
Για το βιβλίο του Κουέντιν Ταραντίνο [Quentin Tarantino] «Κινηματογραφικοί στοχασμοί» (μτφρ. Άρης Σφακιανάκης – Ηρώ Σκάρου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα). Κεντρική εικόνα: © Wikipedia.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Οι «κακές» γλώσσες λένε πως οι πάσης φύσεως δημιουργοί απεχθάνονται τους κριτικούς. Άρα, ποτέ δεν θα ήθελαν να μπουν στη θέση τους, ιδιαιτέρως οικεία βουλήσει. Επίσης, λέγεται πως συνήθως οι κινηματογραφιστές δίνουν με το σταγονόμετρο πληροφορίες για τις καταγωγικές πηγές τους. Ταινίες που τους ανάθρεψαν, σκηνοθέτες που τους μάγεψαν, σκηνές που τους έμειναν αλησμόνητες.
Οι άλλοι, μπορεί, ο Κουέντιν Ταρταντίνο, όχι. Μας είχε προϊδεάσει με το μυθιστόρημα Κάποτε στο Χόλιγουντ (μτφρ. Βαγγέλης Γιαννίσης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα), το οποίο στην ουσία είλναι μια εκτενέστερη εκδοχή του σεναρίου της ομώνυμης, βραβευμένης από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, ταινίας του. Η συγγραφική του δεινότητα σ’ αυτό το βιβλίο δεν γίνεται να αμφισβητηθεί. Μπορεί να ήταν το πρώτο το, εντούτοις δεν θα χαρακτηριζόταν επουδενί πρωτόλειο. Και τούτο διότι προέρχεται από έναν σκηνοθέτη που έχει κατακτήσει το απόλυτα προσωπικό του στιλ είτε είναι πίσω από την κάμερα είτε κάθεται στον υπολογιστή του και γράφει.
Προσωπική κατάθεση
Το νέο του βιβλίο Κινηματογραφικοί στοχασμοί (μτφρ. Άρης Σφακιανάκης – Ηρώ Σκάρου, εκδ. Ελληνικά Γράμματα) είναι μια προσωπική κατάθεση αγάπης για τις ταινίες που τον έπλασαν, που του άρεσαν, που τον έκαναν (εν πολλοίς) αυτόν που είναι τώρα.
Δεν φοβάται να γράψει την άποψή του ευθαρσώς, να αστειευτεί (ναι, υπάρχουν πολλές ατάκες που σκορπούν γάργαρο γέλιο όπως συμβαίνει και με τις ταινίες του), να φανταστεί πώς αλλιώς θα μπορούσαν να γυριστούν κάποιες από τις σημαίνουσες ταινίες του αμερικανικού κινηματογράφου (ειδικά εκείνες που γυρίστηκαν πριν το Χόλιγουντ καταλάβει τα πάντα). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η άποψη που εκφράζει για τον περιώνυμο Ταξιτζή του Μάρτιν Σκορσέζε, ταινία που δεν διστάζει να δηλώσει πως τον έχει μαρκάρει.
Εντούτοις, αυτό δεν τον αποτρέπει από το να είναι αιχμηρός σε σημεία που πιστεύει πως ο Σκορσέζε συμβιβάστηκε με τη συντηρητική άποψη των στούντιο Columbia να μην ακολουθήσει κατά γράμμα το σενάριο του Σρέιντερ. Σε αυτό, τον νταβατζή της 12χρονης (Τζόντι Φόστερ) αρχικά επρόκειτο να τον παίζει ένας μαύρος ηθοποιός (τουλάχιστον έτσι είχε φανταστεί ο Στρέιντερ) και όχι ο Χάρβεϊ Καϊτέλ. Παρεμπιπτόντως, ούτε και ο ΝτεΝίρο ήταν η πρώτη επιλογή (μάλλον προς τον Τζεφ Μπρίτζες όδευε ο ρόλος). Ο, δε, πρώτος σκηνοθέτης που διάβασε το σενάριο ήταν ο Μπράιν Ντε Πάλμα. Και όπως συμβαίνει στη ζωή και στις… ταινίες, τα αρχικά πλάνα πάνε στράφι. Το αποτέλεσμα: ποιος μπορεί να φανταστεί τον «Ταξιτζή» χωρίς αυτούς τους (τελικούς) τρεις; Ακόμη κι έτσι, σημειώνει ο Ταραντίνο, ο Σκορσέζε δεν έπρεπε να δεχθεί τις πιέσεις της Columbia υπό το φόβο ότι οι μαύροι θα προκαλούσαν ταραχές έξω από τους κινηματογράφους.
![]() |
Ο Κουέντιν Τζερόμ Ταραντίνο (γενν. 27 Μαρτίου 1963) είναι Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου. Γεννήθηκε στο Νόξβιλ του Τενεσί. Έγινε γνωστός στην αρχή της δεκαετίας του '90 ως ο μοντέρνος δημιουργός που με τις μη γραμμικές ιστορίες του, αξιομνημόνευτους διαλόγους και ωμή βία, έφερε νέες ιδέες στα συνηθισμένα αρχέτυπα των αμερικανικών ταινιών. Είναι ένας από τους πιο διάσημους σκηνοθέτες που βρίσκονταν πίσω από την επανάσταση του ανεξάρτητου κινηματογράφου της δεκαετίας του '90, |
Αθυρόστομος και συναισθηματικός
Ναι, ο Ταραντίνο άλλοτε είναι αιχμηρός, άλλοτε αθυρόστομος, άλλοτε συναισθηματικά γεμάτος, άλλοτε τα χώνει στο Χόλιγουντ κι άλλοτε ομνύει στους μεγάλους δημιουργούς του παρελθόντος. Ας πούμε, αποτίει πλούσιο φόρο τιμής στο θρίλερ του John Flynn Rolling Thunder που παρουσιάστηκε στη μεγάλη οθόνη το 1977 (η ταινία που, όπως πιστεύει, του έδωσε την «άδεια» να γίνει σκηνοθέτης) και τον Kevin Thomas (μία φορά δεύτερος κριτικός στους Los Angeles Times).
Επίσης, παραχωρεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο στον Floyd Ray Wilson, έναν φανταχτερό μέντορα της παιδικής του ηλικίας και σεναριογράφο που φύτεψε μέσα του τον σπόρο για το Django Unchained του 2012. «Δεν ξέρω πώς πέθανε [Ο Φλόιντ], πού πέθανε ή πού είναι θαμμένος», λέει. «Αλλά ξέρω ότι έπρεπε να τον ευχαριστήσω».
Αν μη τι άλλο, εδώ δεν έχουμε μια απλή σινεφίλ μυθολογία, η οποία θα αποδέχεται τα πάντα από τους πάντες. Ο Ταραντίνο δεν επιδιώκει να γίνει αρεστός, αλλά να μιλήσει από καρδιάς.
Αν μη τι άλλο, εδώ δεν έχουμε μια απλή σινεφίλ μυθολογία, η οποία θα αποδέχεται τα πάντα από τους πάντες. Ο Ταραντίνο δεν επιδιώκει να γίνει αρεστός, αλλά να μιλήσει από καρδιάς για όσα έζησε από μικρό παιδί στις αίθουσες. Τι φταίει αυτός που τα λέει χύμα και τσουβαλάτα;
Όσοι έχουν αγαπήσει τους μυθικούς διαλόγους στις ταινίες του Ταραντίνο και όσοι, φυσικά, έχουν λατρέψει το ιδιοσυγκρασιακό ύφος του ιδίου, τότε δεν θα πρέπει να περιμένουν ένα θεωρητικό βιβλίο για την τέχνη του σινέμα.
![]() |
O Xάρβεϊ Καϊτέλ και ο Ρόμπερτ ΝτεΝίρο σε μια σκηνή του «Ταξιτζή». |
Γράφει όπως μιλάει
Ο Ταραντίνο γράφει όπως μιλάει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το βιβλίο δεν έχει γραφτεί από κάποιον που στις φλέβες του τρέχει ο κινηματογράφος. Ίσα ίσα που η δική του αιρετική ματιά ενδέχεται να μας δώσει ερέθισμα να δούμε κι εμείς υπό άλλο πρίσμα τις ταινίες στις οποίες αναφέρεται και που, με τη σειρά μας, τις έχουμε μετατρέψει σε προσωπικούς μύθους.
Ενδιαφέρον, πάντως, έχει ακόμη και το εισαγωγικό σημείωμα όπου ο Ταραντίνο θυμάμαι τον μικρό Κουεντίν που έβλεπε σωρηδόν ταινίες μαζί με τους γονείς του και μάλιστα πολλές από αυτές ενηλίκων. Φαίνεται πως οι γονείς του δεν είχαν κανένα δίλημμα αν θα τον έβαζαν στη διαδικασία να δει ταινίες που είχαν σεξ ή βία. Αυτό όχι μόνο δεν του προκάλεσε σύγχυση (ούτε καν τον τραυμάτισε), αλλά του δημιούργησε ποικίλα ερεθίσματα, τα οποία, όπως φάνηκε στην πορεία της ζωής του, αποδείχθηκαν ουσιαστικά στη διαμόρφωση του δικού του καλλιτεχνικού ταμπεραμέντου.
Πρόκειται για ένα ενθουσιώδες, γάργαρο, δίχως όρια βιβλίο για τον κινηματογράφο και όχι μόνο. Είναι ένα βιβλίο που μόνο ένας ιδιαίτερος άνθρωπος σαν τον Ταραντίνο θα μπορούσε να γράψει.
Για τον Ταραντίνο όλες αυτές οι ταινίες, ακόμη κι αυτές που τώρα πλέον έρχεται σε γόνιμη αντιπαράθεση, είναι μια περιπετειώδης και ουσιαστική περιοδεία στο παρελθόν του. Σαν να φτιάχνει το ριμέικ της σινεφίλ ζωής του και να μας το προσφέρει σε περίπτωση που μας ενδιαφέρει. Σαφώς και μας ενδιαφέρει! Ποιος δεν θέλει να ξέρει την πορεία της μαθητείας ενός σημαντικού σκηνοθέτη. Ο Ταραντίνο δεν φοβάται να μιλήσει γι’ αυτούς που τον επηρέασαν ή που του έδειξαν το δρόμο προς τη δική του δημιουργική πορεία.
Εντέλει, πρόκειται για ένα ενθουσιώδες, γάργαρο, δίχως όρια βιβλίο για τον κινηματογράφο και την αγάπη για τις αφηγήσεις. Είναι ένα βιβλίο που μόνο ένας ιδιαίτερος άνθρωπος σαν τον Ταραντίνο θα μπορούσε να γράψει.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.