Για τη συλλογή διηγημάτων της Άννας Γρίβα «Τα ζώα θεοί» (εκδ. Κίχλη). Φωτογραφίες: Sinitta Leunen (αριστερά) & Oleg Magni (δεξιά) © pexels
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Αυτά τα διηγήματα της Άννας Γρίβα, είκοσι ένα συνολικά, νιώθω ότι ισορροπούν σ’ ένα σύνορο, κλίνοντας πότε αποδώ, πότε αποκεί. Από τη μια είναι τα διηγήματα «του τόπου και των ανθρώπων», ιστορίες ιδωμένες ως επί το πλείστον μέσ’ από τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού – ενός κοριτσιού που αναζητεί την «άλλη γλώσσα» που ’χουν οι μεγάλοι ειδικά για τις κηδείες, στο διήγημα «Άλλη άλλη γλώσσα»· που τρέφεται μ’ αέρα κι όνειρα στο «Θρεπτικό αεράκι», ή αναθυμάται μια παιδική φίλη που μαζί της συναντιόταν σ’ ένα νεκροταφείο στο διήγημα «Albina», ή πνίγεται όταν ένα βίαιο αγόρι της κάνει πατητή στα «Ουράνια σώματα», ή στο «Υπογείως» λέει πώς ο παππούς της θυμόταν που αυτός και η μάνα του και οι αδερφές του είχαν καταφύγει σ’ ένα νεκροταφείο (ξανά!) για να γλιτώσουν απ’ τους τσέτες…
Η γραφή της Γρίβα, απαλή, σταθερή και με κάτι θλιμμένο πάντα, ακολουθεί τα βήματα αυτού του κοριτσιού και χρωματίζει τις απλές του φράσεις με ποιητικές πινελιές· όπως, στο διήγημα «Τετράπλευρο», για ένα ρημαγμένο σπίτι κι ένα χωριό που οι κάτοικοι, γυρνώντας από την Ουγγαρία, το Ουζμπεκιστάν, τη Ρουμανία και την Πολωνία, ήταν πια ξένοι στον τόπο τους:
«Κάποτε εδώ υπήρχε το κοτέτσι της γιαγιάς· έμπαινα να πάρω αυγά κι έβαζα τα γέλια έτσι όπως με τσιμπούσαν τα κοτόπουλα. Ύστερα τη χάζευα να τηγανίζει. Ο κρόκος που άνοιγε ήταν πορτοκαλής κι ολοστρόγγυλος, ίσως το μόνο πράγμα που έμοιαζε κάπως με ήλιο σε αυτό το σκοτεινό χωριό».
– ή όπως στο «Αίμα γλυκό», για μια παιδική συντροφιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια, που το ’να είναι επιληπτικό:
«Το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής το έχουν φτιάξει ίδιο με της Σμύρνης, για να θυμίζει έναν όρθιο νεκρό και να φοβόμαστε τον χρόνο, που έχει βροντερή φωνή και στόμα γεμάτο φλόγες».
Κι από την άλλη κάποια, λιγότερα διηγήματα, είναι πιο ψυχαναλυτικά και γριφώδη κάποτε, πιο προσωπικά (αν και τούτο το σύνορο όπου βηματίζει το κορίτσι είναι διαπερατό, μια μεμβράνη φτιαγμένη από δέρμα και ψυχή, κι ό,τι υπάρχει από τη μια μεριά διαχέεται κι από την άλλη: τα ξένα αφηγημένα βιώματα κι ο ευαίσθητος εσωτερικός κοριτσίστικος κόσμος, αυτός των συμβόλων, των «ζώων θεών»).
Στο Ζώα θεοί η Άννα Γρίβα, ερχόμενη από την ποίηση και με πέντε τίτλους στο ενεργητικό της, γράφει μια όμορφη πρώτη συλλογή πεζών.
Στο «Πώς παίρνονται οι ζωές» η αυτοχειρία είναι ένα νήμα που ξετυλίγεται στην ιστορία μιας οικογένειας, έξω απ’ το κορίτσι («εκείθε» του συνόρου): αφηγήσεις για έναν που κρεμάστηκε, έναν που πνίγηκε, έναν που γκρεμίστηκε, έναν που πυροβολήθηκε. Απεναντίας, στο «Καρβουνάκια, λάδια και φιτίλια», από τα πιο μεστά διηγήματα της συλλογής, γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο, η αυτοχειρία είναι «εδώθε» του συνόρου: μια σχεδόν ανεξήγητη ροπή που σπρώχνει μια κοπέλα –μοιάζοντας τρόπον τινά να έχει αποσπαστεί απ’ τον εαυτό της που της είναι ένας ξένος– να αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσει με χάπια στα δεκαεννιά και ξανά μ’ ένα ξυράφι στα είκοσι τρία· μια κοπέλα που όταν ήταν κορίτσι το ένα παράθυρο της παιδικής της κάμαρας έβλεπε σ’ ένα νεκροταφείο (ξανά), κάθε Κυριακή παρακολουθούσε μια γριά να περνάει δίπλα απ’ το μαντρότοιχο και ν’ αφήνει βρεγμένο ψωμί στις γάτες, και τα μαλλιά του (του κοριτσιού) άρχισαν ν’ ασπρίζουν στα δέκα του χρόνια. Εδώ –κι όχι μονάχα εδώ– ο τόνος της αφήγησης θυμίζει λίγο παραμύθι:
«Όταν σου πλύναν το στομάχι και καθάρισες, κοιμήθηκες ξανά για λίγες νύχτες στο παιδικό σου δωμάτιο. Οι γάτες νιαούριζαν νηστικές και ο δρόμος που ανηφόριζε στους τάφους ήταν γεμάτος ανθισμένες νεραντζιές».
«Ύστερα δίνεις βαρύ όρκο: από δω και πέρα το ψωμί θα το κόβεις με τα χέρια και θα αδειάσεις το σπίτι από μαχαίρια και ξυραφάκια – ας μπουν κι αυτά στο ντουλάπι με τα χάπια».
Στο Ζώα θεοί η Άννα Γρίβα, ερχόμενη από την ποίηση και με πέντε τίτλους στο ενεργητικό της, γράφει μια όμορφη πρώτη συλλογή πεζών.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η επιστολική νουβέλα, την οποία συνέγραψε με την Ελένη Κοφτερού, «Άρης» (εκδ. Κίχλη).
Τα ζώα θεοί
ΆΝΝΑ ΓΡΙΒΑ
ΚΙΧΛΗ 2021
Σελ. 72, τιμή εκδότη €9,50
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Σκέφτομαι πως, όταν ο παππούς δεν φοράει τη μασέλα του, είναι τόσο γλυκός. Αθώος. Κρίμα να ξέρω την ιστορία για το τσεκούρι. Τώρα τελευταία πέσανε και τα δόντια του γιου του, πράγμα που τον κάνει να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος απ’ όσο είναι. Σουφρώνει τα χείλη προς τα μέσα και μιλάει σαν ψευδός. Είναι τόσο γλυκός. Αθώος. Κρίμα να ξέρω την ιστορία για το τσεκούρι».
«Μεταξοσκώληκες»