Για τη συλλογή διηγημάτων του Σπύρου Μπρίκου Ιατρικό παράδοξο (εκδ. Μανδραγόρας).
Της Διώνης Δημητριάδου
Στην προμετωπίδα του βιβλίου διαβάζουμε από τον Αντόνιο Γκράμσι: Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά αλλά δρα. Είναι η κτηνώδης ύλη που πνίγει την ευφυΐα. Ίσως αυτή να είναι η κατάλληλη εισαγωγή στην πρωτότυπη αυτή συλλογή διηγημάτων (την πρώτη) του Σπύρου Μπρίκου. Πώς στέκεται ένας νέος άνθρωπος απέναντι στην ιστορία του τόπου του; Όχι φυσικά με την ολιγόχρονη προσωπική του μνήμη, όμως με σαφή επίγνωση της συλλογικής μνήμης που διατηρεί γενιά τη γενιά εικόνες και καταστάσεις, και επιμένει να θυμίζει ότι αυτό που διαμορφώνει τη σημερινή μας υπόσταση ακουμπά σταθερά πάνω στην πείρα του παρελθόντος, πάνω στις νίκες και περισσότερο πάνω στις ήττες, που ως λαός έχουμε υποστεί.
Το να στρέφεται κάποιος νέος συγγραφέας στο παρελθόν αυτό για να κατασκευάσει την πλοκή των ιστοριών του αποτελεί ήδη ένα παράδοξο στα σημερινά λογοτεχνικά πράγματα. Αν δίπλα σ’ αυτό βάλουμε τον πρωτότυπο τρόπο, με τον οποίο ο διηγηματογράφος επεξεργάζεται το υλικό του, το όλο εγχείρημα αποκτά και ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γιατί ο Σπύρος Μπρίκος προσεγγίζει τη μυθοπλασία με την ιατρική ιδιότητα. Και δεν επιτυγχάνεται αυτό μόνον με τη χρήση της ιατρικής ορολογίας, η οποία ακολουθεί τα βήματα της πλοκής ευφυώς (με τη βοήθεια του ιατρόλεξου που επιμελήθηκε η Ελένη Χρήστου), αλλά κυρίως με την αίσθηση που δημιουργεί στον αναγνώστη ότι επιχειρεί την ανατομία του σώματος του βιβλίου, λειτουργώντας όπως ένας ανατόμος με το ανθρώπινο σώμα. Κατανέμονται οι ιστορίες του σε τρία μέρη, τα οποία ονομάζονται: Κεφαλή – Σώμα – Άκρα, με συνοδευτικές εύγλωττες εικόνες σπουδής του ανθρωπίνου σώματος (Λεονάρντο ντα Βίντσι, Αντρέα Μαντένια, Γκουστάβ Μορό, Ιερώνυμος Μπος).
Μέσα στις ιστορίες του ανατέμνει όχι το ανθρώπινο σώμα αλλά τη σκέψη των συγχρόνων του, που αγνοούν την ιστορία ή αδιαφορούν για τη συσσωρευμένη πείρα των προηγούμενων δεκαετιών, θεωρώντας ίσως ότι δεν ωφελεί να ψάχνει κανείς τα παρωχημένα.
Ο Σπύρος Μπρίκος είναι γιατρός. Υπό αυτή την έννοια, θα λέγαμε ότι βρίσκεται στο στοιχείο του, και κάτω από αυτή την ιδέα συσχετισμού της ιατρικής με τη λογοτεχνία γράφει και δημιουργεί. Ωστόσο, δεν είναι η ιατρική ιδιότητα του συγγραφέα που κυριαρχεί, όταν διαβάζεις το βιβλίο του. Πάνω και πέρα από τη σχέση του με τα ιατρικά πράγματα, είναι ανήσυχος για την πορεία της ιδεολογίας σ’ αυτόν τον τόπο. Μέσα στις ιστορίες του ανατέμνει όχι το ανθρώπινο σώμα αλλά τη σκέψη των συγχρόνων του, που αγνοούν την ιστορία ή αδιαφορούν για τη συσσωρευμένη πείρα των προηγούμενων δεκαετιών, θεωρώντας ίσως ότι δεν ωφελεί να ψάχνει κανείς τα παρωχημένα. Ο παραλληλισμός που επιχειρείται και η αλληγορία που διατρέχει όλα τα κείμενα του βιβλίου είναι οι υποβοηθητικοί παράγοντες για την κατανόηση της πραγματικότητας, που μόνο με ζοφερά χρώματα θα μπορούσε να περιγραφεί. Κάθε φορά που τα παιδιά διάβαζαν κάτι διαφορετικό από το εθνικό ψέμα, στα άκρα τους εμφανιζόταν ένα ιδιότυπο πορφυρικό εξάνθημα, που δεν υποχωρούσε με αντιϊσταμινικά χάπια. Ούτε και με ενέσιμα αντιαλλεργικά διαλύματα. Ήταν αθεράπευτα. Το πορφυρικό εξάνθημα συνδεόταν όμως με κάτι πιο εσωτερικό, οργανικό. Ήταν που τα ερυθρά τους αιμοσφαίρια, κάθε που ξημέρωνε, αποκτούσαν μια δρεπανωτή όψη. Κάτι σαν αυτοάμυνα, που δυνάμωνε τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών τους.
Το ιστορικό παράδοξο
Οι τριάντα δύο μικρές ιστορίες του βιβλίου οδηγούν αρχικά προς το παρελθόν, στη μάχη της Πρέβεζας (1944), στην αντιστασιακή και αντιφασιστική δράση χωριών της Ηπείρου (Αβγό, Κλεισούρα, Ωρωπός, Δούβιανα, Λιγκιάδες, Φανάρι), στη σπηλιά του Κόκκαλη, στις αυτοσχέδιες ιατρικές μονάδες του Βουνού, στον Εμφύλιο, στους τόπους εξορίας. Όλες αυτές οι ιστορικές αναφορές παρουσιάζονται με διάσπαρτους ιατρικούς όρους ανάμεσά τους, καθώς ο συγγραφέας δημιουργεί ένα παιχνίδι με τις λέξεις οδηγώντας προς το σήμερα, γιατί στην ουσία εδώ εντοπίζεται ο στόχος της γραφής του. Στο «Περιστατικό Β», για παράδειγμα, θα μας μεταφέρει μια οικεία εικόνα (λίγο παραλλαγμένη) από τον ευρηματικό κινηματογράφο του Αγγελόπουλου (Οι κυνηγοί) με τους αστούς να ανακαλύπτουν θαμμένο στο χιόνι το σώμα ενός αντάρτη να αιμορραγεί ακόμα από τα χρόνια του Εμφυλίου. Και θα αναρωτηθεί: ιατρικό παράδοξο ή μήπως ιστορικό παράδοξο;
Ο Σπύρος Μπρίκος αποδεικνύεται εδώ όχι μόνον ευφυής ως προς την αφετηρία της σκέψης και την επεξεργασία του υλικού του, αλλά κυρίως εύστοχος ως προς την ερμηνεία της σύγχρονης πραγματικότητας.
Σ’ αυτήν ακριβώς την ερώτηση συμπυκνώνεται όλο το περιεχόμενο του βιβλίου και φυσικά επαρκώς δικαιολογείται και η επιλογή του τίτλου του. Γιατί ο Σπύρος Μπρίκος αποδεικνύεται εδώ όχι μόνον ευφυής ως προς την αφετηρία της σκέψης και την επεξεργασία του υλικού του, αλλά κυρίως εύστοχος ως προς την ερμηνεία της σύγχρονης πραγματικότητας. Πρόκειται μόνον για μνήμες που διασώζονται από το παρελθόν, χρήσιμες ίσως για τη διαπαιδαγώγηση των νεοτέρων και άπειρων φυσικά εκείνων των χρόνων; Μήπως η συλλογική μνήμη είναι γεμάτη από ακόμα αιμάσσοντα σώματα; Από αδικαίωτους αγώνες, από θυσίες που αναζητούν μέχρι σήμερα τη θέση τους, όχι μέσα σε κάποιο βιβλίο αλλά στην έννοια της συνέχειας που θεωρητικά διαμορφώνει κάθε νέα γενιά;
Κυρίαρχη υπαινικτικότητα
Παραπάνω έγινε ένας παραλληλισμός του συγγραφέα με τον ανατόμο του ανθρωπίνου σώματος. Ισχύει αυτό, όπως φαίνεται μέσα από την εισχώρηση της ιατρικής ορολογίας στις ιστορίες. Όμως, ας μη μας διαφεύγει ότι ο ανατόμος εργάζεται με ένα νεκρό σώμα. Είναι πράγματι νεκρός ο άνθρωπος που ως λογοτεχνικό υποκείμενο κυκλοφορεί στα γραπτά του Σπύρου Μπρίκου; Εδώ εστιάζεται η άποψη του συγγραφέα. Αυτό το σώμα δεν έχει πεθάνει, τουλάχιστον όχι ακόμα. Ο αντάρτης στο «Περιστατικό Β», θα μας πει ο συγγραφέας, είναι πάντα ζωντανός μέσα στην Ιστορία και περιφέρεται σκόπιμα. Σε μια από τις ποιητικότερες εκδοχές της γραφής του (γιατί το διήγημα δικαιούται να δανείζεται από τον ποιητικό λόγο τον βαθμό της υπαινικτικότητας που έχει ανάγκη) θα μας πει επίσης:
Ήδη ο συγγραφέας έχει πει πολλά, για όποιον διαβάζει σωστά πίσω από τις λέξεις και αξιοποιεί τη γραφή με τη δική του σκέψη. Στη θέση της υγρής ινσουλίνης, τοποθέτησε ένα εύφλεκτο υλικό με πρωτογενή συστατικά τα όνειρα, τις ιστορικές μνήμες, τον έρωτα, την παιδικότητα και την Επανάσταση. Στρέφοντας τη σύριγγα σε αντίθετη κατεύθυνση. Ενάντια στο Σύστημα αυτή τη φορά. Με έναν βέβαιο και σταθερό ελιγμό. Σαν αυτό του βουνού. Του βουνού των ηττημένων – Νικητών!
Στο κέντρο ο Άνθρωπος
Μέσα από τον προβληματισμό του, έκδηλο στις σελίδες του, μας φανερώνει τον Άνθρωπο, με τις εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο να υπογραμμίζουν την παρουσία του όχι μόνον ως φιγούρα των ιστοριών του αλλά ως διαχρονική ουσία και αξία μέσα στον κόσμο.
Μπορεί, λοιπόν, η Λογοτεχνία να προχωρά ως το σημείο να προτείνει μια άλλη θέαση του κόσμου; Θα πρέπει να γίνει αποδεκτός ένας τέτοιος ρόλος της Λογοτεχνίας (της Τέχνης γενικότερα), από τη στιγμή που ο δημιουργός έχει σαφή τοποθέτηση και ακόμα πιο ξεκάθαρο στόχο. Μια τέτοια περίπτωση έχουμε και με τη γραφή του Σπύρου Μπρίκου. Μέσα από τον προβληματισμό του, έκδηλο στις σελίδες του, μας φανερώνει τον Άνθρωπο, με τις εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο να υπογραμμίζουν την παρουσία του όχι μόνον ως φιγούρα των ιστοριών του αλλά ως διαχρονική ουσία και αξία μέσα στον κόσμο. Αυτόν τον Άνθρωπο μοιάζει να έχουμε ξεχάσει, καθώς τον τοποθετήσαμε απερίσκεπτα μέσα στις μεγάλες μάζες που δημιουργούν την Ιστορία απογυμνώνοντάς τον από την ατομικότητά του και την προσωπική του βούληση. Στο κέντρο όμως των μεγάλων ανατροπών της εκάστοτε καθεστηκυίας τάξης ανακαλύπτουμε την αξία της ξεχωριστής προσωπικότητας, που συμβάλλει με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της στην κοινή προσπάθεια. Έτσι μόνον λειτουργούν οι μάζες, ως σύνολο ανθρώπων και όχι ως αδιαμόρφωτο και ασχημάτιστο συνονθύλευμα ομοειδών σωμάτων.
Κάτω από αυτό το πρίσμα εκτιμώντας το περιεχόμενο του βιβλίου του Σπύρου Μπρίκου, θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε μια ρεαλιστική κατάθεση, παρά την εμφανή του διάθεση να απογειώσει το κείμενό του ανάγοντάς το στη σφαίρα του υπερρεαλιστικού. Είναι θέμα οπτικής φυσικά το πώς θα κοινοποιήσεις τις θέσεις σου. Και ευτυχώς η λογοτεχνία προσφέρει πολλούς τρόπους. Έναν από τους πλέον ευφάνταστους έχει επιλέξει εδώ ο συγγραφέας. Αυτό το ιατρικό παράδοξο, που καταλήγει να είναι ένα ιστορικό παράδοξο, μας προκαλεί να σκεφτούμε λίγο διαφορετικά, να ξαναδούμε μια ερμηνεία του παρελθόντος (σε μια εξαιρετικά πολυσήμαντη περίοδο της ιστορίας) και να επανεκτιμήσουμε την προσωπική μας τοποθέτηση.
* Στην κεντρική φωτογραφία λεπτομέρεια του πίνακα του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, «Γλέντι στο ακρογιάλι» (1931).
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Ιατρικό παράδοξο
Σπύρος Μπρίκος
Μανδραγόρας 2015
Σελ. 96, τιμή εκδότη €10,60