Για τη νουβέλα του Jean Back «Ερασιτέχνης» (μτφρ. Μαριάννα Αβούρη, εκδ. Βακχικόν), που τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας. Φωτογραφία: Blue Bird © Pexels
Της Χριστίνας Μουκούλη
Χριστούγεννα του 1971. Ένας καθηγητής που «εκβιαστικά» πείθει τον μαθητή του να γράψει μια ιστορία κι ένας μαθητής που αποφασίζει να γράψει αντί να πάει με την παρέα του για μπίρες. Ο καθηγητής είναι ο Γκαστ Ρόλινγκερ. Υπαρκτό πρόσωπο. Παθιασμένος σκηνοθέτης, συγγραφέας και καθηγητής σε λύκειο. Ο μαθητής είναι βέβαια ο συγγραφέας, ο οποίος τελικά γοητεύεται από τη λογοτεχνία και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να την υπηρετεί. Και μια ιστορία που ξεκινά να γράφεται το 1971, μπαίνει στο συρτάρι για πολλά χρόνια και ολοκληρώνεται το 2007.
Ο τίτλος της ιστορίας που γράφει ο μαθητής είναι Η οικία με τα επτά πατώματα και λαμβάνει χώρα στη Μαριόνα, μια φανταστική πόλη χτισμένη πάνω στον ποταμό Αύριο, όπου συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Η πόλη βρίσκεται κάτω από έναν ισοβαρή στρόβιλο και αυτή η κλιματική ιδιαιτερότητα της επιτρέπει να έχει μόνο δύο εποχές: καλοκαίρι και χειμώνα. Στη φάση του περάσματος από τη μια εποχή στην άλλη, οι άνθρωποι γίνονται πολύ δεκτικοί σε νέες ιδέες, επικρατεί μια περίοδος ευθυμίας και ανεμελιάς. Σ’ αυτή την παράξενη πόλη γεννιέται ο Έργουιν, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο οποίος ως παιδί βλέπει τον κόσμο από τις φωτεινές χαραμάδες ανάμεσα στις σανίδες της αποθήκης όπου τον κλειδώνει ο πατριός του. Παραμονές Χριστουγέννων και ο Έργουιν, μεγάλος πλέον, έχοντας προηγουμένως διαπράξει τον φόνο ενός κοριτσιού, επισκέπτεται την πολυκατοικία των επτά ορόφων, η οποία είναι σχεδόν εγκαταλελειμμένη, για να πουλήσει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εκεί συναντά κάποιους πολύ ιδιαίτερους ανθρώπους.
Μέσα από αυτή την πολυφωνική αφήγηση το τελικό αποτέλεσμα θα προκύψει από τη σύνδεση των επιμέρους τμημάτων και θα αποκαλυφθεί μπροστά μας ένα πολύ ενδιαφέρον ψηφιδωτό. Γλώσσα κοφτερή, σκληρή και ρεαλιστική, η γλώσσα των νέων, με όλη την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό της.
Καταλυτική παρουσία στο βιβλίο, η Ρόζα. Είναι η κοπέλα με την οποία έχει σχέση τότε ο συγγραφέας και στην οποία αφηγείται την ιστορία που γράφει. Η Ρόζα, αυστηρός κριτής, έχει άποψη για το πώς πρέπει να επιλέγονται οι χαρακτήρες και διαφωνεί συχνά με τις επιλογές του συγγραφέα σε σχέση με τα πρόσωπα, τον αφηγηματικό χώρο και χρόνο, ή για την εξέλιξη της πλοκής. Η σχέση των δύο νέων βαδίζει παράλληλα με την εξέλιξη της ιστορίας. Δυναμική, ανεξάρτητη κι απελευθερωμένη, η Ρόζα παρακολουθεί την επικαιρότητα, έχει διαμορφωμένες απόψεις και προοδευτικές αντιλήψεις. Αποκαλεί τον συγγραφέα ερασιτέχνη, αποδίδοντάς του αυτό τον χαρακτηρισμό λόγω της ενασχόλησής του με τη φωτογραφία αλλά και λόγω της στάσης του απέναντι στη ζωή γενικότερα.
Ο Ζαν Μπακ γεννήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1953 στο Λουξεμβούργο, στην Ντουντελάνζ, μια βιομηχανική πόλη στα σύνορα με τη Γαλλία. Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος, αρχικά στο Υπ. Εργασίας και στη συνέχεια στο Υπ. Πολιτισμού. Ήταν επικεφαλής του Εθνικού Οπτικοακουστικού Κέντρου στην Ντουντελάνζ. Διοργάνωσε την έκθεση ζωγραφικής «Τόποι και Πορτρέτα στις περιοχές των ανθρακωρυχείων» (1990). Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 2003 με το μυθιστόρημα Wollekestol. Έκτοτε έγραψε δέκα βιβλία. Το 2010 τιμήθηκε για τον Ερασιτέχνη με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας. |
Η ιστορία συμπληρώνεται τμηματικά, πότε με τις προτάσεις του συγγραφέα και πότε με τις αντιπροτάσεις της Ρόζας. Μέσα από αυτή την πολυφωνική αφήγηση το τελικό αποτέλεσμα θα προκύψει από τη σύνδεση των επιμέρους τμημάτων και θα αποκαλυφθεί στον αναγνώστη ένα πολύ ενδιαφέρον ψηφιδωτό. Γλώσσα κοφτερή, σκληρή και ρεαλιστική, είναι η γλώσσα των νέων, με όλη την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό της. Λόγος ευθύς και άμεσος που χαρακτηρίζεται από έντονη προφορικότητα. Παράλληλα έχουμε πολλές αναφορές σε στοιχεία της μυθολογίας της χώρας, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα να εναλλάσσονται στην αφήγηση το πραγματικό με το φανταστικό στοιχείο.
Με τρόπο ουσιαστικό, αποτυπώνεται η κοινωνία της εποχής, και θίγονται πολλά και ενδιαφέροντα θέματα: Η ζωτική σημασία της γνώσης, η επιμονή σε έναν στόχο που απαιτεί κόπο και θέληση, η φαντασία ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση, ο τρόπος με τον οποίο βιώνει ο καθένας τον πόλεμο, η συνεργασία ως εγγύηση για την επίτευξη κοινών στόχων, η δύναμη της τηλεόρασης και η παραπλάνηση των ΜΜΕ, η εκμετάλλευση των γυναικών, οι διεκδικήσεις των νέων, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες, η υπερεκμετάλλευση της φύσης, αλλά κι επίσης πώς ένα λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να μας μιλήσει για όλα αυτά.
Η μετάφραση της Μαριάννας Αβούρη αποδίδει επαρκώς τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του συγγραφέα.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Ερασιτέχνης
ΖΑΝ ΜΠΑΚ
Μτφρ. ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΑΒΟΥΡΗ
ΒΑΚΧΙΚΟΝ 2021
Σελ. 114, τιμή εκδότη €10,60
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Και ξαφνικά ο Έργουιν είδε με απίστευτο ζήλο αυτό που τα μάτια του δεν είχαν αντιληφθεί νωρίτερα: οι τοίχοι του διαμερίσματος αποτραβήχτηκαν, δίνοντας τη θέση τους σε μια πλατιά έκταση. Βλαστοί από καλάμια έστεκαν δίπλα σε ξεκοιλιασμένα κουφάρια αλόγων. Τα πιόνια του σκακιού γλιστρούσαν πάνω από τα καρό χωράφια, σάμπως τα κινούσε ένα αόρατο χέρι. Κάτω από τον ανέφελο ουρανό, το χωράφι εκτεινόταν όλο και μακρύτερα. Πετσέτες με την αστερόεσσα κυμάτιζαν πάνω από βιετναμέζικους ορυζώνες, ελικόπτερα έκαναν γύρους, ξερνώντας φωτιά και καπνό, ψεκάζοντας τη ζούγκλα με Πορτοκαλί Παράγοντα. Χριστουγεννιάτικες φάτνες γυάλιζαν στο λαμπερό φως της ημέρας και τα λαμπιόνια στα κεφάλια των αλόγων ανέδιδαν μια μυρωδιά λαδιού και βενζίνης. Παλιά λάστιχα βρίσκονταν δίπλα στους πασσάλους που ήταν καρφωμένα γουρούνια που έσκουζαν».