Μια μέρα σαν σήμερα, 10 Νοεμβρίου 1891 απεβίωσε ο Γάλλος ποιητής Arthur Rimbaud (Αρτίρ Ρεμπό) στην επαρχιακή πόλη Σαρλεβίλ, όπου και είχε γεννηθεί. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και απουσίαζε συχνά από το σπίτι μ’ αποτέλεσμα στην οικία να επικρατεί μητριαρχικό καθεστώς.
Του Ευθύμιου Σακκά
Ο Αρτίρ Ρεμπό, όπως ορθότερα μεταγράφεται πλέον στα ελληνικά το όνομα του τρομερού παιδιού της γαλλικής ποίησης, έζησε μια «μακρά, απέραντη και λελογισμένη απορρύθμιση όλων των αισθήσεων» τρομάζοντας τους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού όπου εμφανίστηκε έφηβος ακόμα, με το όμορφο παιδικό πρόσωπό του, το άγριο βλέμμα του και την «αχρειότητά του». Η ερωτική σχέση του με τον ποιητή Πολ Βερλέν μέχρι σήμερα προκαλεί αντιπαραθέσεις.
Έγραψε ό,τι έγραψε περίπου μέχρι τα 20 κι έπειτα περιπλανήθηκε στη Γερμανία, στην Ιταλία και την Αφρική αναζητώντας νόημα στη ζωή του. Κατέκτησε την οικουμενικότητα που επιζητούσε; «Μεθυσμένο Καράβι, «Εκλάμψεις», «Μια εποχή στην κόλαση»: η ποίησή του διαβάζεται, τραγουδιέται, διδάσκεται μέσα από σχολικά εγχειρίδια.
Φέτος, συμπληρώθηκαν 130 χρόνια από τον θάνατό του, Στον τάφο του, στη γεννέτηρα του Σαρλβίλ, η οικογένειά του χάραξε μια παράκληση για το παιδί της που έζησε έναν εκρηκτικό μα καταραμένο βίο και πέθανε στα 37 του: «Προσευχηθείτε γι' αυτόν».
Είχε γεννηθεί στις 20 Οκτωβρίου 1854. Όταν Αρθούρος ήταν έξι ετών ο πατήρ εγκατέλειψε οριστικά την οικογένεια και η μητέρα του με περίσσιο πείσμα βάλθηκε να προσφέρει την καλύτερη δυνατή μόρφωση στα τέσσερα παιδιά της. Η αλήθεια είναι ότι ο δεσποτικός χαρακτήρας της διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας του Αρθούρου, ο οποίος δεν παρέλειψε να κάνει σαφείς νύξεις για τις σχέσεις τους μέσα από την ποιητική του.
Στην ηλικία των 12 μάλιστα δημοσίευσε το πρώτο ποίημά του και την ιδιαίτερη αυτή κλίση του τον βοήθησε να την καλλιεργήσει ο καθηγητής του Georges Izambard.
Από νωρίς ο Ρεμπό επέδειξε εξαιρετικές ικανότητες στα γράμματα, προσπερνώντας τάξεις, κερδίζοντας διάφορους μαθητικούς διαγωνισμούς και εκφράζοντας έντονο ενδιαφέρον για την ποίηση. Στην ηλικία των 12 μάλιστα δημοσίευσε το πρώτο ποίημά του και την ιδιαίτερη αυτή κλίση του τον βοήθησε να την καλλιεργήσει ο καθηγητής του Ζορζ Ιζαμπάρ. Χωρίς παιδικούς φίλους και απομονωμένος στα διαβάσματά του και στην μελέτη άλλων ποιητών ο Ρεμπώ ενθουσιάστηκε με την προοπτική να συνδιαλέγεται ποιητικά μ’ έναν άλλο άνθρωπο και ανέπτυξε στενή σχέση με τον Izambard, οπότε όταν ο τελευταίος εγκατέλειψε την επαρχιακή πόλη εξαιτίας του γαλλογερμανικού πολέμου που είχε ξεσπάσει ο ποιητής απογοητεύτηκε και νοιώθοντας εγκλωβισμένος στο οικογενειακό του περιβάλλον αποφασίζει να φύγει για το Παρίσι. Αυτή ήταν και η απαρχή της πολυτάραχης ζωής που θα ακολουθούσε.
«Γύρω από το τραπέζι», 1872,Ανρί Φαντέν Λατούρ - (Οι Βερλέν και Ριμπό απεικονίζονται πρώτος και δεύτερος από αριστερά). |
Στην γαλλική πρωτεύουσα θα δουλέψει, με την μεσολάβηση του Ιζαμπάρ, ως δημοσιογράφος για ένα σύντομο διάστημα κι έπειτα θα επιστρέψει στην γενέτειρά του για να ταξιδέψει στη συνέχεια σ’ άλλες τέσσερις πόλεις χωρίς να κατορθώσει να στεριώσει πουθενά. Η μόνιμη επιθυμία και παράκληση της μητέρας του εκείνη την περίοδο αλλά και καθόλη την διάρκεια της ζωής του ήταν να επιστρέψει ο γιος της στο σπίτι τους, αλλά ο Ρεμπό μόνο επισκέψεις θα πραγματοποιούσε σ’ αυτό αποφασισμένος να εγκατασταθεί στο Παρίσι για να προωθήσει τα ποιήματά του.
Στο Λονδίνο ο Ρεμπό θα γράψει τα ποιήματα της συλλογής «Εκλάμψεις» και στη συνέχεια θα επισκεφτεί ξανά την γενέθλια πόλη του, όπου θα αρχίσει να συνθέτει και το αριστούργημά του «Μια εποχή στην κόλαση».
Και η ευκαιρία του δόθηκε όταν γνωρίστηκε με τον ποιητή Πολ Βερλέν, ο οποίος τον φιλοξένησε στο σπίτι του και τον εισήγαγε στους λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης. Η έλξη του ενός για τον άλλο διέρρηξε τα ποιητικά όρια και τελικά συνάψανε ερωτικό δεσμό μ’ αποτελέσματα μάλλον καταστροφικά για την ζωή του Βερλέν, ο οποίος άλλωστε ήταν νυμφευμένος. Ο έκλυτος βίος τού Ρεμπό και η διατάραξη του οικογενειακού περιβάλλοντος του Βερλέν τον οδηγούν τελικά πίσω στην Σαρλεβίλ. Παρόλο που ο Βερλέν ήταν αυτός που τον ώθησε σ’ αυτή την απόφαση ήταν και ο ίδιος που εγκατέλειψε σύζυγο και παιδί για να τον συναντήσει ξανά και να ταξιδέψουν μαζί σε Βέλγιο και Αγγλία. Στο Λονδίνο ο Ρεμπό θα γράψει τα ποιήματα της συλλογής «Εκλάμψεις» και στη συνέχεια θα επισκεφτεί ξανά την γενέθλια πόλη του, όπου θα αρχίσει να συνθέτει και το αριστούργημά του «Μια εποχή στην κόλαση».
Με την επιστροφή του στο Λονδίνο θα αρχίσουν τα προβλήματα μεταξύ των δύο ποιητών καθώς ο Ρεμπό επιθυμεί να απεμπλακεί από αυτή την σχέση, ενώ ο Βερλέν ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί να σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο. Η ένταση που ακολουθεί τους οδηγεί σ’ ένα σύντομο χωρισμό και στην συνάντησή τους κατόπιν στις Βρυξέλλες, όπου και διαδραματίζεται το περιστατικό με τον πυροβολισμό του Ρεμπό στο χέρι. Η σχέση τους κατέρρευσε οριστικά. Ο Ρεμπό θα ολοκληρώσει το επόμενο διάστημα την συλλογή «Μια εποχή στην κόλαση» που θα εκδοθεί σε περιορισμένα αντίτυπα και δεν θα έχει καμιά απήχηση ως το 1884, οπόταν και ο Βερλέν θα προχωρήσει στην ανθολόγηση των «καταραμένων ποιητών». Αυτό ήταν και το κύκνειο άσμα του Γάλλου ποιητή που σε ηλικία 20 ετών αποφάσισε να μην γράψει ποτέ ξανά στοιχειώνοντας με την σιωπή του όσο κανένας άλλος τον ποιητικό χώρο.
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του παρέμεινε στην οικογενειακή εστία, όπου και τον φρόντιζε η αδερφή του Ιζαμπέλ.
Μετά την έκδοση του Μια εποχή στην κόλαση κι ως τον θάνατό του το 1891 ο Ρεμπό θα περιπλανηθεί σε Ευρώπη και Αφρική εργαζόμενος μεταξύ των άλλων ως ναυτικός, εργάτης, καθηγητής και μισθοφόρος, ενώ στη Μαύρη Ήπειρο θα αναπτύξει έντονη εμπορική δραστηριότητα, θα επισκεφτεί αχαρτογράφητες περιοχές, αλλά θα καταπονηθεί κιόλας σωματικά μ’ αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό του δεξιού ποδιού του, την άνοιξη του 1891. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του παρέμεινε στην οικογενειακή εστία, όπου και τον φρόντιζε η αδερφή του Ιζαμπέλ, με τον ποιητή να βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμου παραληρήματος που τον οδήγησε τελικά και στον ασπασμό του Χριστιανισμού.