Για τον συγκεντρωτικό τόμο με τα πεζά κείμενα του Βασίλη Αμανατίδη «Πλαγκτόν – Οι ιστορίες» (εκδ. Νεφέλη). Κεντρική εικόνα: Κεφάλι μέδουσας από την έκθεση του M.E.T. © «Από την Ασσυρία στην Ιβηρική στην αυγή της Κλασικής Εποχής» (Σεπτέμβριος 2014 – Ιανουάριος 2015).
Του Κωνσταντίνου Ματσούκα
«Έσβησα το πορτατίφ. Έβαλα τις παντόφλες μου και βγήκα στο μπαλκόνι. “Είχαμε μπαλκόνι τελικά;…” είπα μέσα μου».
Ένας συγκεντρωτικός τόμος από τα διηγήματα δύο συλλογών, Ο Σκύλος της Χάρυβδης (2008) και Μη με φας (2005), συν επτά αδημοσίευτες ιστορίες. Γλωσσικές μικροκατασκευές με άξονα την παρέκκλιση, που τις διακρίνει η επινοητικότητα, η προφορικότητα και μια νέα τόλμη στη διαχείριση του αφηγηματικού εγχειρήματος. (Ο Αμανατίδης δεν κτίζει χαρακτήρες αλλά, μάλλον, στιγμιότυπα ψυχισμού).
Η παρέκκλιση, σε όλη της την γκάμα, είναι προφανής πόλος έλξης στην θεματολογία του Πλαγκτόν: Στο «Σιαμαίοι στη Ζούγκλα» η αγάπη είναι μια διαχωριστική λεπίδα. Στο «Το κορίτσι μας μιλάει στο θείο», ένας άνδρας σε αναπηρικό καροτσάκι είναι δέσμιος της ανηψιάς του, προέφηβης «με ειδικές ανάγκες» (αν και είναι μάλλον στον Θεό όπου εκείνη απευθύνει τον αγουροξυπνημένο ερωτισμό της.) Στον φουτουριστικό, burlesque μονόλογο «Roman Dick ή Καουτσούκ», (ισάξιο ενός Κ. Βόνεγκατ) η Θεοτόκος παρουσιάζεται ως cyborg σε reality show…
Δυσμορφία, διασάλευση, διάρρηξη ορίων, διαταραχή... οι παράμετροι του «φυσιολογικού» εξαρθρώνονται με την μεθοδικότητα μικρού παιδιού που διαμελίζει ακρίδα (ή και το αντίστροφο). Αυτό συμβαίνει τόσο σε μορφολογικό επίπεδο όσο και σε ηθικό. Σε πολλές περιπτώσεις, οι «χαρακτήρες» μακράν απέχουν από την αρτιμέλεια (σωματική/ψυχική), όπως συμβαίνει κυριολεκτικά και μεταφορικά στο «Το κλάμα (τους)». Αλλού πάλι δείχνουν να μην έχουν διδαχθεί τις συμβάσεις της αμοιβαιότητας. Δανείζονται απλώς τις φόρμες της για να εκδραματίσουν τη δική τους ιδιότυπη κατανόηση («Μινιόν», «Μπάρμπι Τάφος»). Είναι, λένε και πράττουν με την αμοραλιστική αθωότητα τεράτων («Ζωολογικός Κήπος»).
«Θα ευχόμουν το βιβλίο αυτό να δημιουργήσει στον αναγνώστη ένα μείγμα έκπληξης, τρόμου και απόλαυσης» γράφει ο Αμανατίδης στο επίμετρο. Και όντως, στις σελίδες αυτές ενεδρεύει μια διάχυτη ευφροσύνη του τρόμου.
Επιπλέον, υπάρχει μια κατασκευαστική μέριμνα στα περιβάλλοντα («Αστρονομία»), συγκεκριμένες ηδυπαθείς λεπτομέρειες που εντείνουν την εσωτερικότητα και την απόσταση, είτε σε μια υπόγεια τάφρο είτε στο εσωτερικό ενός κρανίου. Χαρακτηριστική η «Αστεία πολυκατοικία» που είναι ντυμένη (απ’ έξω) με τριανταφυλλιά ταπετσαρία. «Θα ευχόμουν το βιβλίο αυτό να δημιουργήσει στον αναγνώστη ένα μείγμα έκπληξης, τρόμου και απόλαυσης» γράφει ο Αμανατίδης στο επίμετρο. Και όντως, στις σελίδες αυτές ενεδρεύει μια διάχυτη ευφροσύνη του τρόμου.
Το λακανικό corps morcelé, η ασυνείδητη μνήμη του ασυντόνιστου, διαμελισμένου σώματος επιστρέφει ξανά και ξανά στο χειρουργικό φαντασιακό του βιβλίου. Αυτό που στην καθημερινότητα είναι πηγή άγχους, αρδεύει την λογοτεχνική frisson. Μια ψυχαναλυτική ανάγνωση των δεινών απολαύσεων του Πλαγκτόν ίσως εντόπιζε εδώ την συμπτωματολογία ενός πένθους. Όταν η διεκδίκηση από το αντικείμενο που χάθηκε επιμένει, έχουμε την παραπτωματική συμπεριφορά που δηλώνει ότι θα πάρω αυτό που θέλω, το δικαιούμαι έστω και αν η πραγματικότητα συνωμότησε για να μου το στερήσει. Η ίδια εξίσωση αλλιώς: το μέγεθος της απώλειας που έχω υποστεί, με καθιστά εξαιρετέο από τον νόμο. (Νήμα σκέψης που ακολουθώντας το, προσεγγίζουμε το πρόταγμα της τραγωδίας κατά τον Γ. Χειμωνά: να βρεθεί τρόπος να αναπαυθεί ο ήρωας εν μέσω της συντριβής του).
Ίσως αυτά τα σχόλια να είναι υπερβολικά κανονιστικά, και σίγουρα ανεπαρκή χωρίς μνεία της γλωσσικής δεξιοτεχνίας διηγημάτων όπως το «Φάντασμα»: οκτώ σελίδες διαλόγου στην διάρκεια των οποίων, ο ένας συνομιλητής σιγεί απολύτως! Εν γένει οι ιστορίες είναι (σαν) κατασκευαστικά στοιχήματα που καλύπτουν μια μεγάλη, παιγνιώδη γκάμα: από μια έκθεση ιδεών («Περί Ελεφάντων και Ανθρώπων») μέχρι ένα διήγημα-εικονογράφηση παροιμίας («Χαμογέλα πάλι στον φακό γλυκειά μου») μέχρι ένα βίντεο-ποστάλ («Το Μαλλί της Γριάς»). «Το κομμένο πόδι» ανήκει σε μια εντελώς δική του κατηγορία: «αναστοχαστικού παραληρήματος;». Επιπλέον, αρκετά από τα διηγήματα είναι ουροβορικά, με το τέλος να επιστρέφει και να συμπίπτει με την αρχή τους, μ’ έναν τρόπο επανεκκινώντας τα.
Άλλη χαρακτηριστική στρατηγική του Αμανατίδη είναι να μας υπενθυμίζει με πλείστους όσους τρόπους ότι βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα γλωσσικό παιχνίδι σε εξέλιξη. Δεν φείδεται της δευτεροπρόσωπης αφήγησης, καθιστώντας τον αναγνώστη συνεργό του, και στο ευφάνταστο «Ψαλίδι», τον συμπεριλαμβάνει στο cast των χαρακτήρων του. «Εσύ [τον βλέπεις] ως κάποιον που αγνοώ». Αντίστοιχα, το συγγραφικό εγώ παρεισφρέει απροκάλυπτα στο κείμενο: «Πάμε, λοιπόν, παρακάτω με μερικές κοφτές και αρκετά μελοδραματικές φράσεις». Αλλού: «Είμαστε εδώ και ώρα όρθιοι κι έτσι θα παραμείνουμε ως το τέλος, κάτι που λέγεται ορθοστασία και πολλή δουλειά για να γραφτεί ένα διήγημα». Ενισχύεται, λοιπόν, σε κάθε ευκαιρία η ψευδαίσθηση του κείμενου ως συμβάν που ενεργοποιείται στον παρόντα χρόνο από την ανάγνωση («αυτή τη στιγμή που σας μιλώ», «τώρα λοιπόν ανακοινώνω»).
Καθομολογία του συγγραφέα, η σκευή των διηγημάτων του έχει υλικά κοινά με τα όνειρα: «εύθραυστα, εύφλεκτα, δίχως αρχή και τέλος» – αυτά, αρέσκεται να τα εξωθεί στα άκρα για να δοκιμάσει την αντοχή τους («Παπάκι», «Το κομμένο πόδι»). Προκρίνοντας την ωμότητα και το παράδοξο, το ευμετάβλητο των μορφών, κι έναν προ-οιδιπόδειο αμοραλισμό στα γλωσσικά παιχνίδια που κατασκευάζει, ο Αμανατίδης μας εισάγει σ’ έναν sui generis, συγγραφικό «Κήπο επίγειων απολαύσεων». Η συνολική επίγευση του βιβλίου, πάντως, αφορά μάλλον την γλωσσική του ενάργεια, παρά την παρέλαση από τα απροσδόκητα πλάσματα που κατοικούν εκεί.
* Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.