
Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Πολυμενάκου «Μόνο ένα θαύμα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γραφή.
Γράφει ο Σόλωνας Παπαγεωργίου
Τα μελλοντολογικά έργα, οραματιζόμενα το μακρινό μέλλον, αφορούν κατά πρώτο λόγο την εποχή του συγγραφέα. Σχολιάζουν επίκαιρα θέματα, καυτηριάζουν, λειτουργούν αποτρεπτικά ή προτρεπτικά, και γι’ αυτό έχουν ορατή πολιτική διάσταση. Από τις απαρχές του είδους, τον Τελευταίο άνθρωπο της Σέλεϊ, τη Σιδερένια φτέρνα του Λόντον και το Εμείς του Ζαμιάτιν, ως τις σύγχρονες δημιουργίες που επεκτείνονται στον χώρο του σινεμά και της τηλεόρασης (κάπου εδώ το «Black Mirror» αξίζει ειδική μνεία), η μυθοπλασία του είδους κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τα απολυταρχικά καθεστώτα -κι ολιγαρχικά, προσθέτουμε πλέον-, τους εξαιρετικά μεταδοτικούς ιούς, την καταστροφή του πλανήτη, τις συνέπειες της ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης κ.ά.
Επιβεβαιώνοντας τον παραπάνω κανόνα, η «Τριλογία των φάρων» του Γιώργου Πολυμενάκου παρουσιάζει ένα δυστοπικό πανόραμα. Στο πρώτο μέρος, το Σημείο εξόδου ένα (εκδ. Απόπειρα, 2021), ο πολιτισμός καταρρέει ύστερα από μια πανδημία – είναι σαφές πως οι καραντίνες για την αντιμετώπιση του Covid-19 αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης. Στο Σκοτεινό φως (εκδ. Γραφή), τη μυθιστορηματική συνέχεια, ο Πολυμενάκος θίγει την άνοδο της ακροδεξιάς και την προσφυγική κρίση. Στο τρίτο και καταληκτικό μέρος, Μόνο ένα θαύμα (εκδ. Γραφή), ο συγγραφέας εμπνέεται από ακόμα ένα μεγάλο ζήτημα των καιρών μας, την κλιματική αλλαγή.
Ένας άγονος πλανήτης
Στο σύμπαν του μυθιστορήματος η Γη έχει καταλήξει να ‘ναι ένας άγονος πλανήτης και οι πόροι έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο. Κάτω από έναν ήλιο που καίει, μια φυλή ανθρώπων, οι Περιττοί, προσπαθεί να επιβιώσει συλλέγοντας ένα ορυκτό, το σόμα, και παραδίδοντάς το στους μονόλιθους, που ως αντάλλαγμα, τους προμηθεύουν με νερό και τροφή. Οι μονόλιθοι, όπως και οι δρόνοι που τους εποπτεύουν, είναι δημιουργήματα των Άλλων, της προνομιούχας κάστας που ζει σε μια υπόγεια πόλη, υπό το καθεστώς του Πρώτου Πολίτη, ενός αυτοκαταστροφικού δικτάτορα. Όλα αλλάζουν όταν ένας Άλλος φαροφύλακας, που επιτηρεί την έρημο, αποφασίζει να σώσει τη ζωή μιας Περιττής κοπέλας…
Στα πιο αξιόλογα στοιχεία του βιβλίου συγκαταλέγεται η οικολογική θεματική του. Εδώ και κάποιο καιρό, στο εξωτερικό, το βλέμμα της λογοτεχνικής κριτικής έχει στραφεί, μεταξύ άλλων, προς τις οικοκεντρικές αναγνώσεις, επακόλουθο της ανάπτυξης των πράσινων σπουδών. Το Μόνο ένα θαύμα μπορεί να ερμηνευτεί εκτενώς υπό αυτό το πρίσμα. Ο κόσμος του μυθιστορήματος είναι μια καυτή έρημος. Οι άνθρωποι αναρωτιούνται τι πάει να πει ποτάμι (σελ. 14), και όπως είναι αναμενόμενο, οι φράσεις του παλαιού κόσμου έχουν αλλάξει νόημα:
«Προχωρούσαμε ήδη μία ώρα, κάτω από έναν ήλιο με δόντια.
»Το ξέρω πως παλιά είχε άλλη σημασία αυτή η έκφραση, ήταν για τον ήλιο μιας ηλιόλουστης αλλά παγερής μέρας. Κι αυτό, όμως, όπως και πολλά άλλα, έχουν αλλάξει. Τα δόντια του ηλίου δεν είναι πια σχήμα λόγου. Είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα. Τα νιώθεις να μπήγονται όπου σε βρουν απροστάτευτο: στα γυμνά σου χέρια και σε όποιο σημείο του προσώπου σου η ταλαιπωρημένη μαντήλα έχει χαλαρώσει και το έχει αφήσει ακάλυπτο». [σελ. 230]
Ο πλανήτης Γη θα συνεχίσει να υπάρχει· το ερώτημα το οποίο έχει προκύψει στην Ανθρωπόκαινο εποχή είναι αν θα εξακολουθήσουμε να υπάρχουμε εμείς πάνω σ’ αυτόν.
Ο πλανήτης Γη θα συνεχίσει να υπάρχει· το ερώτημα το οποίο έχει προκύψει στην Ανθρωπόκαινο εποχή είναι αν θα εξακολουθήσουμε να υπάρχουμε εμείς πάνω σ’ αυτόν. Υπονοείται πως η δυστοπία του Πολυμενάκου είναι η συνέπεια ενός πολέμου που δεν διεξήχθη μεταξύ κρατών, αλλά εταιρικών συνασπισμών – ο συγγραφέας στρέφει τα βέλη του στους άπληστους ηγεμόνες της βιομηχανίας. Ο άνθρωπος τρυγά τη ρημαγμένη φύση, προσπαθώντας άκαρπα να αυξήσει το προσδόκιμο ζωής του – τα μέλη της ελίτ, μέσω επεμβάσεων, διεκδικούν μια τεχνητή νεότητα, και ο Πρώτος Πολίτης «ελπίζει ότι μετά από διάφορα πολυδάπανα στάδια επεξεργασίας, θα μπορέσει να αντλήσει από [το σόμα] το περιβόητο ελιξίριο της αθανασίας» (σελ. 73). Η δυστοπία, λοιπόν, είναι ένας κόσμος στον όποιο η λέξη «σόμα» δεν πάει να πει «κορμί», αλλά παραπέμπει στο μυθικό ποτό του Ινδουισμού, προς μια αποκρυφιστική εκδοχή του οποίου έχει στραφεί ο δικτάτορας του βιβλίου.
Το ζήτημα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί πως το μυθιστόρημα πραγματεύεται, εξίσου εκτενώς με τα οικολογικά ζητήματα, τις συνέπειες του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Στο μέλλον που αναπαριστάται στο βιβλίο επιβιώνει μια ακραία εκδοχή του χριστιανισμού, η οποία φαίνεται να δοξάζει κυριότερα τη Θεοτόκο, παρά τον υιό, πιθανώς επειδή μια από τις λιγοστές εκκλησίες που στέκονται όρθιες είναι η Πόρτα Παναγιά και -πιθανώς, πάλι- επειδή αυτή έφερε στον κόσμο μας την ενσάρκωση του τριαδικού θεού, συμμετέχοντας στο θαύμα της γέννησης. Από την άλλη, η Περιττή κεντρική ηρωίδα αντιμετωπίζει με δυσπιστία τη θρησκεία καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου, όπως άλλωστε φαίνεται στα αποσπάσματα που ακολουθούν:
«Φυσικά, δεν έχει ρωτήσει ποτέ τους γέροντες γιατί συμβαίνει αυτό. Θα της έλεγαν τα γνωστά: κάτι για δαίμονες ή για θεούς». [σελ. 94]
«Πιο μακριά, κρυμμένη στο σκοτάδι, η Πόρτα Παναγιά. Φαντάστηκε τη ζωγραφισμένη γυναίκα να κοιτάζει με τα συμπονετικά της μάτια, έξω από τη χαλασμένη πόρτα, έναν κόσμο που πεθαίνει αβοήθητος». [σελ. 175]
«Περίμενα να μου πει πόσο παράξενα όμορφος είναι αυτός ο τόπος ή να με ρωτήσει ποιος δαίμονας ή θεός τον έφτιαξε, αλλά εκείνη με ρώτησε αν έχει μείνει καθόλου νερό στο παγούρι μου». [σελ. 206]
Σε κάποια χωρία, μέσω της χρήσης της γλώσσας, ο συγγραφέας «απομυθοποιεί» τη θρησκεία
Σε κάποια χωρία, μέσω της χρήσης της γλώσσας, ο συγγραφέας «απομυθοποιεί» τη θρησκεία, όπως όταν αναφέρεται στον μάλλινο σκούφο που στεφανώνει το πρόσωπο ενός καλόγερου, του μοναχού «μιας πίστης που έχει κι εκείνη πεθάνει από καιρό». Με αντίστοιχο τρόπο αξιοποιεί την Αποκάλυψη του Ιωάννη, η οποία, αντί να δώσει απαντήσεις για την καταστροφή του κόσμου, αποτρελαίνει τον επιμελέστερο μελετητή της, που μάλιστα τυγχάνει να είναι Μουσουλμάνος, οπλίζοντάς τον με φανατισμό και μ’ ένα γεμάτο τουφέκι. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, το άλογο που εμφανίζεται να επιβιώνει ως εκ θαύματος στην έρημο δεν είναι ένα θαύμα της φύσης, ούτε η απότοκος κάποιου θρησκευτικού θαύματος, αλλά το αποτέλεσμα της ανθρώπινης παρέμβασης. Στις καταληκτικές σελίδες, το τέλος της Ιστορίας -κι όχι της ιστορίας- παραμένει «ανοιχτό», αβέβαιο – ο άνθρωπος πρέπει να βρει μια λύση κι απαιτείται χρόνος για να συμβεί αυτό.
Κάποιες επισημάνσεις σχετικά με το ύφος
Για το τέλος άφησα κάποιες επισημάνσεις σχετικά με το ύφος. Τα σύντομα κεφάλαια του βιβλίου χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτά που η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, αποσπάσματα από το ημερολόγιο του φαροφύλακα, και σ’ αυτά της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Στο σύνολό της, η αφήγηση ακολουθεί έναν ρυθμό, με συνεχόμενες εναλλαγές απ’ το ένα είδος κεφαλαίων στο άλλο, που επιταχύνεται όταν η πλοκή αποκτά περισσότερη ένταση. Η γλώσσα της τριτοπρόσωπης αφήγησης παραμένει, σε γενικές γραμμές, πολύ λιτή, σχεδόν ξερή, με προτάσεις της μίας και μοναδικής λέξης. Από την άλλη, η γλώσσα στα κεφάλαια του φαροφύλακα, ιδίως όταν εκφράζονται τα συναισθήματα του ήρωα, γίνεται κάπως στομφώδης («φοβόμουν ότι μπορεί ξαφνικά να σε χάσω, ότι η μορφή σου θα μπορούσε να γίνει αντικατοπτρισμός στην έρημο του χρόνου», «πριν βγω στον έξω κόσμο και αντικρίσω το φέγγος της νύχτας – το ποιητικό αυτό οξύμωρο θα σ’ έκανε να χαμογελάσεις για μια ακόμη φορά αν ήσουν εδώ»). Η συγκεκριμένη επιλογή είναι σίγουρα συνειδητή, αλλά η εναλλαγή από το ένα ύφος στο άλλο σε κάποια σημεία «κλωτσάει».
Θεματικά, το μυθιστόρημα παρουσιάζει ενδιαφέρον. Αποτίνει φόρο τιμής στον Όργουελ, τα έργα του οποίου έχουν ασκήσει έντονη επιρροή στον συγγραφέα, προκρίνοντας τις προοδευτικές αποφάσεις των ηρώων του και προσδίδοντας έτσι αντιδογματικό και πολιτικό χαρακτήρα στο βιβλίο.
*Ο ΣΟΛΩΝ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι απόφοιτος φαρμακευτικής, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε σε επιλογή κειμένων και μετάφρασή του η ανθολογία «Τα μυστικά της συγγραφής» (εκδ. Key Books).
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γιώργος Πολυμενάκος γεννήθηκε στο νησάκι Κρανάη, σε ένα μικρό σπίτι δίπλα στον φάρο του Γυθείου. Μεγάλωσε και ζει στο Πέραμα, τη δυτικότερη συνοικία του Πειραιά.
Τον Δεκέμβριο του 2019 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του «Ιστορίες από την άλλη όχθη» από τις εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ – δεύτερη έκδοση Σεπτέμβριος 2021. Τον Δεκέμβριο του 2020, το διήγημά του «Γουχάν, Τικόπια, Αθήνα» διακρίθηκε ως ένα από τα πέντε καλύτερα του διαγωνισμού «Πεζογραφία δωματίου ή Ημέρες Εγκλεισμού» των εκδόσεων ΚΙΧΛΗ. Τον Νοέμβριο του 2021 εκδόθηκε από την ΑΠΟΠΕΙΡΑ το μυθιστόρημά του «Σημείο Εξόδου Ένα», το οποίο επιλέχθηκε ως ένα από τα δέκα καλύτερα μυθιστορήματα του 2021 στα λογοτεχνικά βραβεία του περιοδικού «Ο Αναγνώστης», τον Ιούνιο του 2022. Ξεκίνησε τη δυστοπική «Τριλογία των Φάρων» με το «Σημείο Εξόδου Ένα» και τη συνέχισε με τα μυθιστορήματα «Σκοτεινό Φως» (εκδόσεις ΓΡΑΦΗ, 2023) και «Μόνο ένα θαύμα» (εκδόσεις ΓΡΑΦΗ, 2024)
Γράφει στίχους από το 1985. Τραγούδια του («Χειμωνιάτικα μπαρ», «Παραισθήσεις», «Ο τόπος που μεγάλωσα», «Πίνω, πίνω» και άλλα πολλά), έχουν μελοποιήσει και ερμηνεύσει διάφοροι Έλληνες καλλιτέχνες. Έχει δημιουργήσει το πειραματικό ντοκιμαντέρ «Ο ΤΟΠΟΣ».