Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη, η μεταφράστρια Ρίτα Κολαΐτη, με αφορμή το μυθιστόρημα του Γκιστάβ Φλομπέρ [Gustave Flaubert] «Μαντάμ Μποβαρί», που κυκλοφορεί στις 21 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η ιστορία της Μαντάμ Μποβαρύ είναι εμπνευσμένη από την πραγματική ιστορία του ζεύγους Ντελαμάρ, όπου ο σύζυγος, επαρχιώτης γιατρός, χήρος, παντρεύεται μια κατά πολύ νεότερή του γυναίκα, η οποία, πλήττοντας αφόρητα μες στα δεσμά του γάμου και της ασφυκτικής νορμανδικής κωμόπολης, αναζητά την ευτυχία σε εξιδανικευμένους εραστές. Προδομένη και ατιμασμένη, θα αφήσει την τελευταία της πνοή σε νεαρή ηλικία. Έναν χρόνο αργότερα θα πεθάνει και ο σύζυγος, η μοναχοκόρη τους θα μείνει ορφανή και πάμφτωχη.
Αυτή την τραγωδία τη γνώριζε ο Φλομπέρ. Αυτό το τόσο «κοινότοπο» θέμα τον σαγήνεψε. Έτσι, μόλις επέστρεψε από το μεγάλο του ταξίδι-προσκύνημα στις χώρες της Ανατολής, αφοσιώθηκε στη συγγραφή της Μαντάμ Μποβαρύ. Εγχείρημα επίπονο, για τον συγγραφέα, όχι ως προς το θέμα αυτό καθαυτό αλλά ως προς το ύφος και την παθιασμένη αναζήτηση της σωστής λέξης «le mot juste». Το ύφος το ήθελε διαπνεόμενο από μια μουσικότητα, διανθισμένο με λεπτομέρειες (ανυπέρβλητος ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζει ό,τι περιβάλλει την ηρωίδα του), η αφήγηση τυλίγει σαν ένα πέπλο πάθη, παρεκτροπές, μάταιες προσμονές, ανεκπλήρωτους πόθους, στροβιλίσματα σε χοροεσπερίδες, θροΐσματα ταφτάδων και μεταξωτών, ερωτικά αγγίγματα, τη μαγεία ενός ονειρικού κόσμου, την οδύνη, την απελπισία, το δηλητήριο του θανάτου. Για τον Φλομπέρ «η ηθική της τέχνης συνίσταται στην ομορφιά της», γι’ αυτόν τον μεγάλο στυλίστα «το ύφος υπερτερεί της αλήθειας».
Ο Τζούλιαν Μπαρνς έγραψε ότι η Μαντάμ Μποβαρύ είναι το «πρώτο μεγάλο shopping and fucking μυθιστόρημα». Η ηρωίδα του, Έμμα Μποβαρύ, που ασφυκτιά πλάι σε έναν άχρωμο σύζυγο, περιστοιχισμένη από θαμπούς, συντηρητικούς μικροαστούς ονειρεύεται το Παρίσι. Επιθυμεί διακαώς τη ζωή της κατάφωτης πόλης με «τις απεριόριστες ευκαιρίες για έντονες συγκινήσεις και συναρπαστικές αισθήσεις».
Επίσης, η Μαντάμ Μποβαρύ είναι, μεταξύ άλλων, ένα μυθιστόρημα σχετικά με την εμπειρία της ανάγνωσης. Η ηρωίδα διαβάζει μυθιστορήματα όχι επειδή σε αυτά αναγνωρίζει τον εαυτό της αλλά επειδή μέσω αυτών αναγνωρίζει τις επιθυμίες της.
Η τεχνολογία, το διαδίκτυο και οι έγκυρες βάσεις δεδομένων προσφέρουν τα μέγιστα στην αναζήτηση λέξεων, εννοιών, όρων, πραγματολογικών στοιχείων, που άλλοτε παρέμεναν δυσεπίλυτοι γρίφοι.
H σφοδρότητα της φαντασίας της Έμμας Μποβαρύ την καταστρέφει. Η άκρατη επιθυμία της να δραπετεύσει από την επαρχιακή Νορμανδία αποδεικνύεται μάταιη: οι ρομαντικές φαντασιώσεις που τη στοιχειώνουν είναι εξίσου αποκαρδιωτικές με τη ρηχή ζωή της. Μα και ο ίδιος ο Γκιστάβ Φλομπέρ κάτι ανάλογο δεν ένιωσε άραγε; Απέρριψε τη θελκτική σαγήνη της Ανατολής που τον είχε συνεπάρει και επέστρεψε οικειοθελώς στη Νορμανδία που απεχθανόταν. Παντού το απόλυτο κενό. Ως άνδρας βέβαια απολάμβανε μεγαλύτερη ελευθερία από την ηρωίδα του αλλά, όπως ακριβώς η Έμμα, ήταν κι αυτός πνευματικά και ψυχικά παγιδευμένος. Εξού και η περίφημη φράση του: «Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ».
Ο Φλομπέρ πίστευε προπάντων στη χίμαιρα της τελειότητας. Διακατεχόμενος από το ανικανοποίητο, έγραφε και ξανάγραφε το μυθιστόρημα του, το έργο που σηματοδότησε το κίνημα του ρεαλισμού. Τα πρώτα σχέδια της Μαντάμ Μποβαρύ αριθμούν 4.500 χειρόγραφες σελίδες· η τελική βερσιόν λίγο παραπάνω από 300. Η Μαντάμ Μποβαρύ θεωρείται ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών. Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα θα πει: «Με τη Μαντάμ Μποβαρύ, ο Φλομπέρ γίνεται ο θεμελιωτής του σύγχρονου μυθιστορήματος, ο αληθινός Δημιουργός του».
Η παρούσα έκδοση συνοδεύεται από τα πρακτικά της δίκης στην οποία ο συγγραφέας κατηγορήθηκε ως διαφθορέας των χρηστών ηθών, καθώς και από το έξοχο επίμετρο του Τιερί Λαζέ, ενός από τους σημαντικότερους μελετητές του φλομπερικού έργου.
Σχετικά με την αναμετάφραση ενός κλασικού έργου
Οι αναμεταφράσεις των κλασικών έργων είναι μια πρακτική ευρέως διαδεδομένη παγκοσμίως. Και δικαίως. Μια πρακτική που αποσκοπεί να προσφέρει τα μεγάλα αριστουργήματα της λογοτεχνίας στους αναγνώστες του σήμερα, μέσα από κείμενα αφενός ιδωμένα υπό το πρίσμα μιας βαθύτερης γνώσης και αφετέρου απαλλαγμένα από τις ατέλειες, ή ακόμα και τις στρεβλώσεις προγενέστερων μεταφράσεων. Η τεχνολογία, το διαδίκτυο και οι έγκυρες βάσεις δεδομένων προσφέρουν τα μέγιστα στην αναζήτηση λέξεων, εννοιών, όρων, πραγματολογικών στοιχείων, που άλλοτε παρέμεναν δυσεπίλυτοι γρίφοι.
Η πληθώρα των μελετών από έγκριτους ακαδημαϊκούς, ιδίως για τον Γκιστάβ Φλομπέρ, που μας αφορά εν προκειμένω, επεξηγούν πολλά αινιγματικά σημεία του κειμένου και φωτίζουν κρυφές πτυχές του. Έτσι, ο μεταφραστής μπορεί να αφεθεί με μεγαλύτερη σιγουριά στη γλωσσική μαγεία του πρωτοτύπου, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τον πλούτο της δικής του γλώσσας. Μιας και μιλάμε για το κορυφαίο μυθιστόρημα του έρωτα και της μοιχείας, επιτρέψτε μου να πω ότι και η μετάφραση είναι μια κατάκτηση με την ερωτική σημασία της λέξης. Εμπεριέχει την πίστη και την προδοσία, την υπόσχεση και συνάμα την καχυποψία.
* Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 23/11/23. Διαθέσιμες προπαραγγελίες, στον ιστότοπο των εκδόσεων.
Info
Η Ρίτα Κολαΐτη γεννήθηκε στην Πάτρα το 1956. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1978 στο Λονδίνο, σπουδές κινηματογράφου. Το 1981 στο Παρίσι, σπουδές ιστορίας της λογοτεχνίας, οι οποίες συνεχίστηκαν στις Βρυξέλλες. Συνεργασία με το περιοδικό "Σύγχρονος Κινηματογράφος" (1976-1981) και μεταφράσεις στην ελληνική έκδοση του "Le Monde Diplomatique". Συνεργασία με ελληνικούς εκδοτικούς οίκους (μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, δοκιμίων, παιδικών βιβλίων, βιβλίων για τον κινηματογράφο, κ.ά.) και κρατικούς οργανισμούς (Τράπεζα της Ελλάδος, ΑΘΗΝΑ 2004, κ.ά.). Από το 1989 απασχολείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Γενική Διεύθυνση Μετάφρασης, Βρυξέλλες) ως μεταφράστρια κοινοτικών εγγράφων. Το 2010 της απονεμήθηκε το βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ, για το μυθιστόρημα Η κόκκινη Μασσαλία του Maurice Attia. Το 2013 της απονεμήθηκε το βραβείο Μετάφρασης Βιβλίου για Παιδιά της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας, για το βιβλίο Τόμπι, ο πράσινος μαχητής στον κόσμο του δέντρου, του Timothee de Fombelle. To 2020 πήρε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα για το βιβλίο του J.K. Huysmans Ανάστροφα (εκδ. Στερέωμα). Έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων: Boris Vian, Maurice Attia, Pierre Assouline, Lydia Davis, André Malraux, Albert Camus, Annie Ernaux, Simone de Beauvoir, Jean Genet και Gustave Flaubert.