Οι λέξεις δεν είναι πράγματα, αλλά κάνουν πράγματα. Τι μπέρδεμα... Αλλά και πάλι, πώς μπορεί κανείς να είναι σίγουρος; Σκέψεις και ερωτήματα με αφορμή το αφήγημα της Μαρίας Λαϊνά «Τι όμορφη που είναι η ζωή» (εκδ. Πατάκη)
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Με τις λέξεις μπορούμε ίσως να πλησιάσουμε στην ουσία ενός σπουδαίου λογοτεχνικού κειμένου, αλλά δεν μπορούμε ποτέ να την αγγίξουμε. (Δημ. Κούρτοβικ, από το λήμμα «λογοτεχνία», Νέο αντιλεξικό νεοελληνικής χρηστομάθειας, εκδ. Εστία)
Αν οι λέξεις δεν μας αρκούν για να αγγίξουμε ένα σπουδαίο λογοτεχνικό κείμενο, που μάλλον έτσι είναι, τα πράγματα ίσως είναι ακόμη χειρότερα όταν προσπαθούμε με τις λέξεις να αγγίξουμε τη ζωή. Αυτό μοιάζει με παιχνίδι οριστικά χαμένο. Τουλάχιστον, έτσι φαίνεται να το βιώνει η αφηγήτρια της Μαρίας Λαϊνά, αν όχι η συγγραφέας η ίδια. Με τις λέξεις, δεν μπορούμε ούτε να την αγγίξουμε ούτε να τη νιώσουμε τη ζωή – πόσο μάλλον να τη ζήσουμε. Όπως λέει στην αφηγήτρια η φίλη της, καθώς τσιμπολογούν σε μια ταβέρνα στην Πεντέλη:
«Τι όμορφη που ’ναι η ζωή, και να μην μπορώ να τη χαρώ», είπε.
Με αυτήν τη φράση, από την οποία αποσπάστηκε ο ειρωνικός τίτλος, παίρνει φόρα η αφήγηση. Ό,τι θα ακολουθήσει αποτελεί τεκμήριο αλήθειας αυτής της δήλωσης, καθώς οι λέξεις τρέχουν εξουθενωμένες ξωπίσω της, αδύναμες να συλλάβουν αυτό που συμβαίνει, όταν συμβαίνει – αν συμβαίνει κάτι τελικά.
Τι συμβαίνει, αλήθεια; Ελάχιστα πράγματα. Η αφηγήτρια, μιας κάποιας ηλικίας, συντρώγει με φίλη της σε εξοχικό ταβερνάκι, κι ενθυμάται τη γοητευτική μέσα στην απλότητά της γυναίκα που τους είχε σερβίρει στο ίδιο μέρος σε παλιότερη επίσκεψή τους. Ανομολόγητα, συγκρίνει μέσα της την ανεπιτήδευτη χαρά της ζωής που εξέπεμπε εκείνη η γυναίκα, με τη διαμεσολαβημένη από λέξεις και νοήματα δική τους ύπαρξη. Επιστρέφει στο σπίτι της, βγαίνει στο μπαλκόνι της, ανταλλάσσει δυο κουβέντες (δύο, μετρημένες) με μια γειτόνισσα, επιστρέφει στο εσωτερικό του διαμερίσματος, ξαπλώνει, προσπαθεί εις μάτην να κοιμηθεί (ίσως κοιμάται στα κλεφτά), ξυπνάει, κι αρχίζει πάλι με δυσθυμία να ζει την περιορισμένη και στερημένη νοήματος ζωή της.
Στους αντίποδες του συμβάντος
Πράγματι, το αφήγημα της Λαϊνά είναι τοποθετημένο στους αντίποδες του συμβάντος. Βρίσκεται, σχεδόν ολοκληρωτικά, από τη μεριά της σκέψης. Η αφηγήτρια, χωρίς να το επιθυμεί, έχει μετατραπεί σε μηχανή που σκέφτεται. Οι σκέψεις της, μέρος των οποίων αποτυπώνονται σε τούτη την αφήγηση, είναι η καταφυγή και η καταδίκη της μαζί. Ο αγώνας της να ξεφύγει από το κράτος τους διαρκής και ατελεύτητος.
«Μου φταίει το σπίτι; Μου φταίνε οι τοίχοι; Τα κρεμασμένα κάδρα – αν τους άλλαζα θέση; Το τζάκι; Το χαλί με τα ξεθωριασμένα μπλε και κόκκινα; Κάτι εκεί στα σχέδια, κάτι περίεργα σχέδια, κάτι σκούρες γραμμές ανάμεσα στα κόκκινα. Τα βιβλία; Τα βιβλία που έχω διαβάσει; Πόσα βιβλία έχω διαβάσει; Πόσες ερωτήσεις θα κάνω, πόσον καιρό θα τις κάνω;»
Κι όμως, μέσα σε αυτήν την ακύμαντη κενότητα, όπου σκέψεις που δαγκώσουν την ουρά τους φαίνεται να είναι τα μοναδικά όντα που επιβιώνουν, λανθάνει μια ανεπαίσθητη δόνηση ζωής. Κάτι κινείται στη σκιά. Φάντασμα;
Ναι. Ολόκληρη η αφήγηση είναι στοιχειωμένη από το φάντασμά της μητέρας της, παρότι έχει πεθάνει πλέον της δεκαετίας.
«Εγώ το έχω χωνέψει ότι πέθανε η μητέρα μου που δεν πέθανε ξαφνικά, καθόλου ξαφνικά δεν πέθανε, ναι, πέθανε σιγά-σιγά και συστηματικά, χρόνια ολόκληρα η δική μου μητέρα πέθαινε αργά και συστηματικά κι εγώ το ήξερα, από παλιά ήξερα ότι η μητέρα μου έχει πεθάνει από πριν […]»
Η πανταχού παρούσα νεκρή μητέρα (για «ταύτιση» την έψεξε κάποτε ένας ψυχαναλυτής, που είναι και ποιητής, καγχάζει η αφηγήτρια, καχύποπτη απέναντι σε λέξεις και έννοιες) μοιάζει να έχει καταλάβει πλήρως τον εσωτερικό κόσμο της αφηγήτριας, τις χειρονομίες της, τον τρόπο που αναπνέει και κινείται, ενδεχομένως και τον χώρο ανάμεσα σε εκείνη και τον κόσμο.
«Έχετε ταυτιστεί με τη μητέρα σας, κυρία Λαυδάκη, και πρέπει να καταλάβετε ότι δεν είστε εκείνη».
Η καταθλιπτική αποστασιοποίηση της μητέρας από τις εκδηλώσεις της ζωής, η σταθερή άρνησή της να συντονιστεί με τους ρυθμούς του κόσμου, έχει διαβρώσει πλέον την ίδια. Αυτή η κατάληψη μοιάζει στιγμές στιγμές να είναι το μοναδικό πράγμα που κάπως απολαμβάνει η αφηγήτρια, σαν να εκπλήσσεται από αυτήν τη φασματική ύπαρξη – μα και πάλι, όλα αυτά είναι απλώς λέξεις, και τίποτε άλλο. Πόση πίστη να δώσεις στις λέξεις;
«Φοβάμαι να της φέρω αντίρρηση, να πω πράγματα που δεν τα πιστεύω, τελικά ακούω τον εαυτό μου να μιλάει και δεν τα πιστεύω αυτά που λέει, καιρό τώρα ακούω τον εαυτό μου να μιλάει και δεν πιστεύω τίποτε».
Καθώς η αφήγηση αναδιπλώνεται στον κόσμο του σπιτιού, οι σκέψεις κυριαρχούν, αποδιώχνουν κάθε εγχείρημα αναπαράστασης· οι άλλοι αποσύρονται στη δική τους σκηνή, η αφηγήτρια μένει μόνη, με τον κυκλωτικό της λόγο, που κυκλώνει τις σκέψεις της και κυκλώνεται από αυτές, σε έναν εσωτερικό μονόλογο πυκνής έντασης και κρυστάλλινης διαύγειας. Εδώ εντοπίζονται και ορισμένα από τα πιο μεστά κομμάτια του κειμένου. Δείτε, για παράδειγμα, πώς περιγράφεται το «ασυνείδητο» – εικόνες που ένας ψυχαναλυτής, ακόμη και ποιητής, δύσκολα θα αποτολμούσε:
«Βλέπω ένα σιχαμένο πλάσμα χωρίς σχήμα, ναι, δεν μπορείς να το πιάσεις από δω ή από κει και να το πετάξεις πέρα, να πάει στα κομμάτια, βλέπω ένα κακοήθες πλαδαρό πλάσμα, ένα τεράστιο βεντουζωτό χταπόδι που έρπει ύπουλα στα σκοτάδια, έτοιμο να χιμήξει πάνω σου, να σε τυλίξει στα κακοφορμισμένα δάχτυλά του και να σου σφίξει το λαιμό, να σου ανοίξει το στόμα να γλιστρήσει μέσα σου, βλέπω ένα μοχθηρό κακόβουλο πλάσμα χωρίς σχήμα, δεν έχει σχήμα, πλέκει ένα πλεκτό χωρίς τις κλωστές σου».
Είναι η στιγμή που η αφηγήτρια, έχοντας κουλουριαστεί στον εαυτό της, στις σκέψεις της και στην αϋπνία της, μαζεύεται, τεντώνεται, κι επιτίθεται. Σε τι; Πρωτίστως στη ζωή την ίδια. Ακολουθούν σελίδες ανελέητου μαστιγώματος:
«Αποφασίζοντας κανείς να ζήσει υφίσταται τα πάνδεινα, ναι, τα πάνδεινα υφίσταται έτσι κι αποφασίσει να ζήσει, δεν έχει άλλο τρόπο να παρατείνει τη ζωή του παρά υφιστάμενος τον εξευτελισμό του χρόνου, του γεμάτου χρόνου και του άδειου χρόνου. Έτσι και κάποιος αποφασίσει σοβαρά να ζήσει, θα υποστεί την επέλαση του χρόνου και των ανθρώπων…»
Οι άνθρωποι, βεβαίως. Μεταξύ αυτών, πρώτοι και καλύτεροι, οι φίλοι:
«Οι φίλοι σε αποδυναμώνουν εξίσου με τους εχθρούς, ναι, οι φίλοι με το απτόητο ενδιαφέρον και τις συμβουλές τους, ναι, οι φίλοι με το διαρκές ενδιαφέρον και την έγνοια τους δεν είναι αστείο πράγμα, καθόλου αστείο δεν είναι. Οι φίλοι μπορούν να σε ρίξουν κάτω και να σε εξουθενώσουν με τα παρήγορα απανωτά λόγια τους, τα βάλσαμα παρηγορίας των φίλων και το κουράγιο που επιμένουν να σου δώσουν και εννοούν να το πάρεις, σε κουρελιάζουν…»
Και πάλι η ζωή, πάντα η ζωή:
«[…] συνέχεια κάτι απαιτεί από σένα η ζωή, συνέχεια κάτι περισσότερο σου ζητάει, συνέχεια σου ζητάει να αντεπεξέρθεις, να βγάλεις άκρη για να τα βγάλεις πέρα, να αποδείξεις ότι είσαι ζωντανός για να μπορείς να πεις ότι είσαι εν ζωή (θεός να το κάνει ζωή αυτό), ναι, πρέπει να καταντήσεις ερείπιο αν θέλεις να ζήσεις…»
Το αφήγημα της Λαϊνά κλείνει με σκέψεις. Πώς αλλιώς; Σκέψεις όμορφες, ποιητικές. Ανώφελες; Μα, «το ανώφελο είναι περίπου η ομορφιά», λέει. Σκέψεις πάντως ζωντανές, σκέψεις που στέκονται όρθιες, με τις λέξεις βαλμένες στη θέση τους, καρφωμένες μία μία πάνω τους με πείσμα και αποφασιστικότητα, λες και θα μπορούσαν κάποτε να πουν αυτές τα πράγματα, να γίνουν αυτές τα πράγματα.
Κι όμως! Με τόση λίγη πίστη σε αυτές, η Μαρία Λαϊνά καταφέρνει τόσα πολλά, καθώς αποσύρεται στη σιωπή, στην επικράτεια της καρδιάς.
* Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.