Του Γιώργου Λαμπράκου
Όποιος απελπίζεται με τα γεγονότα είναι δειλός, όποιος όμως αποθέτει κάποια ελπίδα στην ανθρώπινη κατάσταση είναι τρελός. Αλμπέρ ΚαμύΤι κάνεις όταν ξεκινά ένας πόλεμος, και δη παγκόσμιος; Τι κάνεις όταν έχεις εγκλωβιστεί σε μια χώρα, σε μια πόλη, σε ένα σπίτι, κι έχεις να αντιμετωπίσεις έναν φαινομενικά παντοδύναμο και πραγματικά ειδεχθή εισβολέα; Τι κάνεις όταν έχει φύγει η μέρα της ειρήνης, όταν έχουν έρθει τα μεσάνυχτα του πολέμου, όταν αρχίζει η νύχτα της βαρβαρότητας;
Ή μήπως η νύχτα είναι ακριβώς η κατάλληλη στιγμή για να γλιτώσεις από όσους σε καταδιώκουν για να σε συλλάβουν και να σε ανακρίνουν, η κατάλληλη στιγμή για να δράσεις εναντίον τους με στόχο την ελευθερία; Γενικότερα, τι κάνεις όταν δεν ξέρεις τι να κάνεις;
3 Σεπτεμβρίου 1939: η Αγγλία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο στη Γερμανία, η οποία έχει εισβάλει δύο μέρες νωρίτερα στην Πολωνία. Με εναρκτήριο σημείο την κατά πολλούς σημαντικότερη ημερομηνία του 20ού αιώνα, η οποία σηματοδοτεί το ξεκίνημα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο γάλλος συγγραφέας Νταν Φρανκ, στο ενδιαφέρον βιβλίο του Μεσάνυχτα, ξεδιπλώνει τη σκέψη και κυρίως τη δράση δεκάδων διάσημων ανθρώπων στην κατεχόμενη από τους ναζί Γαλλία, με επίκεντρο το Παρίσι.
Την άνοιξη του 1940 τα γερμανικά στρατεύματα προελαύνουν στο εσωτερικό της γαλλικής επικράτειας, περνώντας την ξακουστή για την πλήρη αποτυχία της «γραμμή Μαζινό» με μια άνεση που ούτε οι πιο αισιόδοξοι ναζί δεν θα περίμεναν.
Ως γνωστόν, την άνοιξη του 1940 τα γερμανικά στρατεύματα προελαύνουν στο εσωτερικό της γαλλικής επικράτειας, περνώντας την ξακουστή για την πλήρη αποτυχία της «γραμμή Μαζινό» με μια άνεση που ούτε οι πιο αισιόδοξοι ναζί δεν θα περίμεναν. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Φρανκ: «Οι Γάλλοι βρίσκονταν ακόμα στο 1914, όταν οι άλλοι [οι Γερμανοί] έμπαιναν στο 1940». Η χώρα κόβεται στα δύο, με το βόρειο τμήμα να τελεί υπό άμεση γερμανική κατοχή και το νότιο τμήμα, το λεγόμενο «Βισύ», να κυβερνάται από τη δωσίλογη κυβέρνηση του στρατάρχη Πεταίν. Η Αντίσταση των Γάλλων ξεκινά, μα δεν έχει την ορμή και το πάθος που θα επιδείξουν οι αντιστασιακές δυνάμεις άλλων κατεχόμενων χωρών, μεταξύ αυτών η Ελλάδα.
Ανεξάρτητα από το αν αποφασίσει κανείς να αντισταθεί, κάτι πρέπει να κάνει, αφού η ζωή έχει έρθει τα πάνω κάτω. Η ελευθερία είναι ισχνή, το φαγητό λειψό, οι δουλειές περιορισμένες (και για ορισμένες ομάδες ανθρώπων, όπως οι Εβραίοι, απολύτως κλειστές βάσει διαταγμάτων), το κλίμα μαύρο και άραχλο. Όπως είναι φυσικό, μέσα σε αυτές τις ζοφερές συνθήκες, οι αντιδράσεις των Γάλλων ή των μόνιμα εγκατεστημένων στη Γαλλία καλλιτεχνών, συγγραφέων και διανοουμένων κινήθηκαν σε όλο το δυνατό φάσμα.
Τι έκαναν συγγραφείς και καλλιτέχνες όταν μπήκαν οι Γερμανοί στο Παρίσι
Καταρχάς, υπήρχαν αυτοί που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν αμέσως τη χώρα για διάφορους λόγους, όπως π.χ. το ότι ανήκαν σε κάποια από τις κατηγορίες ανθρώπων που σίγουρα θα διώκονταν (Εβραίοι, κομουνιστές, αντιναζί και αντιφρονούντες κάθε τύπου, καλλιτέχνες στιγματισμένοι ως «εκφυλισμένοι», κ.α.). Μεταξύ αυτών που κατόρθωσαν να γλιτώσουν, καταφεύγοντας σε διάφορους προορισμούς (οι περισσότεροι μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες), ήταν ο πρωθιερέας των σουρεαλιστών Μπρετόν, κορυφαίοι καλλιτέχνες όπως ο Ντισάν, ο Νταλί, ο Ερνστ, ο Τανγκύ, ο Μασόν, ο Σαγκάλ, καθώς και στοχαστές, όπως ο Αρόν, που κατέφυγε στην Αγγλία.
Στη συνέχεια, έχουμε αυτούς που αποφάσισαν να τρέξουν να σωθούν στο νότιο τμήμα της Γαλλίας, που παρότι δεν ήταν φιλελεύθερο, ήταν σαφώς πιο ασφαλές. Με βασικό προορισμό τα παράλια της Μεσογείου, όπως η Μασσαλία και η Κυανή Ακτή, κατάφεραν να γλιτώσουν («λιάζονταν» είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο Φρανκ, μάλλον υπερβολικά) χωρίς να λάβουν ουσιαστικά μέρος στον πόλεμο ή την αντίσταση ο Ζιντ, ο Ματίς και πολλοί άλλοι. Κάποιοι εξ αυτών, όπως ο Ζιντ, ήταν ούτως ή άλλως σε μεγάλη ηλικία για να πολεμήσουν, ωστόσο ο σεβαστός λογοτέχνης αρνήθηκε να συνεργαστεί με το Βισύ και ενίοτε συμμετείχε σε αντιφασιστικές επιτροπές.
Πολλά έχουν γραφτεί για τον ρόλο του Σαρτρ και της Μποβουάρ την περίοδο της Κατοχής. Κάποιοι θεωρούν πως οι δυο τους συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση, εξού και αργότερα χαρακτηρίστηκαν ήρωες.
Συνάμα, υπήρχαν αυτοί που παρέμειναν στο Παρίσι και είτε σιώπησαν, είτε αντιστάθηκαν μάλλον για να κατευνάσουν τις ενοχές τους. Πολλά έχουν γραφτεί για τον ρόλο του Σαρτρ και της Μποβουάρ την περίοδο της Κατοχής. Κάποιοι θεωρούν πως οι δυο τους συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση, εξού και αργότερα χαρακτηρίστηκαν ήρωες. Άλλοι, όπως ο Φρανκ, πιστεύουν πως αμφότεροι συμμετείχαν στην Αντίσταση απλώς συμβολικά, με πολλές επιφυλάξεις και σε δευτερεύοντες ρόλους (για τον Καμύ ο συγγραφέας επιφυλάσσει μια κάπως πιο αγωνιστική θέση). Ο φιλόσοφος Ζανκελεβίτς υποστήριξε ότι «οι κάθε λογής υπερενθουσιώδεις στρατεύσεις του Σαρτρ μετά τον πόλεμο στόχο είχαν να αντισταθμίσουν τις σιωπές του στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής». Το όνομα του Σαρτρ δεν αναγραφόταν καν στον διαβόητο «κατάλογο Όττο» με τους χίλιους τίτλους βιβλίων των οποίων η κυκλοφορία απαγορεύτηκε. Στο ερώτημα «Τι έκανες στον πόλεμο Ζαν-Πολ;», η απάντηση παραμένει αμφίσημη για τον υπαρξιστή εραστή του «Κάστορα».
Μια κατηγορία καλλιτεχνών που δεν συμμετείχαν στην Αντίσταση ήταν οι απολιτίκ, όπως π.χ. ο Κοκτώ, οι οποίοι λόγω της ουδέτερης θέσης τους, μα συχνά και από μια αφέλεια που διακρίνει όσους αδιαφορούν για τα πολιτικά, συχνά δέχονταν πυρά από όλες τις πλευρές. Ο Κοκτώ χρεώθηκε το λάθος να γράψει κείμενα υπέρ του γερμανού γλύπτη Άρνο Μπρέκερ, ενός προσφιλούς καλλιτέχνη και προστατευόμενου των ναζί, ενώ κατηγορήθηκε πως στηρίζει «ομοφυλόφιλους αλήτες», όπως ο μέγας Ζενέ. Ένας άλλος κορυφαίος καλλιτέχνης που έμεινε στο Παρίσι, αλλά δεν ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, ήταν ο Πικάσο: λόγω της φήμης του, και παρά τη δημιουργία της αντιφασιστικής Γκερνίκα, ο ισπανός ζωγράφος είχε δίκιο να μη φοβάται ότι θα τον πειράξουν, και περιορίστηκε στο να βοηθά οικονομικά κάποιους φίλους του.
Εκείνοι που αντιστάθηκαν και εκείνοι που συνεργάστηκαν
Η ομάδα διανοουμένων με την οποία ασχολείται περισσότερο ο Φρανκ είναι οι ενεργά συμμετέχοντες στην Αντίσταση. Από αυτούς, άλλοι το έκαναν επειδή τους ωθούσε η ιδεολογία τους, συνήθως κομουνιστική, ενώ άλλοι συμμετείχαν με κίνητρο έναν συνδυασμό ηθικής, ευθύνης, ανάγκης και αγάπης για την ελευθερία (ο συγκεκριμένος συνδυασμός προφανώς ενέπνεε και κάποιους κομουνιστές, με τη διαφορά ότι αυτοί είχαν ως δεδηλωμένο στόχο μια κομουνιστική επανάσταση μετά τον πόλεμο). Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν π.χ. κομουνιστές και αντιφασίστες όπως ο Αραγκόν και ο Ελυάρ, που παρά την ενεργή αντίστασή τους έμειναν ασυγχώρητοι στα μάτια πολλών παλιών συνοδοιπόρων τους για τον ανίατο σταλινισμό τους. Ιδίως ο Ελυάρ, αυτός ο υπέροχος ποιητής, έφτασε στο σημείο λίγο αργότερα, το 1950, να επιβραβεύσει δημόσια την εκτέλεση διά απαγχονισμού ενός παλιού φίλου του, του τσέχου συγγραφέα Καλάντρα.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκαν συγγραφείς όπως π.χ. ο Μπέκετ και ο Σαρ, οι οποίοι αντιστάθηκαν στους ναζί με σοβαρό κίνδυνο της ζωής τους. Ο πολιτικά ανένταχτος Μπέκετ, καθότι Ιρλανδός, είχε διαβατήριο για να διαφύγει εγκαίρως, αλλά δεν το έκανε: προτίμησε να συμμετάσχει ενεργά στην Αντίσταση. Ήταν, όπως σημειώνει ο Φρανκ, «ένας από τους ελάχιστους ξένους καλλιτέχνες που τιμήθηκε με τον πολεμικό σταυρό και το παράσημο της αναγνώρισης υπηρεσιών». Ο δε Σαρ, αυτός ο ιδιότυπος ποιητής, αποφάσισε να μη δημοσιεύσει τίποτα την περίοδο της Κατοχής κι αντ’ αυτού να πάρει τα όπλα και να αντισταθεί, ως «λοχαγός Αλεξάντρ», στους κατακτητές.
Μια μεγάλη κατηγορία γάλλων καλλιτεχνών και διανοουμένων αποφάσισαν να «προσαρμοστούν», όπως λέει με καυστικό ύφος ο Φρανκ: «όχι πέρα για πέρα καθάρματα, αλλά καθόλου ήρωες», αποφάσισαν να ζουν και να εργάζονται ωσάν να μην έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα στη χώρα τους. Συνεργάστηκαν ως έναν βαθμό με τον κατακτητή, δημοσίευαν σε εφημερίδες και περιοδικά που ελέγχονταν από τους Γερμανούς, έκαναν τα στραβά μάτια στις κατάφωρες διακρίσεις και ωμότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Μαργκερίτ Ντυράς η οποία, σύμφωνα με τον Φρανκ, «διαδραμάτιζε αποφασιστικό ρόλο στον μηχανισμό της λογοκρισίας που είχαν στήσει οι Γερμανοί». Αργά, ωστόσο (κάλλιο αργά, παρά ποτέ), ακόμα κι αυτή εντάχθηκε στην Αντίσταση.
Τέλος, κάποιοι γάλλοι συγγραφείς, μεταξύ αυτών ο Σελίν και ο Ροσέλ, συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, κυρίως για ιδεολογικούς λόγους. Ο Σελίν, γιατρός στο επάγγελμα, συντάχθηκε με τους ναζί και έγινε δωσίλογος εξαιτίας του ακραίου αντισημιτισμού του (ωστόσο ο Φρανκ τού αναγνωρίζει ότι περιέθαλψε βασανισμένους από τη Γκεστάπο). Ο Ροσέλ, τραυματίας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όπως και ο Σελίν, αφού πρώτα συνδέθηκε με τη μεσοπολεμική πρωτοπορία, τους ντανταϊστές και τους σουρεαλιστές, εντέλει υιοθέτησε, όπως αρκετές σημαντικές προσωπικότητες των ευρωπαϊκών γραμμάτων (Πάουντ, Γέιτς, Χάιντεγκερ, Μπεν, Μαλαπάρτε, Μαρινέτι, Ντ’ Ανούντσιο, Χάμσουν, κ.α.) τον φασισμό ως εναλλακτική επιλογή στον φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό.
Όπως σε κάθε περίπτωση όπου η ζωή μπλέκεται με την τέχνη, εδώ υφίσταται ο κίνδυνος να αποτιμήσουμε το έργο ενός συγγραφέα ή καλλιτέχνη με βάση το κατά πόσο μας άρεσε η στάση του απέναντι στους κατακτητές, στους φίλους και συντρόφους του, στον κάθε άγνωστο που του λάχαινε στον δρόμο, και πάει λέγοντας. Ακόμα κι αν δεχτούμε την άποψη του Φρανκ ότι η αντίσταση του Σαρτρ ήταν συμβολική, αυτό δεν μειώνει καθόλου την αξεπέραστη Ναυτία του. Η φιλοναζιστική στάση του Σελίν δεν (πρέπει να) αμαυρώνει το μεσοπολεμικό αριστούργημα Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, ούτε τα άλλα μυθοπλαστικά του έργα· το ίδιο ισχύει και για τον Ροσέλ, έναν άνθρωπο αρκούντως ευαίσθητο ώστε να γράψει ένα συγκινητικότατο βιβλίο όπως Η φλόγα που τρεμοσβήνει. Στην επαφή μας με ένα έργο τέχνης, η αισθητική κρίση οφείλει εξ ορισμού να προηγείται και να κυριαρχεί επί της όποιας κρίσης για το όποιο άλλο ζήτημα αφορά τη ζωή του δημιουργού.
Αυτό που καθιστά ιδιαίτερο το βιβλίο του είναι τα ηθικά διλήμματα μπρος στα οποία βρίσκεται διαρκώς ο αναγνώστης.
Στα Μεσάνυχτα, πάντως, ο Φρανκ δεν ενδιαφέρεται για την τέχνη, αλλά για την πολιτική. Αυτό που καθιστά ιδιαίτερο το βιβλίο του είναι τα ηθικά διλήμματα μπρος στα οποία βρίσκεται διαρκώς ο αναγνώστης καθώς μπαίνει στη θέση ατόμων που δρούσαν υπό διαρκή πίεση και απειλή: έκανε καλά π.χ. ο Καμύ, όταν δέχτηκε να αφαιρέσει ένα κεφάλαιο για τον Κάφκα (που ήταν Εβραίος) προκειμένου να εκδώσει το 1942 τον Μύθο του Σίσυφου, ή μήπως θα έπρεπε να ρισκάρει πηγαίνοντας κόντρα στους λογοκριτές του; Μήπως θα έπρεπε απλώς να κάνει υπομονή μέχρι το τέλος του πολέμου, όπως τόσοι και τόσοι δημιουργοί, ή δεν μπορούσε επειδή έπασχε από φυματίωση, γεγονός στο οποίο οφειλόταν (όπως υποδηλώνει ο Φρανκ) η βιασύνη του να εκδώσει τα βιβλία του;
Κατανόηση ή καταδίκη;
Ένα άλλο καίριο, όσο και άκρως επίκαιρο ζήτημα αφορά την ανοχή απέναντι στις διαφορετικές απόψεις: πρέπει να υπάρχει ανοχή απέναντι σε όσους δεν έχουν καμία πρόθεση να δείξουν ανοχή; Αν όχι, ποια είναι η ενδεδειγμένη τιμωρία; Στο συνέδριο που πραγματοποίησε το διεθνές Πεν Κλαμπ το 1938, για παράδειγμα, πάρθηκαν ομόφωνα κάποιες αποφάσεις που «καταδίκαζαν τα ολοκαυτώματα που γίνονταν στη Γερμανία, καταδίκαζαν τη λογοκρισία και τις βιαιότητες ενάντια στους διανοουμένους που ήταν αντίθετοι στο καθεστώς». Ωστόσο, όταν προτάθηκε η ψήφιση μιας απόφασης που θα καταδικάζει όσους υποστηρίζουν τον αντισημιτισμό, ο κορυφαίος βρετανός συγγραφέας, και επίτιμος πρόεδρος του Πεν Κλαμπ, Γουελς έφερε αντιρρήσεις με το φιλελεύθερο σκεπτικό ότι η καταδίκη των οποιωνδήποτε απόψεων είναι αφ’ εαυτού της μια μισαλλόδοξη πράξη. Πού βρίσκεται εδώ το δίκιο;
Με σκέψεις πάνω στο τι σημαίνει κατοχή, σύνορα (εσωτερικά και εξωτερικά), ευθύνη της πράξης και πράξη της ευθύνης, το ιστορικό βιβλίο του Φρανκ Μεσάνυχτα είναι γραμμένο με μια κάποια μυθοπλαστική χάρη, ενώ το ούτως ειπείν αβανταδόρικο θέμα του, με σκηνές που εναλλάσσονται ανάμεσα στο αισιόδοξο, στο γλυκόπικρο και το ζοφερό, το καθιστά ένα αγωνιώδες ανάγνωσμα. Τα Μεσάνυχτα, που βρίθουν από ιδιαίτερα «μεζεδάκια» όπου το πολιτικό μπλέκεται με το ερωτικό (η Κάλο έχει σεξουαλική σχέση με τον Τρότσκι… η Γκούγκενχαϊμ κοιμάται με έναν μεταφορέα για να τον πείσει να εξάγει στην Αμερική μια συλλογή έργων τέχνης… η Σανέλ μένει στο Ριτζ με έναν ναζί), δεν περιγράφει μόνο την τύχη διάσημων ανθρώπων, αλλά και την τύχη διάσημων έργων. Πώς σώθηκαν, για παράδειγμα, οι θησαυροί του Λούβρου; Φιλότεχνοι (ή δήθεν φιλότεχνοι) ναζί λεηλάτησαν πολλά έργα ζωγραφικής και γλυπτικής και τα μετέφεραν σε συλλογές στη Γερμανία. Συνάμα, ο Φρανκ επικεντρώνεται στην εκδοτική ιστορία κατά την περίοδο της Κατοχής, στην οποία συμμετείχαν, από τη μία οι γερμανοί λογοκριτές και οι γάλλοι συνεργάτες τους, από την άλλη άτομα και ομάδες που προσπαθούσαν να εκδίδουν και να διανέμουν το παράνομο αντιστασιακό υλικό.
Ο συγγραφέας δείχνει τις αρέσκειες και τις απαρέσκειές του χωρίς να χαρίζεται σε όσους απέφυγαν να αντισταθούν στον γερμανό κατακτητή, πόσο μάλλον σε όσους συνεργάστηκαν μαζί του.
Ο συγγραφέας, παρότι έχει συνείδηση των τρομερών κινδύνων που ελλοχεύουν κατά την Αντίσταση και εν γένει αποφεύγει τους βαρείς χαρακτηρισμούς, δείχνει τις αρέσκειες και τις απαρέσκειές του χωρίς να χαρίζεται σε όσους απέφυγαν να αντισταθούν στον γερμανό κατακτητή, πόσο μάλλον σε όσους συνεργάστηκαν μαζί του. Είναι καυστικός με τους δωσίλογους, τους αντισημίτες, τους φιλοναζί, και παράλληλα συγκινητικός στον τρόπο που περιγράφει τη δύστηνη μοίρα του Μπένγιαμιν, του Ντεσνός ή του Σαιντ Εξυπερύ. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι πίσω από μερικές δεκάδες προσωπικότητες κρύβονται εκατομμύρια άσημοι άνθρωποι, καθείς με την ιδιαίτερη δραματική ιστορία του.
Όταν επιδεινώνονται οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, όταν ξεκινά ένας πόλεμος (είτε «επίσημα», όπως ο Δεύτερος Παγκόσμιος, είτε «ανεπίσημα», όταν υπάρχει μια μεγάλη οικονομική ύφεση που πλήττει πλατιά στρώματα του πληθυσμού, όπως σήμερα), οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι παίρνουν συχνά μέρος στη μάχη, τόσο του σώματος όσο και του πνεύματος. Το αποτέλεσμα είναι συχνά αντιφατικό και πάντοτε επισφαλές: το νιώθουμε καλά στην εποχή μας, όταν εκτιμούμε το έργο συγγραφέων και καλλιτεχνών των οποίων τις πολιτικοκοινωνικές απόψεις απεχθανόμαστε, και τανάπαλιν. Όσο κι αν νομίζουμε πάντως ότι οι πεποιθήσεις μας θα μας οδηγούν στον δρόμο των ορθών επιλογών, σε οριακές στιγμές όλα είναι ρευστά: με τα λόγια του Κίρκεγκορ, πνευματικού πατέρα κάποιων από τους πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου, «η απόφαση είναι μια στιγμή τρέλας».
http://lamprakos.wordpress.com/
Νταν Φρανκ
Μτφρ. Αναστασία Καραστάθη, Φώτης Σιατίτσας
Εκδόσεις Καπόν, 2012
Τιμή: € 25,56, σελ: 518