Επιστροφή σε μια νέα πατρίδα - Για τη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου «Η θάλασσα» (εκδ. Κίχλη).
Της Διώνης Δημητριάδου
Μια ιστορία που αντλεί την προμετωπίδα από το κείμενο της Αποκάλυψης (Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι, Αποκάλυψις Ιωάννου, 21,1) προϊδεάζει για τοπίο δυστοπικό, που να αγγίζει τις παλιές προφητείες δημιουργώντας μια υπόρρητη ανησυχία για την πιθανότητα ανατροπής των ως τώρα δεδομένων. Αρκεί η λογοτεχνία να λειτουργεί ως μια δυνάμει πραγματικότητα, όσο αντιβαίνει η συγγραφική αρχική ιδέα ακριβώς την υπάρχουσα. Και εδώ έγκειται η αξία μιας γραφής, όπως αυτή του Μιχάλη Μακρόπουλου, που έχει δοκιμαστεί με επιτυχία στην παραποίηση της εικόνας του κόσμου που προσλαμβάνουν οι αισθήσεις μας, προκειμένου να οδηγήσει την ανάγνωση σε νέα πρόσληψη του τοπίου, επινοημένου πλέον.
Tι συμβαίνει όταν το λιώσιμο των πάγων (υπαρκτό γεγονός με τις επαπειλούμενες συνέπειες) αποκαλύπτει έναν αρχαίο μετεωρίτη, που υπομονετικά περίμενε να σπείρει τον όλεθρο στη γη με τον κυοφορούμενο μέσα του ιό;
Εν προκειμένω: τι συμβαίνει όταν το λιώσιμο των πάγων (υπαρκτό γεγονός με τις επαπειλούμενες συνέπειες) αποκαλύπτει έναν αρχαίο μετεωρίτη, που υπομονετικά περίμενε να σπείρει τον όλεθρο στη γη με τον κυοφορούμενο μέσα του ιό;
«Είπαν πως ήταν ένας ιός, γιατί δεν ήξεραν πώς ν’ αποκαλέσουν αυτό που είχε ταξιδέψει με το μετεωρίτη ως τη Γη και ύστερα περίμενε κοιμισμένο μες στους πάγους, πότε θα έλιωναν». (σελ. 36)
Η γη ερημώνει, το ανθρώπινο είδος αφανίζεται. Μια μετάλλαξη σειράς γονιδίων κάνει τη φυσική επιλογή: λιγοστοί όσοι θα επιβιώσουν. Πρέπει, όμως, να δημιουργήσουν ένα νέο τόπο κατοικίας, υπόγειο, μια πλασματική, τεχνητή ατμόσφαιρα (και ζωή). Το μόνο που τους συνδέει με το φυσιολογικό «πριν» της ζωής τους είναι η μνήμη, με όσα επιλεκτικά και διηθημένα στο ζοφερό παρόν, μπορεί να διατηρήσει. Έχει, άραγε, σημασία μέσα σε όλα τα ενθυμήματα η μνήμη της θάλασσας; Το ζωογόνο στοιχείο, η υγρή πραγματικότητα, τόσο μακρινή πλέον. Αλλά και η υγρή θηλυκότητα, ικανή να τροφοδοτήσει τη ζωή και να δημιουργήσει νέα.
H αφήγηση ανήκει σε ένα κορίτσι, που αποφασίζει είκοσι χρόνια μετά να επιστρέψει στο γήινο τοπίο, για να δέσει τις μνήμες της με τα απομεινάρια του παρελθόντος. Μια αναζήτηση της ενηλικίωσης, που δεν έχει συντελεστεί ακόμη.
Καθόλου τυχαία η αφήγηση ανήκει σε ένα κορίτσι, που αποφασίζει είκοσι χρόνια μετά να επιστρέψει στο γήινο τοπίο, για να δέσει τις μνήμες της με τα απομεινάρια του παρελθόντος. Μια αναζήτηση της ενηλικίωσης, που δεν έχει συντελεστεί ακόμη. Να δει το σπίτι της ή ό,τι απέμεινε από αυτό· άδειο από ανθρώπινες παρουσίες, αφού μόνον αυτή μπόρεσε να διασωθεί από την καταστροφή που αφάνισε την οικογένειά της. Πιο πολύ, όμως, να δει τη θάλασσα, που τη φαντάζεται όπως και τότε τη φανταζόταν· δεν την είχε δει ποτέ:
«Ο πατέρας μου όλο έλεγε πως θα μας πήγαινε να τη δούμε μα ποτέ δεν τα κατάφερνε. Μ’ άρεσε πιο πολύ έτσι, που μπορούσα να τη βλέπω με το νου μου». (σελ.16)
Σημαδιακό το απολίθωμα του αμμωνίτη που πήρε μαζί του το κορίτσι όταν εγκατέλειψε το σπίτι και τους δικούς της για να σωθεί στον υπόγειο νέο κόσμο. Μια σύνδεση με το θαλάσσιο τοπίο, μια υπόσχεση επιστροφής και αναζήτησης. Η ανάγκη να ενωθεί η θηλυκή της ύπαρξη με το υγρό αρχέγονο στοιχείο, θηλυκό και αυτό. Στην ιστορία του Μακρόπουλου η αρσενική παρουσία είναι ελάχιστη, και οπωσδήποτε δεν εστιάζει σ’ αυτήν η συγγραφική πρόθεση. Γυναικεία υπόθεση φαίνεται λοιπόν να είναι, ωστόσο η στροφή στο θηλυκό στοιχείο εγκιβωτίζει μέσα της την καταστροφή και την αναγέννηση, το σκοτάδι και την ελπίδα ταυτόχρονα για όλο το ανθρώπινο γένος. Σε όλη την ιστορία σπαρμένα τα σύμβολα της συγγραφικής ιδέας, προκαλούν την αναγνωστική πρόσληψη, ώστε να ενωθούν τα δύο μισά σε ένα, να προκύψει η αποκωδικοποίηση. Ο κόσμος μας, όπως τον γνωρίζουμε, καταστρέφεται οδηγούμενος σταδιακά στη φθορά, στην ανεπάρκεια των μέσων ζωής, στην αυτοκατάργησή του. Το κλειδί που θα ανοίξει την πόρτα του εγκαταλελειμμένου σπιτιού στην έρημη πόλη μπορεί να βρίσκεται πίσω από το παντζούρι, όμως, στην πραγματικότητα περιμένει (σκουριασμένο) στον βυθό της θάλασσας. Πρέπει να καταδυθείς, να το ψάξεις και να το φέρεις στην επιφάνεια. Καμία επιστροφή δεν είναι εύκολη, καμία ωρίμαση, καμία ενηλικίωση δεν χαρίζεται χωρίς τίμημα. Όσα φέρεις μαζί σου από το παρελθόν αναδύονται με τη δική τους αυτονομία από τη λήθη· δεν είναι πάντοτε τα πιο σπουδαία, είναι, όμως, αυτά που χρειάζεται η μνήμη για να λειτουργήσει ξανά. Έτσι, το κορίτσι μόνον αχνά θυμάται τη μορφή του πατέρα της, κι όμως θυμάται στιγμές (ασήμαντες;) από τη μητέρα της, όπως το αργό και προσεκτικό ξεφλούδισμα ενός φρούτου και το λέκιασμα του τραπεζομάντιλου. Ποιος εγγυάται ότι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή είναι και τα πιο εντυπωσιακά; Το νήμα της επιστροφής πλέκεται από τα πιο ταπεινά υλικά. Και τελικά, αυτό που ποτέ δεν είχε χαρεί (ούτε καν αντικρίσει), η θάλασσα, συνιστά τον πιο διακαή πόθο, που την ωθεί στο ταξίδι προς τα πίσω και προς τα πάνω.
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία κι ύστερα άρχισε να γράφει (νουβέλες, διηγήματα, μυθιστορήματα και βιβλία για παιδιά) και να μεταφράζει (κατά βάση σπουδαίους αμερικανούς και άγγλους συγγραφείς). Πρόσφατα τιμήθηκε με το βραβείο του Αναγνώστη για τη νουβέλα του, Μαύρο νερό (εκδ. Κίχλη) |
Η ζωή είναι απλή. Κι όταν η λογοτεχνική γραφή μπορεί να καταγράψει αυτή τη σπουδαία απλότητα και να την εντάξει στο πανανθρώπινο σκηνικό που επινοεί, τότε η αξία της είναι ξεχωριστή. Ο Μακρόπουλος διακρίνεται από μια ευαισθησία απέναντι στην προβληματική συνύπαρξη του ανθρώπου με το περιβάλλον, που ο ίδιος κατακρεουργεί μη αναλογιζόμενος τις συνέπειες. Κι αν γράφει τις ιστορίες του με το βλέμμα πότε πίσω στην παράδοση και πότε στο αμφίβολο μέλλον, παρακινεί έτσι κι αλλιώς σε έναν αναστοχασμό τον αναγνώστη του. Κι αν συχνά τα τοπία του θυμίζουν «επιστροφές», όπως τις ξέρουμε από τα πλάνα του Ταρκόφσκι, είναι γιατί μια κοινή θεματική επιλογή τούς διακρίνει, με τη μνήμη να καθίσταται ταυτόχρονα οδυνηρή μα και σωτήρια, με τα σκηνικά τους να αποπνέουν και τη θλίψη των απολεσθέντων αλλά και την αμυδρή ελπίδα που γεννά η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Η ηρωίδα της ιστορίας με τη σκόπιμη ανωνυμία της (δεν κατονομάζεται πουθενά, αν και η φίλη της, με την οποία επιχειρούν το ταξίδι της επιστροφής, έχει όνομα) λειτουργεί η ίδια ως σύμβολο για την κατακτημένη ζωή, για τη θαρραλέα επιλογή. Τα λόγια της Αποκάλυψης στην προμετωπίδα του βιβλίου έχουν τώρα μια δυνητική συνέχεια, εντελώς προσωπική για τον καθένα που εισχωρεί συνειδητά στο σκηνικό της ζωής: η θάλασσα μπορεί να μην υπάρχει πλέον στην προφητική αποκαλυπτική εικόνα, ωστόσο μπορεί να ανακαλυφθεί εκ νέου – με όποια μορφή θέλουμε να προσδώσουμε σ’ αυτό το μείζον σύμβολο της ιστορίας του Μακρόπουλου. Πάντοτε μια επιστροφή είναι προσωπική υπόθεση, όπως και το τι εννοείται ως επιστροφή.
«Δεν αποτόλμησα να κατέβω βαθιά, αλλά από μέρα σε μέρα μπορούσα να κρατάω όλο και περισσότερο την αναπνοή μου. Ώσπου έφτασα ένα πρωί ως τον πυθμένα, όπου ήταν το χάλασμα ενός σπιτιού […] έκλεισα γύρω από κάτι το χέρι μου κι ανέβηκα στην επιφάνεια ξανά.[…] στη χούφτα μου κρατούσα ένα σκουριασμένο κλειδί». (σελ. 72-73)
Στο εξώφυλλο (Στον Άι-Γιάννη με κύμα, φωτογραφία του συγγραφέα) ένα θαλασσινό τοπίο προκλητικό στην αναταραχή του. Όσο και η ιστορία του βιβλίου.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).
→ Στην κεντρική εικόνα, πλάνο από την ταινία Καθρέφτης (1975) του Αντρέι Ταρκόφσκι.
Η θάλασσα
Μιχάλης Μακρόπουλος
Κίχλη 2020
Σελ. 80, τιμή εκδότη €10,00