Στις 22 Φεβρουαρίου 2020 πέθανε η ποιήτρια Κική Δημουλά στα ογδόντα εννέα της χρόνια. Στην κεντρική φωτογραφία, η ποιήτρια στην είσοδο του βιβλιοπωλείου των εκδόσεων Ίκαρος, του εκδοτικού της οίκου τα τελευταία πολλά χρόνια.
Του Λεωνίδα Καλούση
Η Κική Δημουλά γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1931 στην Αθήνα. Το πατρικό της όνομα ήταν Βασιλική Ράδου. Μεγάλωσε στην Κυψέλη όπου έζησε όλη της τη ζωή. Για τα βιώματα και τα παιχνίδια της παιδικής ηλικίας και την ισορροπία της ποίησης, το 2010 έλεγε σε συνέντευξή στην Book Press:
«Θα πάω αρκετά πίσω, στα παιδικά μου χρόνια, στα παιχνίδια που παίζαμε τα γειτονόπουλα, γύρω από τα σπίτια μας, στους ωραίους δικούς μας χωματόδρομους. Ένα από τα παιχνίδια αυτά ήταν το Κουτσό: Σχηματίζαμε στον έδαφος με κιμωλία μεγάλα τετράγωνα ενωμένα μεταξύ τους και με το ένα πόδι μας έπρεπε να πηδάμε από το ένα τετράγωνο, στο κενό του, μέσα στο επόμενο, χωρίς να πατήσουμε τη διαχωριστική τους γραμμή. Αν την πάταγες «καιγόσουν», έβγαινες από το παιχνίδι.
Μιμούμενη λοιπόν εκείνη την παλιά ισορροπία μου στο ένα πόδι, ας πούμε ότι ένα παράταιρο παιχνίδι έπαιζα και παίζω γράφοντας. Αλλά με ανάποδο κανόνα: προσπαθώ δηλαδή να πετύχω να πατήσω επάνω στη διαχωριστική γραμμή, για να μην πέφτω στο κενό…»
Εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος επί είκοσι πέντε χρόνια, το διάστημα 1949-1974. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1952 με την ποιητική συλλογή «Ποιήματα» που μετά από λίγο απέσυρε η ίδια από την κυκλοφορία.
Παντρεύτηκε τον ποιητή Άθω Δημουλά, το 1954, και απέκτησε μαζί του δύο παιδιά. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές («Έρεβος», 1956, «Ερήμην», 1958, «Επί τα ίχνη», 1963, «Το λίγο του κόσμου», 1971, «Το τελευταίο σώμα μου», 1981, «Χαίρε ποτέ», 1988, «Η εφηβεία της λήθης», 1994, «Ενός λεπτού μαζί», 1998, «Ήχος απομακρύνσεων», 2001, «Χλόη θερμοκηπίου», 2005, «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», 2007, «Συνάντηση», 2007, «Πέρασα», 2010, «Τα εύρετρα», 2010). Οι επτά πρώτες συλλογές συγκεντρώνονται στην έκδοση Ποιήματα (1998).
Ορισμένα ποιήματά της μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Μάνο Ξυδούς. Το 1998 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Στην Αγκαλιά της Άκρης», με την Κική Δημουλά να απαγγέλλει ποιήματά της με τη συνοδεία πιάνου του Θάνου Μικρούτσικου.
Μέρος του έργου της έχει μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και σουηδικά.
Τα βραβεία και οι διακρίσεις που έλαβε η Δημουλά
- 1972, Β΄ κρατικό Βραβείο Ποίησης, για τη συλλογή: «Το λίγο του κόσμου»
- 1989, Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για τη συλλογή «Χαίρε ποτέ»
- 1995, Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών), για τη συλλογή: «Η εφηβεία της λήθης»
- 2001, Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της
- 2002, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
- 2009, Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (Prix Européen de Litterature - Rencontres Européennes deLittérature, Στρασβούργο)
- 2010, Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της
Με την ευκαιρία της εκλογής της στην Ακαδημία Αθηνών -η τρίτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας-, η ποιήτρια είπε σε συνέντευξή της στην Όλγα Μπακομάρου ("Ελευθεροτυπία", 16.3.2002):
«Έβαλα (υποψηφιότητα), πρώτον βέβαια, για λόγους που δεν ομολογούνται. Και μετά: ίσως για να ικανοποιήσω μια καθυστερημένη φιλομάθεια. Ίσως για να βρω μια ειρηνικότερη και επομένως ασφαλέστερη στέγη για το μετέωρο και ευάλωτο είδος του λόγου που υπηρετώ. Ίσως ακόμα με την ελπίδα ότι αυτό το είδος αποδειχτεί ευρύτερα και σταθερότερα χρήσιμο από όσο ασταθώς χρησιμεύει σε μένα. Ενδεχομένως να νοστάλγησα και την πειθαρχία. Να νοστάλγησα την περικοπή του ελεύθερου χρόνου, που σε μένα τουλάχιστον προσφέρει αρκετήν αταξία. [...]»
Ο στίχος στον τίτλο είναι από το ποίημα «Μια μετέωρη κυρία» (από τα Ποιήματα, Ίκαρος, 1998)
Βρέχει...
Μία κυρία εξέχει στη βροχή
μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι είναι η βροχή σαν οίκτος
κι είναι η κυρία αυτή
σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή.
Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή,
βαριές πατημασιές καημού
τον βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...
Κι όλο αλλάζει στάση,
σαν κάτι πιο μεγάλο της,
ένα ανυπέρβλητο,
να ’χει σταθεί
μπροστά σ’ εκείνο που κοιτάζει.
Γέρνει λοξά το σώμα
παίρνει την κλίση της βροχής
―χοντρή σταγόνα μοιάζει―
όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα.
Κι είναι η βροχή σαν τύψη.
Κοιτάζει...
Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα
τα δίνει στη βροχή
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρά η ανάγκη
για πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει...
Και, ξαφνικά,
σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι»,
κάνει να πάει μέσα.
Πού μέσα ―
μετέωρη ως εξείχε στη βροχή
και μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
*Τα βιογραφικά στοιχεία αντλήθηκαν από την βάση Βιβλιονέτ.