
Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον «Σάκο Εκστρατείας» του μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, για τη συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Σαρακοστή και Χάκκας, εμβύθιση σε ένα σύμπαν μεγάλης ψυχονοητικής έντασης και ακρίβειας, σε ένα έργο που αίφνης γίνεται εκ νέου επίκαιρο και αιχμηρό, σε πεζογραφήματα γραμμένα με την αίσθηση του κατεπείγοντος, ναι, ο Μάριος Χάκκας έγραφε υπό την σκιά του Καμπούρη με το Δρεπάνι, κι έγινε έτσι ένας υπερπολύτιμος στενογράφος της διαλεκτικής ανάμεσα στην απελπισία και την ελπίδα, μιλώντας για την καθηλωτική εξάπλωση της βδελυρής πεζότητας σε μια κοινωνία που βαριανάσαινε λόγω σπαραγμών και θέλει να ανακτήσει τους ρυθμούς της, και επιχειρώντας να στήσει λεκτικά οδοφράγματα κόντρα σε τούτη τη ραγδαία επέλαση. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη, είναι φορτωμένος με τα βιβλία του Χάκκα και με πονήματα για την προσφορά του, λίγο προτού φορτωθεί με τα βιβλία του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, αυτού του άλλου (καίτοι τόσο αλλιώτικου) ακραιφνούς μοντερνιστή, που καλόν είναι να τον διαβάζουμε εναλλάξ με τον πρώτο.
Κατανεμημένα σε τρεις ενότητες με εύγλωττους τίτλους (Εξομολογήσεις, Η Διάλυση, ο Μπιντές), ανάμεσα σε έναν Πρόλογο (ασπρόμαυρο) και έναν Επίλογο (μαυρόασπρο) τα είκοσι δύο κείμενα -ποιητικά πεζογραφήματα, κατ᾽ ουσίαν- του τρίτου βιβλίου που εξέδωσε ο Χάκκας πέντε χρόνια μετά το πρώτο (Όμορφο καλοκαίρι, 1965) και τέσσερα μετά το δεύτερο (Τυφεκιοφόρος του εχθρού, 1966) συναπαρτίζουν μια σπονδυλωτή μυθιστορία για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη χώρα μας στα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Από Καισαριανιώτης, παγκόσμιος
Στο χρονικό αυτό διάστημα, η γραφή του Χάκκα κάνει σπουδαία άλματα, ο ιδιότυπος σκληρός ρεαλισμός του εμπλουτίζεται από στοιχεία παλλόμενου μοντερνισμού και κοινωνικής κριτικής που διαθλάται τώρα μέσα από την κριτική της ίδιας της γλώσσας και των ορίων της, όπως συνέβαινε και με όλα τα πρωτοποριακά ρεύματα των αρχών του 20ού αιώνα (Φουτουρισμός, Νταντά, Υπερρεαλισμός) καθώς και της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εποχής (λεττριστές, καταστασιακοί, Beat Generation). Μπορεί κανείς να πει τολμηρά ότι από Καισαριανιώτης ο Χάκκας γίνεται παγκόσμιος, ότι η ίδια του η προσέγγιση της γλώσσας, επηρεασμένη από τα εν λόγω ρεύματα, τον μεταθέτει στα όρια του διαχρονικού, ακόμα και του υπερχρονικού, τον καθιστά αενάως και αιωνίως επίκαιρο.
Πολλές φράσεις ξεπατικωμένες από το βιβλίο Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (νέα κυκλοφορία από τις εκδ. Άγρα, εμπλουτισμένη με ένα έξοχο επίμετρο του Παντελή Μπουκάλα) είχαν γίνει συνθήματα και παρασυνθήματα της γενιάς των ανήσυχων νέων της Μεταπολίτευσης που λάτρεψαν αυτή τη γραφή, η οποία, μέσα από αναπάντεχα μοντάζ και γενναία χρήση του ελεύθερου συνειρμού και της ροής της συνείδησης, τζογάρει εντέλει στην ποίηση.
«Κοβαλτιώθηκα, μπούχτισα, τσουρουφλίστηκα ολόκληρος»
«Τα ποιήματα, φωτεινά της ζωής ιντερμέτζα; Μπορεί» (σ. 21)· «Πήρες τη γλάστρα με τις πεταλούδες πού 'μοιαζαν πανσέδες» (σ. 35)· «Γκορπισμός και ελαφρά νευρασθένεια» (σ. 79)· «Κοβαλτιώθηκα, μπούχτισα, τσουρουφλίστηκα ολόκληρος» (σ. 93)· «Να στήσω πυγολαμπίδες πάνω στην άσφαλτο» (σ. 94)· «Δεν ξαναμπαίνει στο ζυγό το βόδι άμα ξεμάθει» (σ. 109)· «Ο ήλιος σπαρταρούσε στο τέλος της εσπέρας, ενώ το φεγγάρι πάνω μας πασπάλιζε τη σιωπή» (σ. 125), ιδού μια ανθοδέσμη φράσεων που βρίσκω υπογραμμισμένες στην παλιά μου έκδοση του Μπιντέ (εκδ. Κέδρος, 1973) και, χωρίς προσυνεννόηση με τη μνήμη και το υποσυνείδητό μου, βρέθηκα να υπογραμμίζω πάλι και στην νέα, μισόν αιώνα μετά!
Καλοχωνεμένες αναφορές
Οι αναφορές του Χάκκα σε παλαιότερους και νεότερους δημιουργούς είναι πολλές, καλοχωνεμένες μες στο κέιμενο, και ενδεικτικές, συνοδευόμενες ενίοτε από κρίσιμες (πάντως έμπλεες χιούμορ) επιπλήξεις. Συναντάμε τον Θουκυδίδη, τον Σπινόζα, τον Μαρξ, τον Χένρυ Μίλλερ, τον Ροζέ Γκαρωντύ, τον Θωμά Γκόρπα (φυσικά, με ένα ολόκληρο διήγημα, «Γκορπισμός», σσ. 79-84), τον Εγγονόπουλο, τον Εμπειρίκο, τον Σκαρίμπα, τον Ρίλκε, τον Μπέκετ, τον Μαλλαρμέ. Συναντάμε, και εδώ, τις λεξιπλασίες και τα λογοπαίγνια που δονούν όλο το corpus του Χάκκα: σφερδουκλοκεφτέδες, πληζάρω, σορυάρω, ποιητοδικείο, μπαμτριαλαρό, ρουκετηδόν, κ.ά.
Συναντάμε, επίσης, θρυλικά στέκια -όλβιοι όσοι προλάβαμε να συχνάσουμε πιτσιρικάδες σ᾽ αυτά!-, όπως το Μπραζίλιαν, ο Απότσος, ο Ορφανίδης, και βέβαια συναντάμε, είτε με το δικό τους όνομα (όπως στην περίπτωση του Γκόρπα) είτε με αλλαγμένο, φίλους και αδελφούς εν όπλοις του Χάκκα, όπως τον Βύρωνα Λεοντάρη, τον Θανάση Κωσταβάρα, τη Ζέφη Δαράκη.
Στόχος, σχεδόν κεντρικός, στον Μπιντέ είναι ο μετασχηματισμός της καθημερινής ζωής, με την πρωτοκαθεδρία να περνάει ιλιγγιωδώς στην υλοφροσύνη (όπως έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, φίλος του Χάκκα)
Στόχος, σχεδόν κεντρικός, στον Μπιντέ είναι ο μετασχηματισμός της καθημερινής ζωής, με την πρωτοκαθεδρία να περνάει ιλιγγιωδώς στην υλοφροσύνη (όπως έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, φίλος του Χάκκα), στην επιδίωξη του βολέματος μέσα σε μια οιονεί ευμάρεια. Ο συγγραφέας δονείται από παράπονο και εναντίωση, υιοθετώντας στάσεις των ποιητών της Beat Generation και των καταστασιακών (situationnistes). Από το πάθος και τον έρωτα, τώρα οι άνθρωποι προτιμάνε τον αυτόματο σκουπιδοφάγο, επεσήμανε ο σχεδόν συνομήλικος του Χάκκα, ο οραματιστής των καταστασιακών, ο Ιβάν Στσεγκλοφ [Ivan Chtcheglov, 1933-1998]. Και στον Μπιντέ διαβάζουμε: «Ξεχάσατε κιόλας τα πρόσωπα των διπλανών σας, γιατί επικοινωνείτε με συσκευές, μέσ᾽ από αριθμούς και καλώδια» (σ. 120). Δεν χρειάζεται, ασφαλώς, να σπαζοκεφαλιάσουμε σχετικά με το τι θα έγραφε σήμερα ο Χάκκας!
Και μερικές σελίδες πριν, στο κείμενο «Ο μπιντές» (σσ. 99-103), αντλώντας από τον Μαρσέλ Ντυσάν και το Νταντά, ο συγγραφέας/ποιητής/κοινωνικός κριτικός ξεσπάει: «Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ' ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού χαιρετούσαν την πρόοδό μας».
Κλείνοντας, ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος προσφέρει μιαν εμβριθέστατη ανάγνωση/μελέτη του Μπιντέ με το βιβλίο του Το αμφίσημο γέλιο στη συλλογή Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες του Μάριου Χάκκα — Μελαγχολία και ανατροπή (εκδ. Άγρα), το οποίο θα παρουσιάσω στον επόμενο Σάκκο μαζί με το τελευταίο έργο του Χάκκα, το Κοινόβιο.
Και σαν καίριο υστερόγραφο, ιδού τα μεστά λόγια του Παντελή Μπουκάλα: «Έγκαιρα εικονοκλάστης ο Μάριος Χάκκας, λογοτεχνικά και πολιτικά, με τον λόγο του να κατακτά την ωριμότητά του πολύ γρήγορα, ενδεχομένως και απρόοπτα, παραμένει επίκαιρος, ακριβώς επειδή υπήρξε έγκαιρος».
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Lipstick Traces (Revisited)» (εκδ. Κάπα).
Μερικοί σκύβαν πάνω απ᾽ την άβυσσο μήπως και διακρίνουν στο σκοτάδι της ποίησης νέα σχήματα, ρίζες για νέα λουλούδια, αν υπήρχε έδαφος και γι᾽ άλλη ανθοφορία να κλείσει το χάσμα. Οι περισσότεροι σιωπούσαμε. Καθόμασταν στο μικρό σαλονάκι καπνίζοντας σβησμένα τσιγάρα, παίζοντας μουγγά κομπολόγια κι έχοντας κόντρα τον ήλιο, ενώ το φεγγάρι έκαιγε. (σ. 129)
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, γιος του Γεωργίου Χάκκα και της Σταυρούλας Καρατσαλή. Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή του εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην προσφυγική συνοικία της Καισαριανής. Τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια σημάδεψαν τα γεγονότα της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου. Το 1950 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και υπηρέτησε στο πολιτικό στρατόπεδο της Γυάρου ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού. Το 1951 έδωσε εξετάσεις για πρόσληψη στον ΟΤΕ και παρά την επιτυχία του δε διορίστηκε λόγω κοινωνικών φρονημάτων.
Την ίδια χρονιά άρχισε να έρχεται σε επαφή με αριστερές οργανώσεις της Καισαριανής και του Βύρωνα και γνωρίστηκε με τη Μαρίκα Κουζηνοπούλου, την οποία παντρεύτηκε το 1961. Το 1952 έγινε μέλος της ΕΔΑ, πήρε μέρος στην ίδρυση του πρώτου πολιτιστικού συλλόγου της Καισαριανής (Φ.Ε.Ν.) και γράφτηκε στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. Η πολιτική του δραστηριότητα δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του πέρα από τα δυο πρώτα χρόνια. Το 1954 συλλήφθηκε ως μέλος αριστερής οργάνωσης και καταδικάστηκε σε τετράχρονη κάθειρξη, αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια στην Αίγινα.
Στη φυλακή μελέτησε ξένες γλώσσες και στράφηκε στη συγγραφή ποιημάτων και διηγημάτων. Αποφυλακίστηκε το 1958 και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως στρατιώτης γ΄ κατηγορίας (μουλαράς). Παράλληλα συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Το 1960 αποστρατεύτηκε και δούλεψε σε εργοστάσιο πλαστικών ειδών, αρχικά ως πλασιέ και στη συνέχεια στο πρατήριο. Μετά το γάμο του μετακόμισε στο Βύρωνα, ενώ παράλληλα η κριτική στάση του απέναντι στο Κόμμα οδήγησε σε ρήξη των σχέσεών του με την Αριστερά. Από το 1964 ως το 1967 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής και ενίσχυσε σημαντικά τις δραστηριότητες της Φ.Ε.Ν. Το 1966 κορυφώθηκε η διένεξή του με την Αριστερά και ο Χάκκας στράφηκε προς μια επιχείρηση με κορνίζες και μινιατούρες, από κοινού με το φίλο του Ασημάκη Νηστικούλη. Με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας συλλήφθηκε και κρατήθηκε για ένα μήνα στα κρατητήρια του αστηνομικού τμήματος Παγκρατίου. Από το 1969 άρχισε η περιπέτεια της υγείας του που ξεκίνησε από καρκίνο στα νεφρά και κατέληξε στον πνεύμονα.
Με τη συλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες συντελείται μια σαφής στροφή -φυσικό επακόλουθο της ψυχολογικής επίδρασης που άσκησε στο Χάκκα η αρρώστια του αλλά και η ρήξη του με το κομμουνιστικό κόμμα- προς μια ωριμότερη γραφή, αφαιρετική, με επιρροές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού στην τραγική διάστασή του και ενδεικτική της αγωνίας του συγγραφέα μπροστά στο θάνατο αλλά και της απογοήτευσής του στη θέαση του μάταιου της ζωής και της ιδεολογίας στο σύγχρονο κόσμο. Στον ίδιο χώρο ανήκει και το τελευταίο του έργο -δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο- Το κοινόβιο, αλλά και τα τρία θεατρικά του μονόπρακτα.