Με αφορμή την έκδοση σε βιβλίο της ομιλίας του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Για το Ολοκαύτωμα» στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (εκδ. Πόλις).
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Η ομιλία που εκφώνησε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης [1] στις 27 Ιανουαρίου, Διεθνής ημέρα μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, στο πλαίσιο σχετικού αφιερώματος στο ΚΠΙΣΝ (Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος) μπορεί να διαβαστεί πλέον απ’ όλους, χάρη στο καλαίσθητο βιβλιαράκι που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις.
Τα ερωτήματα που έρχονται στο νου κάθε φορά που γίνεται λόγος για το Ολοκαύτωμα είναι περίπου σταθερά: Πώς μπορεί κανείς να συνοψίσει μια αλυσίδα συμβάντων που αγγίζει το αδιανόητο, ίσως και το μη αφηγήσιμο; Πώς μπορεί να μιλήσει κανείς γι’ αυτό χωρίς να αστοχήσει, χωρίς να ξεστρατίσει, χωρίς, εντέλει, να το υποτιμήσει;
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης χρησιμοποιεί ευφυώς έναν λογοτέχνη-μάρτυρα του Ολοκαυτώματος, τον Άαρον Άππενφελντ (έφυγε από τη ζωή λίγες μέρες πριν από την εκφώνηση της ομιλίας, στις 4 Ιανουαρίου) του οποίου η εμπειρία είχε κάτι το διπλά εξαιρετικό: Πρώτον, διασώθηκε – αφού σε ηλικία μόλις δέκα ετών κατάφερε να δραπετεύσει από το στρατόπεδο όπου τον είχαν φυλακίσει· και δεύτερον, για τέσσερα ολόκληρα χρόνια περιπλανήθηκε ανά την Ευρώπη, τα πρώτα δύο και μέχρι το τέλος του πολέμου στα δάση της Ουκρανίας, για να οδηγηθεί στη συνέχεια στην Ιταλία, απ’ όπου, μετά πολλών βασάνων, κατάφερε να φτάσει στην Παλαιστίνη. Η εμπειρία αυτή, σημειώνει ο Ζουμπουλάκης, ήταν ο πυρήνας ολόκληρου του έργου του.
Ο Άαρον Άππενφελντ
|
Σ’ ένα από τα μυθιστορήματά του, το Τσίλι, η ίδια ιστορία μας μεταφέρεται μέσα από τα μάτια ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού με νοητική καθυστέρηση, το οποίο μετά από πολλές περιπέτειες συναντάει μια μικρή ομάδα διασωθέντων Εβραίων, κι αναθαρρεύοντας, αισθανόμενη πλέον πιο ασφαλής, σκέφτεται: «Τι θα πω στη μαμά όταν τη συναντήσω;» Για την μικρή Τσίλι, εκείνη τη στιγμή, υπάρχει ακόμη η προσμονή της επιστροφής στην πρότερη κατάσταση, σε μια ζωή κανονική. Αγνοεί ότι σχεδόν ολόκληρος ο λαός της έχει πλέον ξεριζωθεί από την Ευρώπη, από την πατρίδα του, κι ότι το μεγαλύτερο τμήμα του –κι η μάνα της μαζί– έχουν στυγνά εξοντωθεί. Αγνοεί η μικρή αυτό που, τότε, αλλά και πολλά χρόνια νωρίτερα, οι περισσότεροι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν: ότι η εξόντωση του λαού της δεν ήταν μια «παράπλευρη» καταστροφή μες στο μεγάλο σφαγείο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου· ότι υπήρξε το αποτέλεσμα ενός μακρόχρονου σχεδίου, που βρισκόταν στον πυρήνα του ναζιστικού προγράμματος, στην εκτέλεση του οποίου συνέβαλε, άλλοτε παθητικά κι άλλοτε ενεργά, το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού λαού, αλλά και μεγάλο μέρος των υπόλοιπων λαών της Ευρώπης – του ελληνικού μη εξαιρουμένου.
Ο ναζισμός παρέλαβε και εξέθρεψε ένα ήδη ριζωμένο, βαθύ και ανορθολογικό μίσος, το οποίο το εξώθησε στα άκρα μέσα από την τερατώδη λογική της «τελικής λύσης», που δεν ήταν άλλη από την σύλληψη και εκτέλεση ενός σχεδίου εξόντωσης των απανταχού της Γης Εβραίων – γυναικών, γέρων, αρρώστων, παιδιών, μωρών – χωρίς καμία εξαίρεση.
Μέσα από την ιστορία της μικρής Τσίλι, αλλά και μέσα από την ψύχραιμη παράθεση γεγονότων, αριθμών, επισημάνσεων, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης υπογραμμίζει μια πραγματικότητα που, δεκαετίες μετά, δεν φαίνεται να έχει εμποτίσει επαρκώς τη συνείδηση των ευρωπαϊκών λαών (δείτε για παράδειγμα τις πρόσφατες αντιδράσεις της Πολωνίας, όπου, μας πληροφορεί ο Ζουμπουλάκης, εξοντώθηκαν τα 3.000.000 από τα 3.300.000 Εβραίων που ζούσαν στη χώρα – προφανώς όχι από τους Ναζί και μόνο): ότι το Ολοκαύτωμα είναι μια πανευρωπαϊκή υπόθεση· ότι ο αντιουδαϊσμός (αντισημιτισμός) αναπτύσσεται και θεριεύει κατά καιρούς παντού στον χριστιανικό κόσμο από το έτος μηδέν του πολιτισμού μας, κι εκδηλώνεται έκτοτε με ποικίλες μορφές, σε διαφορετικά μέρη ή εποχές· ότι ο ναζισμός παρέλαβε ένα ήδη ριζωμένο, επίμονο και ανορθολογικό μίσος, το οποίο το εξώθησε στα άκρα μέσα από την τερατώδη λογική της «τελικής λύσης», που δεν ήταν άλλη από τη σύλληψη και εκτέλεση ενός σχεδίου εξόντωσης των απανταχού Εβραίων – γυναικών, γέρων, αρρώστων, παιδιών, μωρών – χωρίς καμία εξαίρεση. Σχέδιο που, παρά την επερχόμενη στρατιωτική ήττα, ολοκληρώθηκε με επιτυχία –όπως γνωρίζουμε, ένα μικρό ποσοστό των Εβραίων της Ευρώπης διασώθηκε, κι από αυτούς λίγοι είναι εκείνοι που παρέμειναν σε ευρωπαϊκό έδαφος–, με τη συνέργεια όλων των λαών της ηπείρου, πρωτοστατούντων των λαών της ανατολικής Ευρώπης (όπου υπήρχαν οι μεγαλύτερες και ιστορικότερες εβραϊκές κοινότητες) και, βεβαίως, με έμμεσο πλην σαφή τρόπο (εκτός εξαιρέσεων, με έναν συνδυασμό αδιαφορίας και παθητικότητας) και του ελληνικού λαού.
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης
|
Ο Ζουμπουλάκης, χωρίς να ενδύεται τον μανδύα του κατηγόρου, δεν χαρίζεται στη χώρα μας, διαλύοντας με ατράνταχτα επιχειρήματα νεφελώδη εθνικά μυθεύματα και βολικές δοξασίες, για το πώς ο δήθεν φιλεύσπλαχνος ελληνικός λαός βοήθησε, τάχα, τους Εβραίους γείτονές του. Οι αριθμοί, όμως, είναι αμείλικτοι. Αντιγράφω: «Αν πράγματι τους προστατέψαμε, πώς γίνεται και το ποσοστό εξόντωσης των Εβραίων της Ελλάδας είναι, με μετριοπαθείς υπολογισμούς, περίπου 84-85%, ένα από τα υψηλότερα της Ευρώπης; Από τους μελετητές του Ολοκαυτώματος γνωρίζουμε καλά ότι το ποσοστό σωτηρίας των Εβραίων είναι συνάρτηση της προστασίας που τους πρόσφερε η κοινωνία, δηλαδή όσο περισσότερο τους προστάτεψε, τόσο περισσότεροι σώθηκαν».
Ο Ζουμπουλάκης επισημαίνει ότι το νόημα της μνημόνευσης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος δεν μπορεί να διαχωρίζεται από τη συνείδηση της ιστορικής ευθύνης...
Καταλήγοντας, ο Ζουμπουλάκης επισημαίνει ότι το νόημα της μνημόνευσης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος δεν μπορεί να διαχωρίζεται από τη συνείδηση της ιστορικής ευθύνης [2] (κι όχι μόνο από τους βασικούς υπεύθυνους, τους Γερμανούς) ούτε όμως και από την ηθική εγρήγορση που απαιτείται σήμερα, μια και ο αντισημιτισμός δεν είναι μια ξεπερασμένη ιστορική εμπειρία, αλλά ζωντανό φαινόμενο, ένας κίνδυνος που ελλοχεύει ανά πάσα στιγμή. Σημειώνοντας: «Η παθητικότητα δεν είναι ηθικά ουδέτερη στάση».
Κλείνω με μια ευχή: Είθε οι λιγοστές αυτές σελίδες «Για το Ολοκαύτωμα» να γίνουν αφορμή για συζητήσεις, οργανωμένους διαλόγους, ομαδικές εργασίες, στα γυμνάσια και στα λύκεια της πατρίδας μας, από φιλόλογους που σέβονται και αγαπούν το λειτούργημά τους. Η συλλογική ενοχή πρέπει να αναδειχθεί, να συζητηθεί, το κρίμα να βιωθεί, τα θύματα να αποκατασταθούν στη μνήμη μας, στις τοπικές κοινωνίες, ιδιαίτερα. Να μάθουν τα νέα παιδιά τι έγινε στις γειτονιές τους, τι έκαναν ή παρέλειψαν να κάνουν οι παππούδες τους και οι γιαγιάδες τους. Αλλά και τι έπραξαν κατ’ εξαίρεση ορισμένοι από αυτούς, λιγοστοί, δυστυχώς, οι οποίοι όμως πρέπει να αναδειχτούν ως φωτεινά και ηρωικά παραδείγματα [3]. Σήμερα, που ο φασισμός, ο αντισημιτισμός, ο κοινωνικός ρατσισμός δείχνουν και πάλι τα δόντια τους· που η άρνηση της Ιστορίας, η περιχαράκωση σε εθνικά στερεότυπα και φαντασιοπληξίες επιστρέφουν με ορμητικότητα δηλητηριάζοντας το κοινωνικό σώμα, ο βαθύς, μεστός, ισορροπημένος και δίκαιος λόγος του Σταύρου Ζουμπουλάκη μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως φάρμακο. Αν μη τι άλλο, για να έχουμε κάτι να πούμε «στη μικρή Τσίλι όταν τη συναντήσουμε»…
* Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.
** Η κεντρική φωτογραφία είναι από τον εκτοπισμό Εβραίων στα Ιωάννινα, στις 25 Μαρτίου του 1944 - ©Wetzel, Bundesarchiv.
[1] Φιλόλογος, διευθυντής της Νέας Εστίας για 14 χρόνια (1998-2012), πρόεδρος του ΔΣ του Βιβλικού Ιδρύματος «Άρτος ζωής», πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, συγγραφέας πολλών βιβλίων.