Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου με το οποίο δούλεψαν πρόσφατα και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη, η μεταφράστρια Αργυρώ Μαντόγλου με αφορμή τη μετάφραση κειμένων της Virginia Woolf στον τόμο «Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν» και άλλα κείμενα για την τέχνη της γραφής (εκδ. Μίνωας).
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Έχω μεταφράσει ένα μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ, το Ορλάντο, μια βιογραφία, το οποίο κυκλοφόρησε από τα Ελληνικά Γράμματα το 2004, και που αναμένεται η επανέκδοσή του από τις εκδόσεις Gutenberg, μια επιλογή από άρθρα και δοκίμια για τις Εκδόσεις Scripta το 1999, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μίνωας το Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν και άλλα κείμενα για την τέχνη της γραφής, όπου περιλαμβάνεται και το ομότιτλο δοκίμιό της το οποίο μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά. Ομολογώ πως υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στη Γουλφ τη μυθιστοριογράφο και στη Γουλφ αρθρογράφο/ δοκιμιογράφο τόσο στο ύφος, στη σύνταξη και στη δομή του λόγου, όσο και στον τρόπο που εκτυλίσσεται η σκέψη της, συνεπώς διαφέρουν και οι δεξιότητες που απαιτούνται για τη μεταφορά στη γλώσσα μας.
Υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στη Γουλφ τη μυθιστοριογράφο και στη Γουλφ αρθρογράφο/ δοκιμιογράφο τόσο στο ύφος, στη σύνταξη και στη δομή του λόγου, όσο και στον τρόπο που εκτυλίσσεται η σκέψη της, συνεπώς διαφέρουν και οι δεξιότητες που απαιτούνται για τη μεταφορά στη γλώσσα μας.
Τα άρθρα και τα δοκίμια που μετέφρασα είναι αποκλειστικά δική μου επιλογή και δεν ήταν ακριβώς ανάθεση αλλά μια διαδικασία που εξελισσόταν αργά μέσα στα χρόνια. Ειδικά το Ο κύριος Μπένετ… πήρε πολύ καιρό καθώς είχε χρειαστεί πολλές φορές να παραθέσω αποσπάσματα σε δικά μου κείμενα ή να το χρησιμοποιήσω στα μαθήματα δημιουργικής γραφής, όπου ήθελα να δώσω ένα απτό «παράδειγμα» στους μαθητές για τον τρόπο κατασκευής χαρακτήρων, παρατηρώντας αγνώστους ανθρώπους σε μια διαδρομή με το τρένο. Κάθε φορά που «χρησιμοποιούσα» κάποιο απόσπασμα βελτίωνα την απόδοσή του στα ελληνικά. Με την πάροδο των χρόνων είχε μέσα μου «εγκατασταθεί» η ελληνική εκδοχή του «παραδείγματος» της Γουλφ, και μάλιστα το «έβλεπα» να εξελίσσεται μέσα στα χρόνια, η κυρία Μπράουν έπαιρνε διάφορα πρόσωπα, ανάλογα την περίοδο που διανύαμε, πότε γινόταν μια νέα κοπέλα με τατουάζ και πόδια απλωμένα στο απέναντι κάθισμα, μια πρόσφυγας με το παιδί αγκαλιά ή μια άνεργη με το κεφάλι σκυμμένο πάνω στο κινητό της βυθισμένη στη σιωπή. Συμβαίνει αυτό με τα κείμενα μεγάλων συγγραφέων, «συνομιλούν» με το δικό σου παρόν, φωτίζουν την εποχή σου, δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα που ακόμα δεν έχουν προκύψει.
Οι δυσκολίες με τα κείμενα της Γουλφ –όπως προανέφερα– είναι άλλου τύπου από αυτές που συναντάμε στα μυθιστορήματά της. Στα άρθρα και στα δοκίμια (κάποια από αυτά προέκυψαν από ομιλίες της ή φιλολογικά μνημόσυνα) τα επιχειρήματά της είναι σαφή και απερίφραστα, απευθύνεται στο συγκεκριμένο κοινό της εφημερίδας ή του περιοδικού, καθώς, όμως, προχωράει πολλά σημεία διέπονται από αμφισημία και υποδόριο σαρκασμό, υπάρχουν πλήθος αναφορές σε θέματα της εποχής της, οπότε είναι αναγκαίο για τον μεταφραστή να ερευνήσει τη συγκεκριμένη περίοδο στην οποία αναφέρεται προκειμένου να αποδοθεί η υπονόμευση και η ανεπαίσθητη ειρωνεία, καθώς και οι αναφορές της στην επικαιρότητα, σε άλλα βιβλία, σε συνήθειες συγγραφέων, ή σε θέματα που έφερνε η ίδια πρώτη φορά σε δημόσια συζήτηση.
Τη Γουλφ στα δημοσιευμένα κείμενά της την απασχολούσαν τα βιβλία των ομότεχνών της, αλλά συχνά τα χρησιμοποιούσε και ως βήμα για να θίξει άλλα φλέγοντα θέματα της εποχής της, όπως τον πόλεμο, την πολιτική, τα δικαιώματα των γυναικών, άλλες τέχνες, επαγγελματική ταυτότητα αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Τη Γουλφ στα δημοσιευμένα κείμενά της την απασχολούσαν τα βιβλία των ομότεχνών της, αλλά συχνά τα χρησιμοποιούσε και ως βήμα για να θίξει άλλα φλέγοντα θέματα της εποχής της, όπως τον πόλεμο, την πολιτική, τα δικαιώματα των γυναικών, άλλες τέχνες, επαγγελματική ταυτότητα αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις. Σε κάθε κείμενο ακόμα και στα μικρότερα σε μέγεθος, υπάρχουν πλήθος υπαινιγμοί για σκάνδαλα της εποχής ή γεγονότα που είχαν «κουκουλωθεί». Δεν είναι τυχαίο που μέρος από τα ημερολόγιά της έχουν εξαφανιστεί από τους κληρονόμους της.
Προκειμένου να μεταφερθούν στη γλώσσα μας αλλά και στο παρόν μας, χρειάστηκε να πειραματιστώ κι εγώ με το ύφος, να δοκιμάσω τρόπους απόδοσης προκειμένου να μη χαθεί η ειρωνεία στη μετάφραση. Κάποια κείμενα (όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω) απαιτούσαν την επιλογή άλλων λέξεων από αυτές που θα χρησιμοποιούσε κανείς αν τα εν λόγω κείμενα μεταφράζονταν μια άλλη χρονική περίοδο. Και αυτό συμβαίνει πάντα με τα κλασικά κείμενα, έχουν την ικανότητα να «διαβάζουν» και να αποσπούν αυτά τις λέξεις από την εποχή που μεταφράζονται. Το θέμα για τον μεταφραστή δεν είναι μόνο το πόσες λέξεις διαθέτει, αλλά και ο βαθμός ευαισθησίας του απέναντι στα γεγονότα της δικής του εποχής, κυρίως όταν αναλαμβάνει ένα κλασικό κείμενο, έχει ιδιαίτερη σημασία το τι είναι σε θέση να δει και την οπτική που υιοθετεί. Για παράδειγμα, η κινηματογραφική μεταφορά του Ορλάντο από την Σάλι Πότερ, η οποία «διαβάζει» το κείμενο σε σχέση με τη δική της εποχή, τη δεκαετία του ενενήντα, τονίζει τα φλέγοντα για την εποχή εκείνη θέματα. Νομίζω πως αν η ταινία γυριζόταν σήμερα θα δινόταν έμφαση όχι μόνο στα θέματα του φύλου και στα σκάνδαλα της αριστοκρατίας αλλά και στους τσιγγάνους στα περίχωρα της Προύσας ή ακόμα και στην εκούσια εξορία του ήρωα/ηρωίδας της. Ακόμα και στο φεμινιστικό δοκίμιο της Γυναικεία επαγγέλματα όπου ισχυρίζεται όπως και στο Ένα δικό σου δωμάτιο πως προκειμένου μια γυναίκα να γράψει χρειάζεται «πένα, χαρτί, το δικό της δωμάτιο και πεντακόσιες λίρες το χρόνο», υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε πόσες γυναίκες είχαν/έχουν ανάλογα προνόμια και αν εν τέλει η γραφή προϋποθέτει την οικονομική ανεξαρτησία που έχει να κάνει με την καταγωγή ή αν σύμφωνα με τη Γουλφ «… ο έπαινος ανήκει σε κάποιον εξαιρετικό πρόγονό μου που μου κληροδότησε ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσόν –να πούμε πεντακόσιες λίρες τον χρόνο;– κι έτσι δεν ήμουν υποχρεωμένη να εξαρτώμαι αποκλειστικά από τη γοητεία μου για την επιβίωσή μου». Το σημείο αυτό διέπεται από μια υπόγεια ειρωνεία καθώς η ίδια υπήρξε μια σκληρά εργαζόμενη επαγγελματίας.
Aυτό συμβαίνει πάντα με τα κλασικά κείμενα, έχουν την ικανότητα να «διαβάζουν» και να αποσπούν αυτά τις λέξεις από την εποχή που μεταφράζονται. Το θέμα για τον μεταφραστή δεν είναι μόνο το πόσες λέξεις διαθέτει, αλλά και ο βαθμός ευαισθησίας του απέναντι στα γεγονότα της δικής του εποχής.
Η Γουλφ συχνά αρχίζει ένα κείμενο με μια παραβολή, μια μεταφορά, έναν αστεϊσμό και αργά μας οδηγεί στο θέμα της. Παρακολουθώντας τη μέθοδο της, τον τρόπο που «χτίζει» το επιχείρημά της δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως πάντα σχεδόν παραβάλλει τη θέση των άλλων, που είναι αντίθετη με αυτή που η ίδια μας παρουσιάζει ως δική της, όμως στη συνέχεια τη βλέπουμε να μετατοπίζεται και η ίδια σε μια άλλη αναπάντεχη θέση, που δεν είχαμε υποψιαστεί έως εκείνη τη στιγμή, προβάλλοντας μια άλλη πραγματικότητα που ήταν εκεί, πάντοτε παρούσα, απλώς δεν την είχαμε δει· το κείμενο γράφεται για να «φωτίσει» το περιθώριο του κειμένου, της πραγματικότητας, της πολιτικής, δηλαδή του τρόπου δόμησης της ίδιας της σκέψης. Θα έλεγα πως εν πολλοίς η μέθοδος της Γουλφ μοιάζει με τη μέθοδο αποδόμησης που ο Ντεριντά μας σύστησε δεκαετίες αργότερα για την ανάγνωση των κειμένων και της πραγματικότητας, ανατρέποντας τα δίπολα, μετατοπίζοντας τις ιεραρχήσεις και προβάλλοντας μια άλλη «αόρατη» έως εκείνη τη στιγμή διάσταση.
H Γουλφ σε υποχρεώνει να τη σεβαστείς αλλά να σεβαστείς και το δικό σου κείμενο, δηλαδή τους αναγνώστες της, δεν αφήνει περιθώρια για «δημιουργική μετάφραση» αλλά ούτε και για ακριβή μεταφορά στη δική σου γλώσσα.
Ο μεταφραστής της Γουλφ δεν μπορεί να αποδώσει τα κείμενά της αν δεν μπει σε αυτό τον τρόπο σκέψης· πρόκειται για μια μεθοδολογία που η Γουλφ είχε αναπτύξει μάλλον εμπειρικά αλλά σε αυτή οφείλεται το γεγονός πως η ανάγνωσή τους παραμένει απολαυστική και ωφέλιμη ακόμα και σήμερα: Το γεγονός πως μπαίνεις και εσύ μαζί της σε μια τροχιά σκέψης που αναπόφευκτα θα φέρει στην επιφάνεια κάτι άλλο, κάτι το αναπάντεχο ενώ ταυτόχρονα παρεμβαίνει και στον τρόπο δόμησης της σκέψης σου. Νομίζω πως αυτό απαντάει και στο ερώτημα της «πιστής μετάφρασης»: η Γουλφ σε υποχρεώνει να τη σεβαστείς αλλά να σεβαστείς και το δικό σου κείμενο, δηλαδή τους αναγνώστες της, δεν αφήνει περιθώρια για «δημιουργική μετάφραση» αλλά ούτε και για ακριβή μεταφορά στη δική σου γλώσσα. Γράφοντας αυτό το κείμενο θυμάμαι κάτι που μου είχε πει η Iglika Vassileva, η Βουλγάρα μεταφράστρια της Γουλφ, ότι την έχει επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό που όταν τη μετέφραζε ένιωθε το φάντασμά της να επιλέγει της λέξεις, να διαφωνεί με κάποια σημεία και δεν την άφηνε σε ησυχία έως ότου έβρισκε την καταλληλότερη. Νομίζω πως αυτό είναι και το ζητούμενο σε αυτού του είδους τα κείμενα: να επιτρέψουμε, αν όχι στο φάντασμα, στο ίδιο το κείμενο να διεκδικήσει τη γλώσσα που του αρμόζει.
Info
Η Αργυρώ Μαντόγλου σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία και Φιλοσοφία (BA) ενώ έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κριτική Θεωρία στο University of North London. Έχει εκδώσει ποιήματα και πεζά. Κείμενά της και κριτικά σημειώματα έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Έχει μεταφράσει έργα των George Eliot, Virginia Woolf, Henry James, Dashiell Hammett, Joyce Carol Oates, William Trevor, Ali Smith, Haruki Murakami, Kazuo Ishiguro και Jane Austen μεταξύ άλλων.