Για το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή «Σφερδούκλια στο κεφάλι» (εκδ. Δώμα).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Στον Ουρανό από άλλους τόπους (εκδ. Πατάκη) του Σωτήρη Δημητρίου, τούτο το γάργαρο μνημείο γλώσσας, η εκατοντάχρονη Αλέξω αναθυμάται τα πάθη της ζωής της στην Ήπειρο. Μια αφήγηση, που, όσο κι αν απέχει έτη φωτός από τη σημερινή εποχή, σε αγγίζει με το θάλπος της αυθεντικής εκφοράς του λόγου, τη θυμοσοφία, την αλήθεια και το κοίτασμα του παρελθόντος που έρχεται να νοηματοδοτήσει το παρόν.
Η Αλέξω δεν είναι η μόνη γυναίκα μιας άλλης εποχής της οποίας η ζωή, με το ήθος και την ακρίβεια που την εκμυστηρεύεται, μπορεί να μας αγγίξει. Η Διονυσία, γιαγιά του Βρασίδα Καραλή από την Κρέστενα του Νομού Ηλείας, διαθέτει την ίδια ακριβώς δύναμη να «διαταράξει» το αστικοποιημένο μας σήμερα με τον λόγο της. Εύκολα μπορεί να ξεπέσει ένα τέτοιο βιβλίο (βουτιά σε μια προνεωτερική εποχή) στο φολκλόρ, την ηθογραφία ή σε μια νοσταλγική διάθεση που προσδίδει στο παρελθόν πάντα ένα θετικό πρόσημο, μόνο και μόνο για να καταδείξει πως το σήμερα είναι αβίωτο.
Οι εξωτερικές παρεμβολές
Η αντίσταση σε αυτές τις ευκολίες είναι η μεταφορά της αφήγησης δίχως περαιτέρω σημειώσεις, δίχως σχολιασμούς, δίχως την εξωτερική παρεμβολή του συγγραφέα που θα έρθει να χρωματίσει κάτι που από μόνο διαλάμπει.
Όπως έπραξε ο Σωτήρης Δημητρίου, έτσι και ο Βρασίδας Καραλής αφήνει τη Διονυσία να πει τα ιστορήματά της. Να μιλήσει για τα δαιμόνια (τους θεούς), τον κακορίζικο Βενιζέλο, τον άντρα της που δεν θέλει να τον βλέπει μπροστά της, τις δύσκολες στιγμές της Κατοχής, τις κακουργίες, αλλά και τις καλοσύνες των ανθρώπων που γνώρισε, τα τελώνια και τους νεκρούς που ορίζουν πάντα τις ημέρες των ζώντων.
Όπως έπραξε ο Σωτήρης Δημητρίου, έτσι και ο Βρασίδας Καραλής αφήνει τη Διονυσία να πει τα ιστορήματά της. Να μιλήσει για τα δαιμόνια (τους θεούς), τον κακορίζικο Βενιζέλο, τον άντρα της που δεν θέλει να τον βλέπει μπροστά της, τις δύσκολες στιγμές της Κατοχής, τις κακουργίες, αλλά και τις καλοσύνες των ανθρώπων που γνώρισε, τα τελώνια και τους νεκρούς που ορίζουν πάντα τις ημέρες των ζώντων.
Πάνω από όλα, να μιλήσει για μια εποχή που για τον εγγονό της είναι ξένη, αλλά για εκείνη έχει δραστική ισχύ, κανοναρχώντας τη ζωής της. Μια ζωή, όμως, που όπως δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου, κινείται πάντα στο μεταίχμιο του εδώ και του επέκεινα.
Ο πάνω και ο κάτω κόσμος
Σφερδούκλια, άλλωστε, είναι οι ασφόδελοι, τα λουλούδια των νεκρών. Σε τούτο το μικρό, πλην μεστό, βιβλίο κυκλοφορούν πολλοί νεκροί μεταξύ των ζωντανών. Μπορεί στον δικό μας, λογοκρατούμενο κόσμο, κάτι τέτοιο να θυμίζει σεκάνς από ταινία τρόμου, για γυναίκες όμως σαν τη Διονυσία που καταδύεται με ευκολία στα βάθη των πραγμάτων του κόσμου (του πάνω και του κάτω), οι νεκροί όχι μόνο δεν φεύγουν ποτέ από κοντά μας, αλλά συνεχώς μας ελέγχουν, μας τιμωρούν ή μας συντροφεύουν.
Η Διονυσία είναι μια γυναίκα που έζησε σε έναν κόσμο που παλλόταν από πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Έζησε στερήσεις, την προέλαση στη Μικρά Ασία (χάνοντας τον αδελφό της), την Κατοχή (το ’43 έχασε τον γιο της), έκανε έναν γάμο που δεν ήθελε, καταπιέστηκε από τα πρέπει της κοινωνίας και τα άλλα που η ίδια όρθωσε στον εαυτό της, δεν κατάφερε να σπουδάσει όπως θα ήθελε και, τελικά, υποτάχθηκε σε μια στενεμένη μοίρα.
Ο Βρασίδας Καραλής (1960) γεννήθηκε στην Κρέστενα. Είναι Καθηγητής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ. Έχει μεταφράσει Βυζαντινούς ιστορικούς και αυστραλιανή λογοτεχνία στα νέα ελληνικά και έχει δημοσιεύσει μελέτες, όπως: Ο Νίκος Καζαντζάκης και το παλίμψηστο της ιστορίας (1994), Για τον Ανδρέα Αγγελάκη (2003), Αναγνώσεις σολωμικών κειμένων (2004). Στα αγγλικά έχει δημοσιεύσει, μεταξύ άλλων, τα: Realism in Greek Cinema (2017), The Cinematic Language of Theo Angelopoulos (2022), Theo Angelopoulos: Filmmaker and Philosopher (2023), και έχει επιμεληθεί συλλογικούς τόμους για τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, τη Χάννα Άρεντ και τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Kυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου (Δώμα) (2023) και Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ (Εκδ. Δύο Δέκα). |
Τυπικό δείγμα
Ένα τυπικό δείγμα γυναίκα εκείνης της περιόδου που μπορεί να φαντάζει εκ πρώτης όψεως αφημένη στους ανέμους της μεγάλης ιστορίας, η ίδια, όμως, διαθέτοντας πηγαία σοφία που δεν χρειάζεται αποδείξεις και ονόματα, καταφέρνει να δώσει νόημα και αξία στη μικρή ζωή της. Η Διονυσία είναι αγράμματη, αλλά όχι απαίδευτη. Ακούει τον «Ρωτόκριτο» και συγκινείται. Ενδιαφέρεται για τη Χαλιμά και τον Ονειροκρίτη. Αυτές είναι οι δικές της γραπτές αναφορές κι ας μην μπορεί να τις διατρέξει μόνη της.
Οι διηγήσεις της, τα ιστορήματά της, όπως λέει η ίδια, δεν έχουν συνοχή, αλλά μοιάζουν με σπαράγματα μιας μνήμης που σαλεύει συνεχώς. Εμπλέκει διαφορετικούς χρόνους, τόπους και πρόσωπα. Ακόμη κι έτσι, το νόημα βγαίνει διότι ο σκοπός της δεν είναι να ορίσει κάτι με φιλολογική ευταξία, αλλά να αφήσει από μέσα της να αναβλύσει το σκούρο νερό του παρελθόντος.
Λέξεις από χώμα
Οι λέξεις της έχουν την ποιητικότητα που περιμένεις. Είναι ζυμωμένες με το νοτισμένο χώμα, τις μυρωδιές των φυτών, τις ανάσες των ζώων, την παγωνιά των τεθνεώτων, τη θλίψη γι’ αυτούς που χάθηκαν και των λίγων αγγιγμάτων χαράς που της έδωσε η ζυγαριά της ζωής.
Ένα τέτοιο κείμενο, λοιπόν, δεν το κρίνεις για τη φιλολογική του αρτιότητα ή για τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ώστε να σχηματοποιηθεί, αλλά για τον τρόπο που εισχωρεί μέσα σου, σε κάνει να αισθανθείς λιγότερο ξένος με κάτι που δεν έζησες και δεν γνώρισες.
Αυτή είναι, άλλωστε, η δύναμη των λέξεων που εκφέρονται αυθεντικά. Κι εδώ υπάρχει μια μορφή αυθεντικότητας που σε σκεπάζει με φροντίδα, ακόμη κι αν περιλαμβάνει τραγωδίες, θανάτους, δυσκολίες και πάθη. Όλα της ζωής είναι, άλλωστε.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Με κάθε αφήγηση άλλαζε λεπτομέρειες. Μόνο τον Βενιζέλο δεν τον συγχώρεσε ποτέ. Πίσσα και φωτιά στο όνομά του μέχρι τέλους. Τα ιστορήματα, όπως τα έλεγε η Διονυσία, δεν σταματούσαν. Τα ξέρω όλα για τη γιαγιά μου, έλεγε. Κι εκείνη απ’ τη γιαγιά της. Τι θες να μάθεις; Για τόπους ή για ανθρώπους; Όλα έχουνε τα ιστορικά τους. Πάνω απ’ όλα οι Έλληνοι.
Οι Έλληνες, γιαγιά, έλεγα.
Ποιοι είναι αυτοί; ρώταγε. Άλλοι ετούτοι άλλοι εκείνοι. Οι Έλληνοι ήτανε γίγαντες και θεριά και δράκοι» (σελ. 15).