ergastiri kypriotis kafka

Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής Αλέξανδρος Κυπριώτης, με αφορμή τη δίγλωσση έκδοση του αφηγήματος του Franz Kafka «Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης» (εκδ. η βαλίτσα).

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Πριν αναφερθώ στο σπάραγμα του Φραντς Κάφκα Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης που κυκλοφόρησε φέτος στις 3 Ιουλίου, την ημέρα γέννησης του Κάφκα, από τις εκδόσεις «η βαλίτσα», θα ήθελα να αναφέρω κάποια λόγια για τη σχέση μου με το έργο του συγγραφέα γενικότερα, αφού ο Κάφκα δεν είναι μόνο ο ένας από τους δύο συγγραφείς με τους οποίους έχω ασχοληθεί περισσότερο ως μεταφραστής, η άλλη είναι η Τζέννυ Έρπενμπεκ, αλλά με έχει απασχολήσει και σε συγγραφικό επίπεδο.

Η μεταφραστική σχέση μου με τον Κάφκα ξεκίνησε το 2002, όταν άρχισα να μεταφράζω, για πρώτη φορά στα ελληνικά από την κριτική έκδοση των απάντων του, την περίφημη Επιστολή προς τον πατέρα, η οποία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2003 από τις εκδόσεις Ίνδικτος, με ένα εκτενές χρονολόγιο για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα, ενώ φέτος έκανε την τέταρτη έκδοσή της.

Το 2005 κυκλοφόρησαν τα κείμενα «Η κρίση», «Ο θερμαστής» και «Η μεταμόρφωση» σε μια ενιαία συλλογή υπό τον γενικό τίτλο Οι γιοι, όπως ήθελε ο Κάφκα, αν και κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ όσο ήταν εν ζωή, αφού κάθε κείμενο απ’ αυτά είχε εκδοθεί ξεχωριστά όσο ζούσε. Ωστόσο, οι εκδόσεις Ίνδικτος στήριξαν την πρότασή μου και τα εξέδωσαν με αυτόν τον τίτλο, μαζί με ένα εκτενές επίμετρο με σχετικά αποσπάσματα από τα ημερολόγια και τις επιστολές του συγγραφέα.

Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και η βιογραφία του Φραντς Κάφκα γραμμένη από τον Βρετανό Nicholas Murray πάλι από τις εκδόσεις Ίνδικτος, για τη μετάφραση της οποίας συνεργάστηκα με τον Ξενοφώντα Κομνηνό. Εκείνος μετέφραζε το βιβλίο του Μάρεϊ από τα αγγλικά, ενώ εγώ εντόπιζα τα αποσπάσματα του Κάφκα που χρησιμοποιούσε ο Μάρεϊ από τις αγγλικές μεταφράσεις, τα αναζητούσα στο γερμανικό πρωτότυπο και τα μετέφραζα από εκεί, για να τα συμπεριλάβει ο Κομνηνός στη μετάφρασή του. Τα αποσπάσματα αυτά ήταν πάρα πολλά, από το σύνολο των λογοτεχνικών έργων του Κάφκα, από τα ημερολόγια, τα τετράδια, τα γράμματα και τις επιστολές του, από τις καρτ ποστάλ και τα σημειώματά του, τα πάντα.

Η μεταφραστική σχέση μου με τον Κάφκα ξεκίνησε το 2002, όταν άρχισα να μεταφράζω, για πρώτη φορά στα ελληνικά από την κριτική έκδοση των απάντων του, την περίφημη Επιστολή προς τον πατέρα.

Εκείνη τη χρονιά ή την επόμενη, δεν θυμάμαι καλά, πρέπει να ήταν που με κάλεσε να διδάξω για πρώτη φορά στο ΕΚΕΜΕΛ ο Χρήστος Αστερίου, ιδρυτικό μέλος του και υπεύθυνος του γερμανικού τμήματος τότε. Για το δίμηνο σεμινάριο που θα έκανα επέλεξα να ασχοληθούμε με τους αφορισμούς του Κάφκα, στους οποίους θα επανέλθω κάποια στιγμή μεταφραστικά.

Πολύ αργότερα, το 2014, μου ζήτησαν από το περιοδικό Το Δέντρο ένα κείμενο για ένα αφιέρωμα στον Κάφκα. Τότε έγραψα το κείμενο με τον τίτλο «Η αποστροφή», αρχίζοντας από το σκίτσο εξωφύλλου της πρώτης έκδοσης της Μεταμόρφωσης και τις αντιρρήσεις του Κάφκα να απεικονιστεί «το ίδιο το έντομο» [das Insekt selbst], στο οποίο μεταμορφώνεται ο Γκρέγκορ Ζάμζα, εκείνο το «τεράστιο παράσιτο» [ungeheueren Ungeziefer], όπως αναφέρεται στο πρωτότυπο, και τελειώνοντας με το ποιος τελικά μεταμορφώνεται στη Μεταμόρφωση.

Το φθινόπωρο του 2015 άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα με ήρωα τον Κάφκα, ένα έργο λογοτεχνικής τεκμηρίωσης, θα το έλεγα, το οποίο δεν έχω ολοκληρώσει ακόμα και μάλλον αντιστέκομαι να αποδεχτώ ότι ίσως δεν το ολοκληρώσω ποτέ. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 2016 κατάφερα να δημοσιεύσω στο περιοδικό Unfollow ένα διήγημα με τίτλο «Ευτυχία. Μαρτύρια / Πολύ συνοπτική αφήγηση ενός έρωτα» για τη σχέση του Φραντς Κάφκα με τη Φελίτσε Μπάουερ και τον τρόπο που επηρέασε τα γραπτά του η σχέση αυτή.

Την εποχή που άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα, καταπιανόμουν καθημερινά με τα γραπτά του Κάφκα. Έτσι, σκέφτηκα να μεταφράζω κάθε μέρα και να δημοσιεύω στο facebook κάτι που είχε γράψει ο Κάφκα εκείνη την ημέρα του μήνα κάποια χρονιά της ζωής του. Στη συνέχεια, από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου του δίσεκτου έτους 2016, δημοσίευα καθημερινά εκείνα τα αποσπάσματα σ’ ένα ιστολόγιο πλέον. Πριν ολοκληρωθεί το εγχείρημα αυτό, οι εκδόσεις Bibliothèque μου πρότειναν να τα εκδώσουν σε βιβλίο. Έτσι, το 2017 κυκλοφόρησε η ανθολογία Σήμερα πάλι ωραία ημέρα με 366 αποσπάσματα, ο αισιόδοξος τίτλος της οποίας προέρχεται από ένα γράμμα που έγραψε ο Κάφκα στις 25 Απριλίου 1924 στους γονείς του από το σανατόριο στο Κίρλινγκ, όπου νοσηλευόταν και λίγο αργότερα, στις 3 Ιουνίου, πέθανε.

Έπειτα από αυτή την πολύχρονη ενασχόλησή μου με αυτόν τον συγγραφέα θεωρώ πολύ φυσικό το ότι όταν αποφάσισα να ιδρύσω τον εκδοτικό οίκο «η βαλίτσα» δεν χρειάστηκε να σκεφτώ με ποιο έργο θα αρχίσω. Με έναν μαγικό τρόπο θυμήθηκα αυτόματα ένα πολύ ιδιαίτερο και αδικημένο, κατά τη γνώμη μου, έργο του Φραντς Κάφκα.

***

Μια από τις ιδιαιτερότητες που είχε το κείμενο «Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης» ήταν ότι ποτέ ως τώρα δεν του είχε δοθεί ο χώρος που του αναλογεί, με την έννοια ότι ποτέ ως τώρα δεν είχε εκδοθεί ως αυτόνομο έργο. Πάντα ήταν ένα από τα κείμενα που συμπεριλαμβανόταν μαζί με κάποια άλλα έργα του Κάφκα, είτε ολοκληρωμένα είτε ημιτελή, σε κάποια συλλογή με διηγήματα του συγγραφέα. Ωστόσο, ο Μπλούμφελντ, ως χαρακτήρας, διαφέρει σημαντικά από τους προηγούμενους ήρωες που είχε δημιουργήσει ο Κάφκα μέχρι τότε, το 1915, οι οποίοι είναι λίγο πολύ ταυτόσημοι με ό,τι παραδοσιακά πλέον ορίζεται ως «καφκικό» και αναφέρομαι τόσο στον Γκέοργκ Μπέντεμαν από την «Κρίση» και στον Γκρέγκορ Ζάμζα από τη «Μεταμόρφωση» όσο βέβαια και στον Γιόζεφ Κ. από τη Δίκη. Ο Κάφκα άρχισε να γράφει τον Μπλούμφελντ αμέσως αφού σταμάτησε να γράφει τη Δίκη. Καμία ενοχή δεν βασανίζει τον γηραιό εργένη Μπλούμφελντ μέσα στην απόλυτα πειθαρχημένη καθημερινότητά του. Γεμάτος σιγουριά για το άτομό του, χωρίς ίχνος αμφιβολίας, με ζηλευτή αυτοπεποίθηση και υπερβάλλοντα ζήλο πορεύεται μόνος και αμετανόητος τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική ζωή του, τα δύο κολαστήρια του Φραντς Κάφκα. Ουσιαστικά ο Μπλούμφελντ αποτελεί μια νηφάλια αυτοσαρκαστική ματιά του δημιουργού του.

Έτσι, η απόφαση μετάφρασης και αυτόνομης έκδοσης της ιστορίας του Μπλούμφελντ ήταν ένας τρόπος να αναδειχθεί η σημασία και η ιδιαιτερότητα του έργου αυτού. Και είναι μεγάλη η χαρά μου που η έκδοση πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Αυστριακής Εταιρείας για τη Λογοτεχνία και της Αυστριακής Εταιρείας Φραντς Κάφκα και με τη χορηγία της κυπριακής Wunderart Productions.

Aν θέλεις να είσαι μεταφραστής, δεν πρέπει να στηρίζεσαι σε προηγούμενες μεταφράσεις, για να μην κάνεις λάθος, αλλά στο πρωτότυπο. Εκείνο έχει όλες τις απαντήσεις.

Όταν κάτι δεν μεταφράζεται για πρώτη φορά σε μια γλώσσα, πολλές φορές θεωρείται αυτονόητο ότι ο μεταφραστής οφείλει να κοιτάξει τις προηγούμενες μεταφράσεις, ενώ πολύ συχνά επίσης προτείνεται να συμβουλευτεί κανείς τη μετάφραση και σε μια άλλη τρίτη γλώσσα. Η πρακτική αυτή, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει τόσο σχέση με τη μετάφραση όσο με τη μεταφρασεολογία. Μπορώ να τη δεχθώ μόνο στο πλαίσιο μιας ακαδημαϊκής επιστημονικής εργασίας. Και μάλιστα στο πλαίσιο μιας τέτοιας εργασίας οφείλει κανείς να επισημαίνει όχι μόνο τα λάθη αλλά και τις ωραίες λύσεις των προηγούμενων μεταφραστών και να δικαιολογεί, ενδεχομένως, τις προτάσεις του όταν διαφέρουν. Το να επισημαίνεις απλώς σε έναν πρόλογο, επίμετρο ή συνέντευξη ότι ο προηγούμενος μεταφραστής είχε αντιληφθεί λάθος το τάδε ή το δείνα δεν έχει καμία πραγματική αξία. Πέραν τούτου είναι πολύ διαφορετικό να παλεύεις να μεταφράσεις, δηλαδή να ξαναγράψεις στη γλώσσα σου από το μηδέν, ένα κείμενο από το να παλεύεις να το μεταφράσεις, αφού το έχεις διαβάσει και στη γλώσσα σου, πριν οριστικοποιήσεις τη δική σου εκδοχή. Αυτόματα τα όριά σου περιορίζονται. Από τη μια μπορεί ασυνείδητα να οδηγηθείς σε κάποια ακραία μεταφραστική λύση μόνο και μόνο για να μη θυμίζεις μια προηγούμενη μετάφραση, από την άλλη πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να παρασυρθείς από κάποια εσφαλμένη επιλογή ενός προηγούμενου μεταφραστή. Βέβαια υπάρχει και ο κίνδυνος να κάνεις ο ίδιος κάποια εσφαλμένη επιλογή, από την οποία ενδεχομένως να σε είχε σώσει μια προηγούμενη μετάφραση. Όμως, αν θέλεις να είσαι μεταφραστής, δεν πρέπει να στηρίζεσαι σε προηγούμενες μεταφράσεις, για να μην κάνεις λάθος, αλλά στο πρωτότυπο. Εκείνο έχει όλες τις απαντήσεις. Όσον αφορά τις μεταφράσεις σε μια τρίτη γλώσσα, έχουμε πολλές φορές την τάση στην Ελλάδα να θεωρούμε θέσφατα τις μεταφραστικές επιλογές ενός Άγγλου ή Γάλλου μεταφραστή, για παράδειγμα, και να αντιμετωπίζουμε με καχυποψία τις αντίστοιχες επιλογές ενός Έλληνα μεταφραστή. Μια τάση που ως επί το πλείστον συνοδεύεται από άγνοια της γλώσσας του πρωτοτύπου. Θα αναφέρω εδώ ότι στην ελληνική έκδοση της βιογραφίας του Κάφκα από τον Μάρεϊ δεν συμπεριλαμβάνεται μία μιάμιση σελίδα της πρωτότυπης έκδοσης, γιατί ο Μάρεϊ είχε στηριχτεί σε ένα λάθος της αγγλικής μετάφρασης του Κάφκα και είχε αναπτύξει έναν ολόκληρο συλλογισμό.

Άλλωστε η μετάφραση ενός σημαντικού και αξιόλογου λογοτεχνικού έργου δεν είναι ποτέ απλώς η μετάφραση συγκεκριμένων λέξεων, ιδιωματισμών ή φράσεων. Είναι, ή θα όφειλε να είναι, ένα άρτιο οικοδόμημα. Ο σκελετός του, τα μπετά του, τα σίδερα στα μπετά του, η τοιχοποιία του δεν φαίνονται.

Παρ’ όλ’ αυτά, όταν μεταφράζω κάτι που έχει ήδη μεταφραστεί στο παρελθόν, πάντα μ’ αρέσει να ρίχνω εκ των υστέρων μια ματιά στις προηγούμενες μεταφράσεις. Όπως ρίχνω και στις επόμενες. Ίσως είναι επαγγελματική διαστροφή, ίσως απλή περιέργεια να δω τι έκανε κάποιος άλλος σε κάποια σημεία που παιδεύτηκα ιδιαίτερα.

Στη συγκεκριμένη μετάφραση, για παράδειγμα, πέρα από τις συνήθεις δυσκολίες που συναντά κανείς στη μετάφραση γενικότερα και στη μετάφραση του Κάφκα ειδικότερα, με απασχόλησε ιδιαίτερα η απόδοση δύο λέξεων: αφενός το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένες οι δύο μπάλες που εμφανίζονται, οι «Zelluloidbälle» του πρωτοτύπου, και αφετέρου η λέξη που χρησιμοποιείται για τους δύο βοηθούς του Μπλούμφελντ, τους «Praktikanten» του πρωτοτύπου.

Για το μεν υλικό επέλεξα τελικά τον εξελληνισμένο παλιό τύπο «κελουλοΐτης» αντί του ξενικού «σελουλόιντ», που ήταν η πρώτη αυτόματη επιλογή μου, βασιζόμενος κυρίως στο γεγονός ότι και στα γερμανικά, ενώ χρησιμοποιείται αυτό το δάνειο από τα αγγλικά, η προφορά του είναι εκγερμανισμένη αλλά και στο ότι το «σελουλόιντ» θα έφερνε στο μυαλό του αναγνώστη το «φιλμ», κάτι που θα τον δυσκόλευε να σχηματίσει εικόνα για τις δύο μπάλες. Επιπλέον, η λέξη «κελουλοΐτης» φέρει το βάρος της πατίνας του χρόνου, η οποία είναι εμφανής σε ολόκληρο το οικοδόμημα της μεταφραστικής προσέγγισής μου.

Μια «ελεύθερη» μετάφραση με τον λαμπερό μανδύα της άρνησης της «πιστότητας» δεν είναι συχνά τίποτε άλλο παρά προπέτασμα καπνού, για να καλύψει, ασυνείδητα πολλές φορές, τη μεταφραστική ανεπάρκεια ή κάποια συγγραφικά απωθημένα.

Στην περίπτωση των «Praktikanten» δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί το απλό «πρακτικάριοι», ως πολύ πρόσφατος νεολογισμός, και το «ασκούμενοι» δεν δικαιολογείται από το κείμενο, αφού δεν πρόκειται για δικηγόρους. Η γερμανική λέξη προέρχεται ουσιαστικά από τη μετοχή ενεστώτα του λατινικού ενεργητικού ρήματος «practicare», για να δηλώσει «κάποιον που κάνει την πρακτική του» και διατηρεί αυτή την «ενεργητική διάθεση» στο άκουσμά της σε αντίθεση με την ελληνική μετοχή «εκπαιδευόμενοι», που αυτόματα υπονοεί και έναν «εκπαιδευτή». Το δε «μαθητευόμενοι», που θα ήταν περισσότερο πιθανό, το απέρριψα λόγω μιας αίσθησης φροντίδας που δημιουργεί συνειρμικά, σ’ εμένα τουλάχιστον, η σύμβαση του να μαθητεύεις κοντά σε κάποιον, παρότι διατηρεί, θα έλεγα, την «ενεργητική διάθεση» αυτού που μαθητεύει και αποδίδει ουσιαστικά και τη διαφορά στον βαθμό ιεραρχίας που έχουν οι «Praktikanten» από τον Μπλούμφελντ στο κείμενο. Προτίμησα, ωστόσο, να κάνω ένα μεταφραστικό άλμα, μπορεί να πει κανείς, χρησιμοποιώντας τη λέξη «παρατρεχάμενοι». Η επιλογή αυτή συνάδει με την άποψη του Μπλούμφελντ για τον μοναδικό και αναντικατάστατο ρόλο του στο εργοστάσιο λευκών ειδών και είναι πολύ φυσικό όταν ζήτησε έναν «Praktikanten» να είχε στο μυαλό του ένα άτομο δραστήριο, που θα τον ελάφρυνε από τον τεράστιο φόρτο εργασίας του, περισσότερο έναν «παρατρεχάμενο» δηλαδή απ’ ό,τι έναν «μαθητευόμενο» ή «εκπαιδευόμενο». Συγχρόνως η επιλογή αυτή συνάδει και με την ειρωνικά υποτιμητική διάθεση του εργοστασιάρχη, ο οποίος τελικά παρείχε στον Μπλούμφελντ δύο «Praktikanten» και σύμφωνα με τις φήμες σκόπευε «να παρέχει σιγά σιγά στον Μπλούμφελντ έναν παρατρεχάμενο για κάθε ράφτρα, επομένως συνολικά εξήντα περίπου. Εάν όμως κι αυτοί δεν επαρκούν, θα του στείλει, λέει, ακόμη περισσότερους και δεν θα σταματήσει προτού γίνει τέλειο το τρελοκομείο που αναπτύσσεται εδώ και χρόνια, λέει, στο τμήμα του Μπλούμφελντ».

Θεωρώ ότι τα δύο παραπάνω παραδείγματα αντικατοπτρίζουν τρόπον τινά την τοποθέτησή μου στον άξονα «πιστή μετάφραση – καλή μετάφραση», αν και το μείζον ζήτημα για μένα έγκειται στο να πάψουμε να θεωρούμε αυτούς τους δύο όρους αντίθετους και να αρχίσουμε να τους θεωρούμε ταυτόσημους, με την έννοια ότι μια μετάφραση είναι «πιστή» μόνο όταν είναι «καλή» και είναι «καλή» μόνο όταν είναι «πιστή». Κάθε κείμενο είναι μοναδικό και σου υπαγορεύει τον τρόπο που θα το μεταφράσεις. Οι έτοιμες λύσεις αντενδείκνυνται. Το ίδιο ισχύει και για τους επεξηγηματικούς πλατειασμούς. Η υποτίμηση της νοημοσύνης των αναγνωστών αντενδείκνυται. Οι φαντασιώσεις ότι βελτιώνω το πρωτότυπο αντενδείκνυνται. Αν δεν καταλαβαίνω γιατί λέγεται ό,τι λέγεται, ούτε «καλά» ούτε «πιστά» μπορώ να το μεταφράσω. Μια «ελεύθερη» μετάφραση με τον λαμπερό μανδύα της άρνησης της «πιστότητας» δεν είναι συχνά τίποτε άλλο παρά προπέτασμα καπνού, για να καλύψει, ασυνείδητα πολλές φορές, τη μεταφραστική ανεπάρκεια ή κάποια συγγραφικά απωθημένα.


kafka exΟ Αλέξανδρος Κυπριώτης γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα και σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει θεατρικά έργα, διηγήματα, μικρά πεζά, παραμύθια και ποιήματα. Έχει μεταφράσει Τόμας Μανν, Φραντς Κάφκα, Ερνστ Βάις, Χανς Έριχ Νόσσακ, Τόμας Μπέρνχαρντ, Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, Μπότο Στράους, Τζέννυ Έρπενμπεκ, Κάρεν Ντούβε, Ελφρίντε Γέλινεκ, Μοχαμμάντ Χεμματί, Καταρίνα Μπέντιξεν κ.ά. Έχει διδάξει μετάφραση γερμανόφωνης λογοτεχνίας επί σειρά ετών στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας & Επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και περιστασιακά στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Λογοτεχνικής Μετάφρασης της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και στο Διαπανεπιστημιακό-Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μετάφρασης-Μεταφρασεολογίας του ΕΚΠΑ και του ΑΠΘ, καθώς και σε ανεξάρτητα εργαστήρια μετάφρασης που οργανώνει.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Χριστίνα Σωτηροπούλου: «Η μετάφραση βιβλίων σπουδαίων συγγραφέων όπως ο Κουτσί δεν είναι δύσκολη: είναι απαιτητική»

Χριστίνα Σωτηροπούλου: «Η μετάφραση βιβλίων σπουδαίων συγγραφέων όπως ο Κουτσί δεν είναι δύσκολη: είναι απαιτητική»

Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη, η μεταφράστρια Χριστίνα Σωτηροπούλου για τη μετάφραση του μυθιστορήματος του Τζ.Μ. Κουτσί [J. M. Coetzee] «Ο ...

Αθηνά Ψυλλιά: «Τα πάντα στη νουβέλα του Ραντουάν Νασσάρ ήταν δύσκολα για μένα»

Αθηνά Ψυλλιά: «Τα πάντα στη νουβέλα του Ραντουάν Νασσάρ ήταν δύσκολα για μένα»

Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη, η μεταφράστρια Αθηνά Ψυλλιά για τη μετάφραση της νουβέλας του Ραντουάν Νασσάρ [Nassar R...

Έφη Τσιρώνη: «Τα κείμενα της Μέρντοχ έχουν την ιδιότητα να λύνουν τα προβλήματα που τα ίδια θέτουν»

Έφη Τσιρώνη: «Τα κείμενα της Μέρντοχ έχουν την ιδιότητα να λύνουν τα προβλήματα που τα ίδια θέτουν»

Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη, η μεταφράστρια Έφη Τσιρώνη για τη μετάφραση του μυθιστορήματος της Άιρις Μέρντοχ [Iris Murdoch] «Η καμπάνα» (...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Το βιβλίο της μορφής και του κενού» της Ρουθ Οζέκι (κριτική) – Αναζητώντας διέξοδο από το χάος

«Το βιβλίο της μορφής και του κενού» της Ρουθ Οζέκι (κριτική) – Αναζητώντας διέξοδο από το χάος

Για το μυθιστόρημα της Ρουθ Οζέκι [Ruth Ozeki] «Το βιβλίο της μορφής και του κενού» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Κλειδάριθμος). Κεντρική εικόνα: Στιγμιότυπο από την ταινία «Τhe Book of Henry». 

Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη

...
Με τον «Ντετέκτιβ» του Δημήτρη Χατζή συνεχίζονται οι «Παραβάσεις / Αναγνώσεις», το αναλόγιο του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος

Με τον «Ντετέκτιβ» του Δημήτρη Χατζή συνεχίζονται οι «Παραβάσεις / Αναγνώσεις», το αναλόγιο του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος

Τρίτη παρουσίαση για τις «Παραβάσεις / Αναγνώσεις» –το θεατρικό αναλόγιο του ΚΠΙΣΝ στον Φάρο– την Κυριακή 10 Δεκεμβρίου με τη Μαρία Σκουλά να διαβάζει το διήγημα «Ο Ντέτεκτιβ» του Δημήτρη Χατζή, σε επιμέλεια του συνθέτη Κορνήλιου Σελαμσή.

Επιμέλεια: ...

«Πολύ αργά πια» της Κλερ Κίγκαν (προδημοσίευση)

«Πολύ αργά πια» της Κλερ Κίγκαν (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Κλερ Κίγκαν [Claire Keegan] «Πολύ αργά πια» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 7 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Την Παρασκευή, 29 Ιουλίου, το...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Πολύ αργά πια» της Κλερ Κίγκαν (προδημοσίευση)

«Πολύ αργά πια» της Κλερ Κίγκαν (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Κλερ Κίγκαν [Claire Keegan] «Πολύ αργά πια» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 7 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Την Παρασκευή, 29 Ιουλίου, το...

«Η εμμονή» της Ανί Ερνό (προδημοσίευση)

«Η εμμονή» της Ανί Ερνό (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ανί Ενρό [Annie Ernaux] «Η εμμονή» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 7 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Δεν ήθελε να μου πει το όνομά της.

...
«Μερικές ακόμα σημειώσεις ενός πορνόγερου» του Τσαρλς Μπουκόβσκι (προδημοσίευση)

«Μερικές ακόμα σημειώσεις ενός πορνόγερου» του Τσαρλς Μπουκόβσκι (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Τσαρλς Μπουκόβσκι [Charles Bukowski] «Μερικές ακόμα σημειώσεις ενός πορνόγερου» (νέα μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς), που κυκλοφορεί στις 7 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα δέκα καλύτερα βιβλία του 2023 σύμφωνα με τους New York Times

Τα δέκα καλύτερα βιβλία του 2023 σύμφωνα με τους New York Times

Η συντακτική ομάδα των New York Times ξεχώρισε τα καλύτερα βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2023, επιλέγοντας πέντε έργα μυθοπλασίας και πέντε δοκίμια. Στην κεντρική εικόνα, η Ζέιντι Σμιθ [Zadie Smith], συγγραφέας του «The fraud», το οποίο αναφέρεται στη λίστα ως ένα από τα πέντε σημαντικότερα μυθιστορήματα του έτους που ...

«Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή» – Αυτοβιογραφίες και βιογραφίες, 15+1 επιλογές από τις πρόσφατες εκδόσεις

«Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή» – Αυτοβιογραφίες και βιογραφίες, 15+1 επιλογές από τις πρόσφατες εκδόσεις

Τι κοινό μπορεί να έχει η Μαρινέλλα με τον Έλον Μάσκ; Η Μαρία Κάλλας με τον Ανδρέα Παπανδρέου και ο Πρίγκιπας Χάρι με τον Διονύση Σιμόπουλο; Οι βιογραφίες όλων αυτών, και μερικές ακόμη, κυκλοφόρησαν τους προηγούμενους μήνες και σας τις παρουσιάζουμε.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστό...

Κλερ Κίγκαν – Η Ιρλανδή που ανέδειξε τις χάρες της μικρής φόρμας

Κλερ Κίγκαν – Η Ιρλανδή που ανέδειξε τις χάρες της μικρής φόρμας

Η Ιρλανδή συγγραφέας έχει αγαπηθεί από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και όχι άδικα. Τι είναι αυτό που την κάνει ιδιαίτερη και γιατί η πρόσφατη νουβέλα της «Πολύ αργά πια» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο) την καταξιώνει. 

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

13 Δεκεμβρίου 2022 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2022

Έφτασε η στιγμή και φέτος για την καθιερωμένη εδώ και χρόνια επιλογή των εκατό από τα καλύτερα βιβλία λογοτεχνίας της χρονιάς που φτάνει σε λίγες μέρες στο τέλος της. Ε

ΦΑΚΕΛΟΙ