Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ποια είναι η Χρυσάνθη που επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από είκοσι χρόνια στη Γερμανία και εξαφανίζεται απρόσμενα; Είναι το χαμένο κέντρο μιας αφήγησης που ξεκινά στο τρένο της επιστροφής στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Είναι η μετανάστρια που είχε φύγει μέσα στην Κατοχή για να βρει δουλειά, έστω και στη χώρα των κατακτητών, και τώρα γυρίζει σε μια Ελλάδα που ζει τον μετεμφυλιακό διχασμό και προσπαθεί να ανακάμψει οικονομικά και κοινωνικά.
Πρωταγωνιστής ωστόσο του μυθιστορήματος είναι ο Αρίστος, που ανέλαβε να συνοδεύσει τη Χρυσάνθη στην πατρίδα και μετά την εξαφάνισή της αρχίζει μια έμμονη αναζήτηση, λες και αυτή ήταν δικός του άνθρωπος. Οι συναντήσεις του με πρόσωπα, παλιές και νέες γνωριμίες, με έμμεσες διακειμενικές αντανακλάσεις και με ιστορικές μνήμες, φέρνουν στο προσκήνιο μια πλειάδα Ελλήνων που αντιπροσωπεύουν ποικίλες τάσεις μιας χώρας που ψάχνει να βρει την ταυτότητά της. Ή μήπως να την κατασκευάσει; Ανάμεσά τους ο Βάϊος που θέλει να πουλήσει το ασύμφορο φωτογραφείο, ο Αποστόλης που είναι η χαμένη αγάπη της εξαφανισμένης, ο Βιρτζίλης, που, αν και πρώην δωσίλογος, αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο της γης και της παράδοσης, ο τοκογλύφος Πίζας που πλούτισε μέσα στην Κατοχή, ο τυπογράφος Πασχαλίδης κ.λπ.
Η αναζήτηση της ταυτότητας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα
Ποια είναι λοιπόν η Χρυσάνθη που σκιαγραφείται εν τη απουσία της και προκαλεί γενική συστράτευση; Όσο εμφανίστηκε στις πρώτες σελίδες ήταν μια προκλητική μεσήλικη που στωικά και ενίοτε ασύστολα αντιμετωπίζει τη ζωή και προκαλεί με τα λόγια της. Όσο απουσιάζει, αναζητείται και γίνεται το απαραίτητο υποπόδιο της αφήγησης, η οποία αναφύεται σαφής μεν, αλλά και αφαιρετική, αργή και μυστηριώδης, που συμπληρώνει τα κενά της όταν δεν δημιουργεί καινούργια, που κινείται οπισθοδρομικά, από τη δεκαετία τού ’60 -μετά τη δολοφονία τού Λαμπράκη- μέχρι πίσω στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, που μιλάει για την ιστορία ζώντας την ιστορία.
Στη θέση τής Χρυσάνθης, μιλάει για την πρότερη ζωή τους ο Αποστόλης, ο οποίος εκφράζει το πνεύμα τής ουδετερότητας που τήρησε μέσα στον Εμφύλιο, αν και ο ίδιος δεν μπόρεσε να γλιτώσει ούτε από την αιχμαλωσία των Αριστερών, ούτε από την καχυποψία των Δεξιών, όταν κατάφερε να δραπετεύσει. Και τα διδάγματα που κράτησε έκτοτε ήταν πως όποιος και να νικούσε θα έπρεπε να εξοντώσει τον αντίπαλο, για να μην ξανασηκώσει ο άλλος κεφάλι, ενώ ο ηττημένος έχανε πέρα από την εξουσία και κάθε δικαίωμα στη ζωή, την ομαλότητα, την περιουσία και την αξιοπρέπειά του.
Τελικά, η Χρυσάνθη που ποτέ δεν ξαναφάνηκε, πλην ενός σύντομου περάσματος στο τέλος, είχε ήδη δηλωθεί αγνοούμενη από την αδελφή της κι έτσι η περιουσία της μεταβιβάστηκε σ’ αυτήν. Ο Δ. Νόλλας στο πρόσωπό τής συμβολίζει την άλλη όψη της ήττας, αυτής των εξόριστων, των αυτοεξόριστων του εμφυλίου, που έμειναν τύποις ζωντανοί αλλά στην πράξη, στη γραφειοκρατία της Ελλάδας, τέθηκαν στο περιθώριο και αποκλείστηκαν από την κοινωνική ζωή.
Η χαμένη ιστορική αλήθεια
Το έργο δείχνει το χαμένο κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης και της ιστορικής αλήθειας. Με μοντερνιστική οπτική και ιδεολογία, εμφανίζει ήδη εξ αρχής το πραγματικό πρόσωπο της Χρυσάνθης και μετά το ψάχνει ανά την Ελλάδα και ανά την ιστορία, από άνθρωπο σε άνθρωπο σε μια πορεία μαθητείας, που δεν έχει οριστικό τέλος. Αλλά και η ιστορική αλήθεια υπάρχει κάπου εκεί στο παρελθόν, αλλά, όπως αποκαλύπτει ο Αποστόλης, «αλήθεια δεν είναι μόνο αυτό που έγινε αλλά κι αυτό που θα μπορούσε να έχει γίνει».
Η απάντηση της λογοτεχνίας στην ιστορία δεν είναι πρωτόγνωρη και γι’ αυτό ο Δ. Νόλλας δεν προσκομίζει κάτι καινούργιο. Γράφει με τον γνωστό του τρόπο, που υποδεικνύει μια άλλη πραγματικότητα πίσω από την αφήγηση, που ζητά να μην σταματήσει ο αναγνώστης στη μεστότητα του λόγου και στη γλωσσική σταθερότητα της γραφής αλλά να συνεχίσει σε μια αργή έστω περιδιάβαση στις ιδέες περί ταυτότητας, προσωπικής τε και εθνικής.
Αλλά συνάμα μένοντας στη μικρή φόρμα, αφού το μυθιστόρημα διαρθρώνεται από σπονδύλους, ελάχιστα συνδεδεμένους μεταξύ τους, ελάχιστα οικονομημένους ώστε να συναποτελέσουν ένα ενιαίο όλο, κατασκευάζει ένα ετερόκλητο γαϊτανάκι που δεν διακρίνεται για τη σφιχτή δομή του. Το ταξίδι στην Ελλάδα σταματά σε στάσεις που δεν ολοκληρώνουν την ιστορία, αλλά τη συνεχίζουν αέναα, όπως και την αναζήτηση -από τον Αρίστο- στην αρχή τής Χρυσάνθης, έπειτα των ανθρώπων του χρήματος και της εξουσίας, και τέλος τής έκδοσης των ποιημάτων του, στοιχεία ατάκτως ερριμμένα, που προκαλούν εύλογη απορία για τη συνθεσιμότητά τους. Κι αν τα πρόσωπα είναι αυτά που σηκώνουν όλο το βάρος τής ιστορικής ερμηνείας και ταυτόχρονα της αναζήτησης μιας ταυτότητας που ουδέποτε παγιώθηκε, το βιβλίο μένει μετέωρο σε ένα ατελεύτητο «ανάμεσα».
Δημήτρης Νόλλας
Εκδόσεις Ίκαρος, 2013
Τιμή: € 14,00, σελ. 184