Για το βιβλίο του Ντίνου Σιώτη «Τετράδια Αμερικής: Περιπλάνηση στην Αμερική του πολιτισμού και της πολιτικής» (εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: © Richard Tao (Unsplash).
Γράφει ο Αντώνης Μακρυδημήτρης
Yet the books will be there on the shelves. Well born
Derived from people, but also from radiance, heights.
(Cheslaw Milosz, And Yet the Books, New Poems, 1987)
I
Υποθέτω ότι όταν προβαίνει κανείς στην παρουσίαση ενός βιβλίου επιδιώκει, συνήθως, τρεις στόχους: πρώτον, να περιγράψει συνοπτικά το περιεχόμενο του βιβλίου και να εξηγήσει, κατά το δυνατόν, το πνεύμα και το νόημά του· δεύτερον, να αναδείξει τις αρετές και τις δυνατότητές του, καθιστώντας το ελκυστικό στο κοινό· και τρίτον, να σκιαγραφήσει το πρόσωπο, να ρίξει λίγο φως στην προσωπικότητα του συγγραφέα, που ακόμη και αν είναι γνωστή στο κοινό, θα καταστεί ακόμα πιο οικεία με την παρουσίαση και, βέβαια, με την ανάγνωση του βιβλίου.
ΙΙ
Ας πούμε, λοιπόν, εισαγωγικώς ότι το ανά χείρας βιβλίο του Ντίνου Σιώτη υπό τον γοητευτικό και σεμνοπρεπή τίτλο «Τετράδια Αμερικής» και υπότιτλο «Περιπλάνηση στην Αμερική του πολιτισμού και της πολιτικής» εκφράζει και αποτυπώνει ένα οδοιπορικό πενήντα περίπου χρόνων της γνωριμίας του συγγραφέα με την Αμερική, τις ΗΠΑ, ιδίως. Απαρτίζεται από 140 περίπου, σύντομα κατά κανόνα, κείμενα με βιβλιοκρισίες και ανταποκρίσεις από τον Νέο Κόσμο, που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας.
Μολονότι το βιβλίο δεν είναι ισχνό, αλλά μάλλον ογκώδες, καθότι εκτείνεται σε μήκος 560 περίπου σελίδων σε μια καλαίσθητη και οικολογικά ευαίσθητη έκδοση του οίκου Καστανιώτη, διαβάζεται απνευστί και με αμείωτο ενδιαφέρον από την αρχή έως το τέλος. Τούτο δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι τα κείμενα ή «ταξιδιογραφήματα», όπως χαρακτηρίζονται στο οπισθόφυλλο, είναι σύντομα και καλογραμμένα, ούτε στο σπάνιο προνόμιο να προλογίζεται από μια σπουδαία προσωπικότητα της ποίησης και των γραμμάτων, τον αείμνηστο ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη· ούτε, τέλος, από το επιλογικό κεφάλαιο με τα τέσσερα καταληκτικά κείμενα, που περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα και δίνονται με θαυμαστή αμεσότητα, ζωντάνια και ακρίβεια.
Δεν έχει υιοθετήσει μια απλή χρονολογική κατάταξη και ακολουθία στην τοποθέτηση των κειμένων, αλλά αντιθέτως προκρίνει μια πιο ουσιαστική και διαφωτιστική κατηγοριοποίηση του υλικού [...]
Νομίζω ότι το βιβλίο γοητεύει και συναρπάζει στην πρόσληψη και την ανάγνωσή του και εξαιτίας του τρόπου που είναι οργανωμένο και ταξινομημένο το πλούσιο υλικό γνώσεων και πληροφοριών περί Αμερικής, που απαντούν σε αυτό. Πράγμα που οφείλεται στη συντονίστρια της αποψινής εκδήλωσης, κυρία Αγγελική Κορρέ, και συμβάλλει ουσιωδώς στην ποιότητα του βιβλίου. Δεν έχει υιοθετήσει μια απλή χρονολογική κατάταξη και ακολουθία στην τοποθέτηση των κειμένων, αλλά αντιθέτως προκρίνει μια πιο ουσιαστική και διαφωτιστική κατηγοριοποίηση του υλικού, κατά τη θεματική στόχευση και συνάφεια των αναλύσεων και επισημάνσεων του Σιώτη. Αναδεικνύεται, έτσι, η ποικιλία και η πολλαπλότητα των ενδιαφερόντων του συγγραφέα, για τον οποίο ισχύει το λεχθέν από τον Τερέντιο «είμαι άνθρωπος, τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο» («Homo sum; Humani nil a me alienum puto»)· ενώ διευκολύνεται και η πρόσβαση και κατανόηση των διαθέσιμων γνώσεων και πληροφοριών από τον αναγνώστη.
Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί η προσφυής διάταξη του υλικού κατά τη δαντική τριτομέρεια της Θείας Κωμωδίας – Inferno, Purgatorio, Paradiso. Το δε κριτήριο της ταξινόμησης των κειμένων στις αντίστοιχες ενότητες ή μέρη είναι η σχέση τους με την αρετή, την αξία και το αγαθό της ελπίδος, πράγμα δηλωτικό και μιας βαθύτερης εξοικείωσης με τη δαντική φιλοσοφία. Έτσι, στο πρώτο μέρος του βιβλίου στεγάζονται 4 κεφάλαια και 27 επιμέρους κείμενα υπό τον υποβλητικό τίτλο «Inferno». Στον δε υπότιτλο δηλώνεται expressis verbis ότι Inferno είναι «εκεί όπου δεν υπάρχει ελπίδα». Πώς το έλεγε ο μέγας Φλωρεντίνος ποιητής στο 3ο Canto (στιχ. 9) του πρώτου μέρους της Θείας Κωμωδίας – «Lasciate ogne Speranza, voi ch’ intrate» (ήτοι, «εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα, όσοι εισέρχεστε εδώ»). Τουτέστιν, «κόλαση» είναι εκεί και τότε που δεν υπάρχει ελπίδα καμία, ούτε καν για να πεθάνει κανείς.
Ο τόνος της γραφής θυμίζει πολιτικό επιστήμονα και κοινωνιολόγο, η προσέγγιση έχει κριτικό και στοχαστικό χαρακτήρα [...]
Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, ότι στην ενότητα αυτή της κατά Σιώτην μαρτυρίας εντάσσονται κείμενα και αναλύσεις που αναφέρονται στην πολιτική κατάσταση και την οικονομία, τις κοινωνικές ανισότητες, την εξαθλίωση και άλλες όψεις του κακού, οι οποίες όχι μόνο δεν απουσιάζουν, αλλά ταλανίζουν και σκοτεινιάζουν την όψη της υπερδύναμης. Ο τόνος της γραφής θυμίζει πολιτικό επιστήμονα και κοινωνιολόγο, η προσέγγιση έχει κριτικό και στοχαστικό χαρακτήρα επί ζητημάτων όπως αυτά της τεχνολογίας και των επιπτώσεών της στην ανθρώπινη ελευθερία, της πλουτολαγνείας, που μοιάζει ενίοτε να συναρπάζει το συλλογικό φαντασιακό στις ΗΠΑ, των ιμπεριαλιστικών εξάρσεων της πολιτικής ισχύος, απειλητικές της ίδιας της δημοκρατίας στη χώρα εκείνη, που κάποτε θαύμασε και εξήρε στη δική του περιοδεία το 19ο αιώνα ο Alexis de Tocqueville, αλλά πλέον διέρχεται μια φάση τραμπικής τροχοπέδης, αν όχι ίσως και υπονόμευσης, όπως φοβούνται πολλοί.
ΙΙΙ
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ενδιάμεσο μεταξύ Inferno και Paradiso, εντάσσονται 40 κείμενα κατανεμημένα σε τέσσερα κεφάλαια, τα οποία εξιχνιάζουν το ενδεχόμενο της ύπαρξης κάποιας ελπίδας, ιδίως ως προς τη μετριοπάθεια και την αμφιβολία, όπως και «άλλες ακροβασίες ανάμεσα στο κακό και το καλό», όπως δηλώνεται στον υπότιτλο αυτού του μέρους. Purgatorio, λοιπόν, ή Καθαρτήριο, ελληνιστί, είναι ο χώρος, το «secondo regno», όπως το αποκαλεί ο Δάντης, όπου εξαγνίζεται σταδιακά η ψυχή και αξιώνεται μετά ν’ ανηφορίσει προς τα ουράνια. Κατά τη διατύπωση του ποιητή στο τελευταίο, 33ο Canto από το Purgatorio (στιχ. 145), με την ολοκλήρωση της καθαρτήριας πορείας του είναι πλέον σε θέση «αγνός κι έτοιμος ν’ ανέβει στ’ αστέρια» – «puro e disposto a salire alle stele». Εξηγείται, λοιπόν, ότι στην κατά Σιώτην καθαρτήριο διαδρομή, όπως μαρτυρείται στα Τετράδια Αμερικής, περιλαμβάνονται κείμενα και προβληματισμοί που καλλιεργούν κάπως την ελπίδα για την έξοδο από το κολαστήριο της καταπίεσης, της εξαθλίωσης των μαζών, του απανθρωπισμού και της βαρβαρότητας. Αλλά πού αλλού, άραγε, μπορεί να ανιχνευθεί τούτο το ενδεχόμενο και η προοπτική παρά στα θέματα και τις διαστάσεις του πολιτισμού και της κουλτούρας, τις πιο πνευματικές και αισθητικές διαστάσεις του βίου;
Σημαίνουσες ποιητικές προσωπικότητες με τις οποίες ο ίδιος αναπτύσσει φιλικές σχέσεις παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου, συντείνοντας στην ελπίδα και την αισιοδοξία για την πολιτιστική διάσταση στις ΗΠΑ [...]
Κάτι που εντυπωσιάζει, όποιον γνωρίσει κάπως καλύτερα τις ΗΠΑ, είναι ότι σε αυτήν την πολύπλευρη και πολυπρισματική χώρα, όπου «όλα είναι δυνατά», η τέχνη, γενικότερα, αλλά και η ποίηση, ειδικά, γνωρίζει μιαν άνθηση και δυναμική, σημειώνονται υψηλοί δείκτες ποιότητας και μια ακτινοβολία και επιρροή που εκτείνεται και εκτός τειχών και συνόρων. Τούτο αντιλαμβάνεται ευθύς εξ αρχής ο Σιώτης και το μεταδίδει στις ανταποκρίσεις του με τρόπο γλαφυρό. Σημαίνουσες ποιητικές προσωπικότητες με τις οποίες ο ίδιος αναπτύσσει φιλικές σχέσεις παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου, συντείνοντας στην ελπίδα και την αισιοδοξία για την πολιτιστική διάσταση στις ΗΠΑ και κατά πόσον αυτή μπορεί, ίσως, να μετριάσει και να αναστείλει την πολιτικο-οικονομική και στρατιωτικο-βιομηχανική μονομέρεια και παντοδυναμία.
Ας σημειωθεί, εν παρόδω, ότι μια από τις θετικές παραδοξότητες της υπερδύναμης εμφανίζεται στο γεγονός ότι κάποιοι εκ των πλανηταρχών (ένας μάλιστα εκ των οποίων βρίσκεται αυτές τις μέρες στη χώρα μας) είναι και άνθρωποι όχι άμοιροι και άγευστοι των γραμμάτων και των τεχνών, της παιδείας και του λυρικού λόγου. Προσκαλούν, μάλιστα, ποιητές να απαγγείλουν ποιήματα κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους ενώπιον πολυπληθούς κοινού, καθιστώντας έτσι την ποίηση κοινό, δημόσιο αγαθό. Για πόσους, άραγε, εκ των παρ’ ημίν μελών της ηγέτιδος πολιτικής τάξης μπορεί να αναμένει κανείς κάτι ανάλογο; Με την εξαίρεση ελαχίστων Προέδρων της Δημοκρατίας (ενός εκλιπόντος και δύο εν ζωή) το τοπίο μοιάζει άνυδρο και γυμνό… «Χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐ παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ»... Αλλά ας μη μελαγχολήσω περαιτέρω το ευγενές ακροατήριο.
Πάντως, ένα από τα κείμενα που προσωπικά με συνήρπασε στην ενότητα αυτή είναι το εγκώμιο και η αναπόληση των μικρών βιβλιοπωλείων, μάλιστα δε των περιφερειακών second hand book stores, οικεία σε πολλούς εξ ημών κατά τη διάρκεια των σπουδών μας στην αλλοδαπή.
Πολλά είναι τα κείμενα του Σιώτη που απήλαυσα και σε αυτή την ενότητα του βιβλίου (Purgatorio), όπου καταγράφεται βήμα βήμα και με αγωνιώδη διάθεση η προσπάθεια διάδοσης της ποίησης σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, η έξοδός της από τον χρυσελεφάντινο πύργο της ή μάλλον το μονήρες ασκητήριό της και η διάχυσή της σε δρόμους και πλατείες, σε χώρους δουλειάς, αναψυχής ή και θεραπείας. Σε τούτο το εγχείρημα, ως γνωστόν τοις πάσι, έχει συντελέσει κατά πολύ ο ίδιος ο Σιώτης και εδώ στην πατρίδα μας με τα περιοδικά, τις εκδόσεις, τις λοιπές πρωτοβουλίες και δράσεις του.
Πάντως, ένα από τα κείμενα που προσωπικά με συνήρπασε στην ενότητα αυτή είναι το εγκώμιο και η αναπόληση των μικρών βιβλιοπωλείων, μάλιστα δε των περιφερειακών second hand book stores, οικεία σε πολλούς εξ ημών κατά τη διάρκεια των σπουδών μας στην αλλοδαπή. Μου θύμισε, επίσης, ένα ωραίο ποίημα του Ezra Pound υπό τον τίτλο «Το Νησί στη Λίμνη», όπου και η νοσταλγία για ένα μικρό, παλιό καπνοπωλείο με τα μικρά χρωματιστά κουτιά στα ράφια τακτοποιημένα προσεκτικά και τον μυρωδάτο καπνό να διαχέεται στον αέρα. Αν προσθέταμε σ’ αυτά και τον ήχο από κάποιες σονάτες του Bach, τότε η εικόνα από το συνοικιακό βιβλιοπωλείο στο Hampstead των φοιτητικών μας χρόνων αναπηδά αιφνίδια και κυριεύει τη σκέψη – «μια όαση ηρεμίας και αγκυροβόλιο απόλαυσης», κατά την εύστοχη και επιγραμματική διατύπωση του Σιώτη.
IV
Ώστε, εν τέλει, με τον τρόπο αυτό, από τούτη στη στενή, αλλά ωραία πύλη εισερχόμαστε στη σφαίρα του Paradiso, που καταλαμβάνει το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου με επτά κεφάλαια, 70 κείμενα και 250 σελίδες περίπου. Διαβάζονται, όμως, όλα εύκολα και ευχάριστα, δεν βαραίνουν τον αναγνώστη, αλλά τον ευφραίνουν και τον παρηγορούν, καθώς σε αυτά ο Σιώτης τεκμηριώνει, πλέον, τη δυνατότητα της ελπίδας. Και η ελπίδα υπάρχει –πού αλλού;– εκεί που η ποίηση καλλιεργείται και ανθεί, εκεί που οι άνθρωποι δεν αποστρέφουν το πρόσωπό τους από αυτήν, αλλά την αναζητούν και την απολαμβάνουν σαν ένα πολύτιμο αγαθό στη ζωή.
Ο Δάντης στο τρίτο σκέλος της Θείας Κωμωδίας ορίζει την «ελπίδα» ως την όχι αβάσιμη προσδοκία ότι η καλή μας τύχη, μετά από προσπάθεια και αγώνα, να απολαμβάνουμε πράγματα αγαθά, θα συνεχιστεί και θα ευοδωθεί. Και θα φτάσουμε κάποτε στην κορύφωσή της, που δεν είναι άλλη από τη θέαση των άστρων στον ουρανό της σκέψης. Όπως θα γράψει στον καταληκτικό στίχο (145) στο 33ο Canto του Paradiso, στο σημείο εκείνο θα συναντήσουμε την αγάπη, που κινεί τον ήλιο και τ’ αστέρια – «l’ amor che move il sole e l’ atre stele». Και τι, άραγε, μοιάζει πιο πολύ με τ’ άστρα στον ουρανό της σκέψης από πρόσωπα θαυμαστά και αγαπημένα, που γνωρίσαμε στη ζωή μας και μας τίμησαν με τη φιλία και τη συγγνώμη τους; Από ποιήματα που σηκώνουν ψηλά το βάρος της καρδιάς μας;
Σε αυτά τα πρόσωπα ποιητών και διανοητών, στα ήθη και τις μουσικές, στα ποιήματα και τα βιβλία εστιάζουν οι ανταποκρίσεις του Σιώτη στο τρίτο μέρος του βιβλίου του. Αυτά, εκεί είναι ο «παράδεισος», μοιάζει να μας λέει ο ποιητής. Μην τον αναζητάτε επί ματαίω αλλού. Όπως γράφει, συναφώς, σ’ ένα όμορφο και στοχαστικό ποίημα του 1883 η Emily Dickinson, «who has not found Heaven – below/ Will fail of it above». Ο «παράδεισος», λοιπόν, είναι «εδώ» – στην ποίηση, στα πρόσωπα, στα ήθη και στα αγαθά έργα. Ίσως, μάλιστα, κι εμείς οι ίδιοι τούτη τη στιγμή βρισκόμαστε ακριβώς εκεί. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι ο «παράδεισος» πέρα από την ποίηση και τη μουσική σε μια σύναξη φίλων που τα απολαμβάνουν μαζί εν ειρήνη;
* Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΚΡΥΔΗΜΗΤΡΗΣ είναι πανεπιστημιακός, ποιητής και μεταφραστής.