Για τη συλλογή διηγημάτων του Ηλία Λ. Παπαμόσχου «Η μνήμη του ξύλου» (εκδ. Πατάκη).
Του Μιχάλη Πιτένη«Η λίμνη, στιλπνό παλίμψηστο όπου το φως
γράφει και σβήνει τις ηλικίες της πόλης
(αντικατοπτρισμών θνησιγενών επαλληλίες,
ενώσεις επουράνιων και γήινων),
μνημειώνει τη μόνη αιωνιότητα, το παρόν».
Για το παρόν μιλά μέσα απ’ τα είκοσι διηγήματα της νέας συλλογής του ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος. Κι ας κυριαρχούν στις αφηγήσεις του εικόνες του χθες, κοντινού και μακρινού, οι μνήμες των εκλιπόντων, «του πατέρα η σκιά», η μάνα ως «φάσμα, της επιθυμίας και της φαντασίας μου πλάσμα», η ωσεί παρούσα αδερφή, ο Νίκος, ο Γιάννης ο λαχειοπώλης, οι καντηλανάφτες. Όλοι τους δικοί του άνθρωποι, συγγενείς, φίλοι ή απλοί γνωστοί. Όλοι τους κομμάτια του δικού του κόσμου, τους κρατά ζωντανούς με τις λέξεις του αποτρέποντας την αδηφάγα λήθη απ’ το να θρυμματίσει την ανάμνησή τους, να τη σκορπίσει. Όλοι τους παρόντες, διαρκώς και αδιάλειπτα, σε τυχαίες και ανύποπτες στιγμές, σε μια καθημερινότητα του παρόντος γεμάτη απ’ το παρελθόν, χωρίς αυτό να συνεπάγεται και οπισθοδρόμηση, υστέρηση ή καθήλωση. Εξάλλου, όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Παπαμόσχος στο παραπάνω απόσπασμα, το παρόν είναι η μόνη αιωνιότητα! Και στην αιωνιότητα χωράνε οι πάντες. Και τα πάντα. Έμψυχα και άψυχα. Μονιασμένα και αλληλένδετα. Τα ζώα, η φύση, τα αντικείμενα, στοιχεία βασικά και όχι δευτερεύοντα στο σύμπαν του συγγραφέα. Δεν υποκαθιστούν τους ανθρώπους. Τους θυμίζουν, τους συνδέουν μεταξύ τους. Συνυπάρχουν αρμονικά και τόσο ταιριαστά λες και ένα αντικείμενο φτιάχτηκε αποκλειστικά για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ενός και μόνο προσώπου. Όπως το σαπούνι του πατέρα, στο ομώνυμο διήγημα, που χάθηκε μαζί του.
Ανασυνθέτοντας μικρές στιγμές του κοινού τους βίου, φαίνεται σαν να προσπαθεί να τους γνωρίσει καλύτερα, να ανακαλύψει όσα διέλαθαν της προσοχής του τις μέρες που βρισκόταν μαζί τους και η βιασύνη αλλά και η αμεριμνησία της ρέουσας καθημερινότητας δεν του επέτρεψαν να δει.
Υπάρχει όντως πολύ θάνατος στα διηγήματα του Παπαμόσχου, όπως συνέβαινε και στις προηγούμενες συλλογές του. Οι απώλειες των δικών του ανθρώπων που τον έχουν σίγουρα σημαδέψει. Μιλά όμως γι’ αυτές χωρίς να μεμψιμοιρεί, χωρίς να μοιρολογεί. Ανασυνθέτοντας μικρές στιγμές του κοινού τους βίου, φαίνεται σαν να προσπαθεί να τους γνωρίσει καλύτερα, να ανακαλύψει όσα διέλαθαν της προσοχής του τις μέρες που βρισκόταν μαζί τους και η βιασύνη αλλά και η αμεριμνησία της ρέουσας καθημερινότητας δεν του επέτρεψαν να δει. Και το κάνει με τρυφερότητα, με στοργή, σαν να τους έχει δίπλα του και γι’ αυτό αξιοποιεί την ευκαιρία να αναπληρώσει ό,τι δεν μοιράστηκαν, όσα δεν χώρεσαν στον κοινό τους χρόνο.
Με την ίδια τρυφερότητα αλλά και συμπόνια μιλά και για τα ζώα, αλλά και για τα άψυχα. Για τα πουλιά που ο κυνηγός πατέρας έφερνε σπίτι: «Τα θυμάμαι σαν κοιμισμένα ή λιπόθυμα (όσο ήταν ακόμη ζεστά), με το κεφάλι τους πέρα δώθε να κουνιέται, κρεμασμένο, σαν τα ’βγαζε απ’ τον τορβά, κάποια με μια φουσκάλα αίμα απ’ το ράμφος τους πιασμένη, σαν κερασάκι απ’ τον κάτω κόσμο τρυγημένο…». Για τα ξύλα του επερχόμενου χειμώνα: «Η καρότσα σηκώθηκε, χύθηκαν τα ξύλα με πάταγο και μύρισε σφαγμένο δάσος». Όπως και για τα αντικείμενα όταν παρατηρεί το αμάξι του Νίκου: «… παρκαρισμένο στο οικόπεδο που είναι πλάι στο σπίτι του, κολλητά στον τοίχο της οικοδομής σαν να περιμένει να ακούσει τα αγαπημένα βήματα στο κλιμακοστάσιο, σαν υπομονετικό κατοικίδιο…», βήματα που δεν θα ξανακούσει ποτέ.
Ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος γεννήθηκε το 1967 στην Καστοριά. Εργάστηκε ως βιβλιοϋπάλληλος στην Αθήνα και από το 1997 επέστρεψε στη γενέτειρά του –όπου ζει μέχρι σήμερα– και ασχολήθηκε με την οικογενειακή εμπορική επιχείρηση. Και τα έξι βιβλία που έχει γράψει είναι συλλογές διηγημάτων. Για τη συλλογή Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες (Κίχλη, 2015) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας. |
Έχουν ξεκάθαρο τόπο, κι ας μην ονομάζεται, και αυτά τα διηγήματα του Παπαμόσχου, τη γενέθλια πόλη και μόνιμη κατοικία του σήμερα, την Καστοριά. Μια πόλη που της αφιερώνει, κατά την προσωπική μου άποψη, το καλύτερο διήγημα της συλλογής, το «Δίκην Νησίδος». Ακόμα κι αν δεν έχεις πάει ποτέ στην Καστοριά, ο συγγραφέας σε προδιαθέτει για το τι θα δεις με την πρώτη πρόταση της δεύτερης παραγράφου του διηγήματος όπου γράφει «Λώρος ενώνει τη χερσόνησο με το μακεδονικό σώμα, βρέφος σε κρυστάλλινο λίκνο η πόλη», για να σε σεργιανίσει λίγο πιο κάτω στα στενά της δρομάκια όπου συναντάς «Ένα παλιό καλντερίμι, που ασφυκτιά ανάμεσα στις πολυκατοικίες, κρύβει πύλη μυστική, που πλουτίζει το παρόν. Διεύρυνση του παρελθόντος αναπάντεχη και λανθάνουσα σε υποδέχεται στο μέλλον».
Με τον ίδιο τρόπο που πορεύτηκε στις προηγούμενες συλλογές διηγημάτων του πορεύεται και σ’ αυτή ο Παπαμόσχος. Πιστός στις δικές του αρχές και συνεπής στον κόσμο που θέλει να περιγράψει και να εκφράσει. Η γραφή του ισορροπεί πάντα μεταξύ πεζού και ποιητικού λόγου, μαρτυρά τον κόπο και τον χρόνο που δαπανήθηκε στο χτίσιμό της κι όσο κι αν δεν υπάρχουν χτυπητές διαφορές από τα προηγούμενα κείμενά του, μπορείς να δεις την ωρίμασή της, συνέπεια της εργώδους και αδιάλειπτης προσπάθειάς του να την πάει ένα βήμα παραπέρα. Και το καταφέρνει.
Ο Ηλίας Παπαμόσχος εξελίσσεται σκαλίζοντας διαρκώς τη μνήμη μιας μικρής κοινωνίας, φέρνοντας στην επιφάνεια λεπτομέρειες που συνήθως παραμένουν απαρατήρητες και μέσα απ’ αυτές αφηγείται τη μικρή αλλά τόσο πολύτιμη και ανεκτίμητη ιστορία της, την ιστορία των ανθρώπων της.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΤΕΝΗΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μετέωρη γυναίκα» (εκδ. Διάπλαση).
→ Στην κεντρική εικόνα: Έθιμα γάμου από τη Μηλίτσα Καστοριάς.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΑ Λ. ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ