Για το παραβολικό αφήγημα του Δημοσθένη Παπαμάρκου «Εξημέρωση – Νεκρογραφία» (εκδ. Πατάκη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Η γλωσσολαλία, αντιδάνειο από το αγγλικό glossolalia, είναι η εκφορά ακατανόητων φράσεων από κάποιον που περιέρχεται σε θρησκευτική έκσταση. Ένας λόγος πριν από τον λόγο, οι προγλωσσικές πρωτεϊκές ρίζες στη βάση της έλλογης λαλιάς – ο λόγος που μιλά ο βαθύς μύθος με τις φωνές όλων των μυθολογιών, στη ρίζα τους. Και τούτο τον βαθύ μύθο ενσαρκώνει ο πρωτεϊκός μάντης και Πιστός, σε μια σπηλιά μεσοπέλαγα, στην Εξημέρωση του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Το πέλαγος αυτό ορίζεται από δύο πόλεις, τη Μίλητο και τη Σύβαρη. Γράφει ο Ηρόδοτος στην Ερατώ (Βιβλίο Ζ΄, η μετάφραση είναι του Η. Σπυρόπουλου):
«Στους Μιλησίους, που έπαθαν αυτά τα δεινά από τους Πέρσες [οι περισσότεροι άντρες θανατώθηκαν, οι γυναίκες και τα παιδιά πουλήθηκαν κι έγιναν σκλάβοι, και το λατρευτικό κέντρο στα Δίδυμα, ο ναός και το μαντείο, συλήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες], οι Συβαρίτες που, αποδιωγμένοι από την πόλη τους, κατοικούσαν στις πόλεις Λάο και Σκίδρο, δεν ανταπέδωσαν τα ίσα. Δηλαδή, όταν η Σύβαρη κυριεύτηκε από τους Κροτωνιάτες, όλοι οι Μιλήσιοι, από έφηβοι και πάνω, έκοψαν τα μαλλιά της κεφαλής τους και κράτησαν μεγάλο πένθος· γιατί, απ’ όσες πολιτείες μάς είναι γνωστές, αυτές οι δύο συνδέθηκαν με την πιο μεγάλη φιλία ανάμεσά τους. Πολύ διαφορετική όμως ήταν η στάση των Αθηναίων· γιατί οι Αθηναίοι τον πολύ μεγάλο πόνο τους για την άλωση της Μιλήτου τον εκδήλωσαν και με πολλούς άλλους τρόπους αλλά προπάντων μ’ αυτόν: όταν ο Φρύνιχος έγραψε τραγωδία “Μιλήτου Άλωσις” και την παρουσίασε στους δραματικούς αγώνες, τα μάτια όλων των θεατών βούρκωσαν απ’ τα δάκρυα· και τον καταδίκασαν σε πρόστιμο χιλίων δραχμών, γιατί τους θύμισε δικές τους συμφορές, κι έβγαλαν απόφαση κανένας ποτέ να μην παρουσιάσει αυτή την τραγωδία στο θέατρο».
Ο πρωτεϊκός μάντης και Πιστός κάνει στην Εξημέρωση ένα ταξίδι μες στο θάνατο και μέσ’ από τον θάνατο· ένα κρυπτικό ταξίδι που η γλώσσα του είναι η γλωσσολαλία του βαθιού μύθου, με φωνή ανάκατη, δανεισμένη απ’ όλες τις μυθολογίες.
Μεταξύ αυτών των δύο πόλεων με το εκ διαμέτρου αντίθετο ήθος, ο πρωτεϊκός μάντης και Πιστός κάνει στην Εξημέρωση ένα ταξίδι μες στο θάνατο και μέσ’ από τον θάνατο· ένα κρυπτικό ταξίδι που η γλώσσα του είναι η γλωσσολαλία του βαθιού μύθου, με φωνή ανάκατη, δανεισμένη απ’ όλες τις μυθολογίες. Έτσι, συναντά τον μονόφθαλμο θεό που είναι κρεμασμένος από ένα δέντρο (τον Σκανδιναβό Όντιν, από το Ύγκντρασιλ), ή το κεφάλι του διαμελισμένου Ορφέα μέσα σ’ ένα πηγάδι, με χείλη ραμμένα –σαν του άλλου Σκανδιναβού θεού, του Λόκι– με μια χορδή της κιθάρας του· διαβαίνει τις πύλες του Κάτω Κόσμου που είναι κεράτινες σαν των ονείρων, και δεμένος σ’ έναν ιστό, συνάμα Οδυσσέας και Προμηθέας, δανείζεται την ιστορική μορφή του ναυάρχου Κίμωνα (ιστορία και μύθος είναι, εδώ, αφηγήσεις εναλλάξιμες και συμπληρωματικές), που, και νεκρός ακόμα, γίνεται φόβητρο για τους Πέρσες.
«Με αυτόν τον τρόπο, απέδειξαν στην πράξη πως κατανοούσαν τη φύση των νεκρών, γιατί έχοντας ανάγκη το σχήμα του Κίμωνα μου το έδωσαν», λέγεται στην Εξημέρωση. «Αυτό είναι το προνόμιο και η καταδίκη των νεκρών. Να είναι ο καθένας» – και τούτη η φράση, για την αέναη μεταμόρφωση μέσ’ από το θάνατο και μέσα από τον αδερφό του το μύθο, συνοψίζει μ’ έναν τρόπο τούτο το μικρό μα βαθύ βιβλίο.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Μαύρο νερό» (εκδ. Κίχλη).
→ Στην κεντρική εικόνα: Πίνακας του Goya, «Άτροπος (Οι Μοίρες)» 1821-1823
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Σίγα, μάντη. Αλλουνού τον θάνατο διηγείσαι, αλλουνού τον θάνατο φαντάζεσαι. Δεν έχουν θέληση για να βαδίζουν οι νεκροί. Στον Κάτω Κόσμο δεν πλανιέται κανένας πέρα απ’ τον κόσμο των ζωντανών. Μόνο αυτοί βλέπουν τόπους σαν και τους πάνω, γιατί μόνο αυτοί τέρπονται ακόμα με ταξίδια και θεάματα. Ακόμα κι όταν οι λέξεις μπαίνουν στη σωστή σειρά, ο θάνατος παραμένει ανόητος. Το ξέρω. Γιατί με σκέπασε το χιόνι και δεν έχω σχήμα. Με ξέπλυνε η βροχή και δεν έχω σώμα. Με μούσκεψε η πάχνη και δεν έχω πνοή. Έχει περάσει πολύς καιρός που είμαι νεκρή. Πες μου τι ήρθες να ρωτήσεις; Πες μου τι ήρθες να ζητήσεις; Γιατί με αναγκάζεις να περπατήσω αυτόν τον δύσκολο δρόμο;»
Εξημέρωση
Νεκρογραφία
Δημοσθένης Παπαμάρκος
Πατάκης 2020
Σελ. 48, τιμή εκδότη €6,00