Για το αφήγημα του Roberto Vecchioni «Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα» (μτφρ. Δημήτρης Παπαδημητρίου, εκδ. Κριτική).
Του Σπύρου Κιοσσέ
Ο Roberto Vecchioni (γεν. 1943) συστήνεται στο ελληνικό κοινό μέσω του έργου του Il libraio di Selinunte (2004), με μια καλαίσθητη έκδοση από την «Κριτική», σε εξαιρετική μετάφραση του Δημήτρη Παπαδημητρίου.
Συνομιλεί με τη μυθολογία, την ιστορία, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο δημιουργώντας μουσικές, ποιητικές και πεζογραφικές συνθέσεις που σε μεγάλο μέρος τους συνιστούν αλληγορίες.
Ο ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ιταλία τραγουδοποιός και συγγραφέας έχει στο ενεργητικό του πολλές επιτυχίες στη μουσική και λογοτεχνική σκηνή της χώρας του. Τόσο τα τραγούδια του όσο και η συγγραφική του παραγωγή, πέρα από την ενσωμάτωση αυτοβιογραφικών στοιχείων, χαρακτηρίζονται από την αξιοποίηση πλήθους διακειμενικών αναφορών στην παγκόσμια λογοτεχνία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Vecchioni έχει σπουδάσει κλασική φιλολογία και έχει διατελέσει επί σειρά ετών καθηγητής ιστορίας και λογοτεχνίας στην τριτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ορμώμενος από προσωπικά βιώματα, ακούσματα και αναγνώσματα, συνομιλεί με τη μυθολογία, την ιστορία, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο δημιουργώντας μουσικές, ποιητικές και πεζογραφικές συνθέσεις που σε μεγάλο μέρος τους συνιστούν αλληγορίες (πβ. την πρώτη του εμφάνιση στη δισκογραφία με τον τίτλο Parabola).
Στο σύντομο αφήγημα Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα ο έλληνας αναγνώστης μπορεί να πάρει μια γεύση από την ιδιαίτερη θεματολογία και τον γοητευτικό τρόπο γραφής του συγγραφέα. Ήδη στον «Πρόλογο σε μορφή διήγησης», που πλαισιώνει αφηγηματικά την κυρίως διήγηση, ξεκινά μια διαδικασία συμπλοκής της αλήθειας και της επινόησης, της ρεαλιστικής αναπαράστασης και της φαντασίας, της σοβαρότητας και της φάρσας. Παρόλο που ο αφηγητής αποτρέπει προγραμματικά τον αναγνώστη να διαβάσει τη διήγηση που ακολουθεί ως «φιλοσοφική αλληγορία» ή ως παραμύθι, η ιστορία διαβάζεται ακριβώς έτσι.
Μαζί με τις λέξεις έχει εξασθενίσει η συλλογική μνήμη, ενώ έχουν εκλείψει, επίσης, οι λεπτές αποχρώσεις του λόγου ως νοητικής σύλληψης και ως δυνατότητας λεκτικής εκφοράς.
Η πλοκή εκτυλίσσεται στον Σελινούντα, πόλη στη νοτιοδυτική Σικελία, όπου είχε ιδρυθεί η γνωστή αρχαιοελληνική αποικία. Η πόλη αυτή έχει βυθιστεί στη σιωπή. Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων βασίζεται πλέον σε ελάχιστες λέξεις και κυρίως σε απλοϊκούς κώδικες και χειρονομίες. Μαζί με τις λέξεις έχει εξασθενίσει η συλλογική μνήμη, ενώ έχουν εκλείψει, επίσης, οι λεπτές αποχρώσεις του λόγου ως νοητικής σύλληψης και ως δυνατότητας λεκτικής εκφοράς: «Η καθημερινή ρουτίνα έχει γίνει αποδεκτή. Είκοσι με τριάντα βασικά ρήματα καταφέρνουμε να τα θυμόμαστε και να τα χρησιμοποιούμε στην κατάλληλη κάθε φορά περίσταση. Δεν πετυχαίνουμε όμως το πέρασμα από το ένα στο άλλο, δεν ξέρουμε από πού έρχονται και πού πάνε· δεν είμαστε σε θέση να τα παραλλάξουμε και να τα ντύσουμε με χρόνους, τρόπους ή με μιαν απόχρωση. Κι εδώ βρίσκεται το βασικό πρόβλημα· έχει χαθεί η παλέτα των αποχρώσεων. Μαζί με τις αποχρώσεις έχουν χαθεί και τα συναισθήματα που τις συνοδεύουν ή τις προκαλούν. Το ρήμα “αγαπώ”, για παράδειγμα, έχει για όλους ένα και μοναδικό νόημα. Όταν κάποιος εκφέρει αυτό το ρήμα, οι λογικοί συνειρμοί που παράγει ο νους μας είναι πάντα οι εξής ίδιοι, και άλλοι δεν υπάρχουν: “ισχυρή φυσική ανάγκη κι αναστάτωση από την έλλειψη του αντικειμένου (με υψηλό αριθμό παραδειγμάτων, γύρω στα δέκα)· κατοχή, γάμος, παιδιά, κληρονομιά και σεξ ανάλογα με τις ανάγκες”». Πώς και γιατί περιήλθε η πόλη σε αυτή την κατάσταση αφασίας; Πώς εμπλέκεται ο μυστηριώδης γέρος βιβλιοπώλης που εμφανίζεται ξαφνικά στην πόλη και προσφέρει «κάθε βράδυ στις 9, στην οδό Τρεμόντι, λογοτεχνικές αναγνώσεις, είσοδος δωρεάν»; Και κυρίως, ποιοι ήταν οι λόγοι της «δαιμονοποίησης» και της περιθωριοποίησής του από όλους τους κατοίκους του Σελινούντα, εκτός από ένα παιδί;
Ένα γοητευτικό αφήγημα για τη δύναμη του λόγου και της λογοτεχνικής ανάγνωσης.
Ένα γοητευτικό αφήγημα για τη δύναμη του λόγου και της λογοτεχνικής ανάγνωσης, με πλήθος ενσωματωμένες παραπομπές σε αριστοτεχνικά δείγματα λογοτεχνικής έκφρασης, από τη Σαπφώ, τον Σοφοκλή και τον Κάτουλλο μέχρι τον Δάντη, τον Σαίξπηρ και τον Τολστόι, που καθίστανται έτσι θεματικές αυτοαναφορές. Και κυρίως μια αλληγορική δυστοπία για τη «λογοτεχνία σε κίνδυνο», για να δανειστούμε τα λόγια του Todorov. Ως «soundtrack» συνοδευτικό της ανάγνωσης προτείνουμε το ομότιτλο τραγούδι του Vecchioni. Περιμένουμε με ενδιαφέρον και άλλες μεταφράσεις έργων του.
* Ο ΣΠΥΡΟΣ ΚΙΟΣΣΕΣ είναι διδάσκων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου» (εκδ. Κριτική).
Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα
Roberto Vecchioni
Μτφρ. Δημήτρης Παπαδημητρίου
Κριτική 2019
Σελ. 128, τιμή εκδότη €10,00