόστατου αρχιμαφιόζου. Στο ίδιο μοτίβο, ο στην αρχή φοβισμένος Σερέτης αλλάζει δέρμα φιδιού, εκμεταλλεύεται τις συγκυρίες, χειραγωγεί μέσα στην εκδίκησή του τις καταστάσεις και μεταμφιέζεται στο θηρίο που βλέπουν οι άλλοι σ’ αυτόν.
Είμαστε οι πολλαπλοί εαυτοί μας, οι δυνάμει εαυτοί μας, που τυχαίες περιστάσεις ή ευφυείς ελιγμοί τούς βγάζουν έξω, κι έτσι επανασυστηνόμαστε στον κόσμο ως τον θρύλο, που δεν ξέραμε καν ότι είμαστε.
Τον μύθο του ο άνθρωπος τον χτίζει, εκούσια ή ακούσια, κι έπειτα οφείλει να κινηθεί βάσει αυτού. Η ταυτότητά του δεν είναι ό,τι ως τώρα έχει επιδείξει, αλλά και πολλά άλλα ρούχα που ίσως δεν συνειδητοποιεί καν ότι διαθέτει, ρούχα που βγαίνουν, άλλοτε μόνα τους κι άλλοτε με τους κατάλληλους χειρισμούς, με αποτέλεσμα ο πάλαι ποτέ φιλήσυχος δημοσιογράφος να μετατρέπεται σε αρχηγέτη της φυλακής, ο μέσος άνθρωπος σε ανήμερο θηρίο. Είμαστε οι πολλαπλοί εαυτοί μας, οι δυνάμει εαυτοί μας, που τυχαίες περιστάσεις ή ευφυείς ελιγμοί τούς βγάζουν έξω, κι έτσι επανασυστηνόμαστε στον κόσμο ως τον θρύλο, που δεν ξέραμε καν ότι είμαστε.
Διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα που προκαλεί θυμηδία· αλλά συνάμα η εξέλιξη της ιστορίας ολοκληρώνει μια ζωή που ξεκινά από τον μέσο όρο και καταλήγει σε μια μεταξοσκωλική μετουσίωση, ποτισμένη από τον αχό της φυλακής, το χιούμορ της υπερβολής και την ευτράπελη υποβλητικότητα της γραφής.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Το θηρίο βγήκε βόλτα
ΜΑΡΙΛΗ ΜΑΡΓΩΜΕΝΟΥ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2021
Σελ. 514, τιμή εκδότη €20,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Γιατί με λες μούργο, ρε φίλε; Βύρωνα με λένε».
Ο ψηλός πλάγιασε το κεφάλι σαν σκύλος.
«Ναι, ε; Και για πες, Βυρωνάκο, έχεις κοιταχτεί καθόλου στον καθρέφτη τελευταία; Γιατί όπως σε βλέπω, η μούρη σου, Βυρωνάκο, πιο πολύ μοιάζει με μουσούδα. Οπότε εσύ τι είσαι; Είσαι μούργος, Βυρωνάκο!»
«Αν το πάμε έτσι, τότε εσύ είσαι σολομός!»
Ένας Θεός ξέρει τι μ’ έπιασε και το ξεστόμισα. Ο τύπος με κάρφωσε ίσια στα μάτια.
«Τι είμαι;» είπε.
Πάλι καλά που τα χέρια του ήταν δεμένα στο κάγκελο.
«Σολομός», ψέλλισα.
Ένιωσα το αίμα να φεύγει απ’ τις φλέβες μου, να ψάχνει για πιο ασφαλές μέρος να κρυφτεί. Ο ψηλός άνοιξε το στόμα του. Θα με δαγκώσει, σκέφτηκα, αλλά αυτός άρχισε να γελάει τρανταχτά.