
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 19 Ιανουαρίου 1921, γεννήθηκε στο Τέξας η Πατρίσια Χάισμιθ [Patricia Highsmith], συγγραφέας εξίσου ταλαντούχα και δαιμόνια με τους ήρωές της. Τα μυθιστορήματά της κυκλοφορούν στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, Άγρα, Μίνωας και Πατάκη.
Επιμέλεια: Book Press
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 19 Ιανουαρίου 1921, γεννήθηκε στο Τέξας η Πατρίσια Χάισμιθ.
Σκληρή, μοναχική κι αυτοκαταστροφική, η Χάισμιθ είναι ευρέως γνωστή για τα μυθιστορήματα αγωνίας και δράσης που έγραψε. Οι μυθοπλασίες της διερευνούν σύνθετα θέματα, όπως την αναζήτηση της ταυτότητας, τη διατάραξη των ενδοοικογενειακών σχέσεων, τον τρόπο με τον οποίο η ζήλια και ο πόθος οδηγούν στη βία και στο έγκλημα.
Η σχέση της Πατρίσια με τους γονείς της ήταν εξαιρετικά προβληματική. Ο πατέρας της, Τζέι Πλάνγκμαν, και η μητέρα της, Μαίρη Κόουτς, θέλησαν να κάνουν έκτρωση μόλις πληροφορήθηκαν για την εγκυμοσύνη της Μαίρης, και αργότερα, δέκα ημέρες πριν από τη γέννηση της μοναχοκόρης τους, πήρα διαζύγιο. Έτσι, η μέλλουσα συγγραφέας μεγάλωσε με τη μητέρα και τον πατριό της, Στάνλεϊ Χάισμιθ, παίρνοντας το επώνυμό του, ενώ για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ζούσε με τη γιαγιά της, η οποία είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη και δίδαξε στην εγγονή της γραφή κι ανάγνωση.
Η Χάισμιθ σπούδασε στο Κολλέγιο Μπάρναρντ κι αφού αποφοίτησε, άρχισε να εργάζεται ως σεναριογράφος ιστοριών κόμικς. Ήταν η μόνη σταθερή δουλειά που είχε στη ζωή της. Αργότερα, με τη βοήθεια του Τρούμαν Καπότε, έγινε δεκτή στο κοινόβιο καλλιτεχνών του Γιάντο, όπου άρχισε να γράφει το πρώτο μυθιστόρημά της, Ξένοι στο τρένο (εκδ. Ροές, μτφρ. Λένα Μιλιλή), το οποίο δημοσιεύτηκε το 1950, αμέσως σημείωσε μεγάλη επιτυχία κι έναν χρόνο αργότερα, ενέπνευσε τη γνωστή κινηματογραφική διασκευή του Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Η «Ριπλιάδα» και η «Κάρολ»
Ο γνωστότερος χαρακτήρας της Χάισμιθ είναι αδιαμφισβήτητα ο Τόμας Ρίπλεϋ, τυχοδιώκτης και απατεώνας που κλέβει την ταυτότητα των θυμάτων του, ο οποίος εμφανίζεται στο μυθιστόρημα Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ (εκδ. Άγρα, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης), καθώς και στις τέσσερις συνέχειές του.
«Με το που φόρεσα το δέρμα του Ρίπλεϋ, άρχισα να γράφω με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση απ’ ό,τι συνήθως… Ήταν το βιβλίο που έγραψα με τη μεγαλύτερη ευχέρεια, καθώς συχνά είχα την αίσθηση πως ο Ρίπλεϋ έγραφε κι εγώ απλώς δακτυλογραφούσα», είχε δηλώσει η Χάισμιθ σε συνέντευξή της.
Η «Ριπλιάδα», όπως αποκαλείται η σειρά βιβλίων με τον συγκεκριμένο ήρωα, ή ορθότερα, αντιήρωα, αγαπήθηκε από το αναγνωστικό κοινό κι ενέπνευσε πολυάριθμες διασκευές για το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Όπως δήλωσε ο Στίβεν Ζαϊλιαν, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει την αναμενόμενη σειρά «Ripley» του Netflix:
«Ο Τόμας Ρίπλεϋ είναι μέρος της συνείδησής μας. Σχεδόν εβδομήντα χρόνια αφότου τον δημιούργησε η Χάισμιθ, σύγχρονες φιγούρες εξακολουθούν να συγκρίνονται μαζί του. Δεν θα μας αφήσει ποτέ μόνους».
Το πιο τρυφερό έργο της συγγραφέα, αρκετά διαφορετικό απ’ τα υπόλοιπα βιβλία της, είναι το μυθιστόρημα Κάρολ (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Θοδωρής Τσαπακίδης), που περιγράφει την παθιασμένη σχέση μεταξύ δυο γυναικών, καταλήγοντας, μάλιστα, σε αίσιο τέλος, κάτι ασυνήθιστο τόσο για τα έργα της Χάισμιθ όσο και για τις υπόλοιπες μυθοπλασίες εκείνης της περιόδου που πραγματεύονται τον λεσβιακό έρωτα.
Η συγγραφέας αρχικά δημοσίευσε το βιβλίο με ψευδώνυμο, καθώς σε αυτό περιγράφονται περιστατικά βασισμένα στα βιώματά της - η ίδια είχε συνδεθεί με διάφορες γυναίκες, παρότι δεν μπορούσε να αποδεχτεί, και συχνά προσπαθούσε να κρύψει και να «θεραπεύσει», κατά τα λεγόμενά της, την ομοφυλοφιλία της. Πάντως, από ένα σημείο κι έπειτα, δήλωνε ανοιχτά τις προτιμήσεις της.
Η πολυτάραχη προσωπική ζωή της
Η Χάισμιθ ήταν εξαιρετικά κλειστός χαρακτήρας και μάλιστα, προτιμούσε τη συντροφιά των ζώων από των ανθρώπων. Η συλλογή Γάτες (εκδ. Άγρα, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, Γιάννης Ζέρβας) συγκεντρώνει διηγήματα και ποιήματά τις για τα αγαπημένα της αιλουροειδή.
Η συγγραφέας δυσκολευόταν να συνάψει μακροχρόνιες σχέσεις. Έπασχε από κατάθλιψη, ήταν αλκοολική και παρόλο που, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, είχε μια γλυκιά πλευρά, καθώς και καλή αίσθηση του χιούμορ, συχνά γινόταν επιθετική και υιοθετούσε άφοβα μια ρητορική μίσους, εκφράζοντας αντισημιτικές αντιλήψεις και κατηγορώντας τους μαύρους για την ασταθή οικονομία των ΗΠΑ.
Άφησε την τελευταία της πνοή το 1995, από καρκίνο των πνευμόνων κι απλαστική αναιμία. Σ’ όλη τη ζωή της, αγαπούσε και μισούσε ταυτοχρόνως τη μητέρα της, η οποία πέθανε τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατο της κόρης της.