Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον «Σάκο Εκστρατείας» του μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, για τη συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Συμπληρώνονται φέτος εξήντα χρόνια από την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, βραχύς ο βίος του, έφυγε μόλις στα σαράντα ένα του, πρόλαβε ωστόσο ν᾽ αδράξει τη μέρα, να γράψει με έναν τρόπο μοναδικό, επιδιδόμενος σε πολλαπλές κονταρομαχίες με τη φθορά, με την αναλήθεια, με τη δογματίλα, προικισμένος με ένα χιούμορ διαβρωτικό, εξοπλισμένος με ένα θάρρος καταλυτικό, και τώρα επανεκδίδεται πανηγυρικά το έργο του, τον θυμούνται πάλι οι παλαιότεροι, τον ανακαλύπτουν οι ανήσυχοι πιτσιρικάδες. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη είναι φορτωμένος τούτο τον καιρό με τα βιβλία του Μάριου Χάκκα και με πονήματα αφιερωμένα σ᾽ αυτόν τον αιρετικό των αιρετικών.
«Άγρυπνη μνήμη καιροφυλαχτεί μέσα στις φλέβες / έρπει το παρελθόν πάνω στο δέρμα / σ᾽ όλες τις κινήσεις σ᾽ όλες τις παραισθήσεις / η ανάμνηση καυτή παραφυλάει», διαβάζουμε στην ποιητική συλλογή Όμορφο Καλοκαίρι, που εκδίδει ιδίοις αναλώμασι ο Χάκκας το 1965, στα είκοσι τέσσερά του χρόνια. Το ίδιο έτος, τον Σεπτέμβριο, στο περιοδικό Λαϊκός Λόγος του Βασίλη Ρώτα δημοσιεύεται το διήγημά του «Οι κουφοί», που σηματοδοτεί τη ρήξη του με την κομματική αριστερά, εν προκειμένω την ΕΔΑ, και την ερωτοτροπία του με έναν δρεπανηφόρο αναρχίζοντα λόγο.
Έχουν προηγηθεί πολλά: εξορία στη Γυάρο, σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ένταξη στην ΕΔΑ (το 1952), ίδρυση της Φιλοπρόοδης Ένωσης Νέων στην Καισαριανή, σύλληψη (το 1954) με τον διαβόητο νόμο 509, καταδίκη σε τέσσερα χρόνια κάθειρξη (εκτίει ένα στην Καλαμάτα και τρία στην Αίγινα), στρατιωτική θητεία ως ημιονηγός στην Έβρο), εκλέγεται γραμματέας στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο, παντρεύεται την Μαρίκα Κουζηνοπούλου (το 1961), εκλέγεται δημοτικός συμβούλος στην Καισαριανή (το 1964).
Το 1966, και πάλι ιδίοις αναλώμασι, ο Χάκκας εκδίδει τη συλλογἠ διηγημάτων Τυφεκιοφόρος του εχθρού, απαρτιζόμενη από τέσσερις ενότητες: Του Στρατού, Της Φυλακής, Της Ζωής, Τ᾽ Ανάποδα. Η μεταθανάτια έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Κέδρος (1972) εμπλουτίζεται με την ενότητα «Τρία διηγήματα» (αρχικά δημοσιευμένα στα Νέα Κείμενα), ενώ η παρούσα από τις εκδόσεις Άγρα περιλαμβάνει επίσης άλλα εννέα αφηγήματα και σχεδιάσματα.
Ο Τυφεκιοφόρος είναι καρπός οδυνηρών στιγμών του δημιουργού από τη στρατιωτική του θητεία και από τις διώξεις που υπέστη λόγω της πολιτικής του στράτευσης.
Ο Τυφεκιοφόρος είναι καρπός οδυνηρών στιγμών του δημιουργού από τη στρατιωτική του θητεία και από τις διώξεις που υπέστη λόγω της πολιτικής του στράτευσης. Απέχοντας πολύ από διακηρύξεις ηρωισμού και κομματικού πατριωτισμού, ο Χάκκας προσφεύγει σε μια χιουμοριστική μελαγχολία και σε ένα μελαγχολικό -σπαρταριστό, εντούτοις- χιούμορ. Ήδη από το πρώτο διήγημα, με τίτλο «Ο Κολοβός», ένα μουλάρι κι ένας μουλαράς, «γάμμα κατηγορίας» στρατιώτης, συναδελφώνονται και σπέρνουν τον πανικό στο άξεστο φασισταριό του Διοικητηρίου, καθώς ο ημίονος εξαπολύει εναντίον τους μια τρομερή πορδή που θρυμματίζει τα τζάμια και κάνει τις λαμαρίνες του τολ να τρίξουν τόσο δυνατά σαν να έχει χτυπηθεί το στρατόπεδο από όλμο!
Οι χαρακτήρες των διηγημάτων είναι διωκόμενοι, ταλανισμένοι, ανεπιθύμητοι για τους κρατούντες, περιθωριακοί· «ναυαγοί από κάποια στραβοτιμονιά της ιστορίας», όπως ο λεγόμενος Ροβινσώνας Κρούσος, ο μόνος που φέρεται φιλικά, και παιδαγωγικά, στον γύφτο Παρασκευά, τον οποίο μάλιστα οδηγεί στην απελευθέρωση από την καζούρα και τη χλεύη.
Στον Τυφεκιοφόρο εντοπίζουμε ήδη τη λογοπαικτική μαεστρία και τη λατρεία του Χάκκα για τις παρηχήσεις που προσδίδουν ιδιαίτερο χαρακτήρα στα μετέπειτα βιβλία του. Στο ιδιοφυές διήγημα «Το σινεμά» διαβάζουμε το ξέσπασμα: «Είμαι στα χέρια σας. Είμαι εναντίον σας. Είμαι εναντίον κάθε είδους πόλέμου. Είμαι δικός σας. Είμαι ημέτερος, με ήτα, για την ήττα και μόνο, υμέτερος με ύψιλον, ιμέτερος με γιώτα για τη Γιώτα, που μού ᾽λειψε το κορμί της για χρόνια. Ναι, ΙΜΕΤΕΡΟΣ. Της ιμετέρας. Της είμαι τέρας. Είμαι τέρας! Είμαι! Είμαι Είμαι!» Και λίγο μετά: «Χρειάζεται ανανέωση, αλλαγή. Αλλαγή πλάνου, αλλαγή πλάνης, ένα νέο μοντάζ ψυχικών καταστάσεων».
Κι ακόμα, συναντάμε μορφές θρυλικές όπως ο Σίμος Τσαπνίδης (1919-1999), ο επιλεγόμενος Υπαρξιστής, ιδρυτής της περιλάλητης Ιπτάμενης Παράγκας - και εδώ ο Χάκκας, με το διήγημα «Καταπληκτικό!» γίνεται προδρομικός, καταγράφοντας το κλίμα μιας εποχής και προαναγγέλλοντας με δαιμόνια κριτική διάθεση (η οποία θα κορυφωθεί στο επόμενο βιβλίο του με τον εύγλωττο τίτλο Ο μπιντές και άλλες ιστορίες) αυτό της επόμενης με τις ιλιγγιώδεις μεταβολές, με την ταχύρρυθμη προσχώρηση στην καταναλωτική μανία και σε ένα ψυχοφθόρο βόλεμα.
Μες στον ζόφο, θάλλει ο ερωτισμός, η σάρκα εγκωμιάζεται στα διηγήματα του Χάκκα, αλλά καιροφυλαχτεί συνάμα η διάψευση, η προδοσία, όπως στο «Το μαντίλι, ο έρωτας και το συνάχι», όπου ο θερινός έρως σβήνει με την πρώτη φθινοπωρινή ψιχάλα, αλλά και στο στο αριστουργηματικό «Στη σάλα του σύμπαντος κόσμου», ένα κείμενο μπορχεσιανής κοπής!
Αριστουργηματικό επίσης, με εμφανή στοιχεία ενός μεταμοντερνισμού avant la lettre, είναι το «Πώς γράφεται ένα διήγημα», το οποίο είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Αντί το 1977, πέντε χρόνια μετά την εκδημία του συγγραφέα. Με απίθανο χιούμορ, ο Χάκκας υπερασπίζεται την τέχνη του διηγήματος, ασκεί κριτική στην καλπάζουσα εμπορευματοποίηση των πάντων ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, και εκθέτει την προσωπική φιλοσοφία και στρατηγική του:
Για να γράψεις ένα διήγημα, πρέπει νά ᾽χεις και μνήμη.
«Για να γράψεις ένα διήγημα, πρέπει νά ᾽χεις και μνήμη. Όχι γι᾽ αυτά που συμβαίνουν σε σένα. Αυτά ποτέ δεν ξεχνιούνται. Όμως αυτά που σου λένε οι άλλοι πρέπει να τα θυμάσαι και την κατάλληλη στιγμή ν᾽ αξιοποιούνται μες στο γραφτό σου. Κανένας άνθιρωπος δεν είναι βουνό, θάλασσα ή πολιτεία για να μην έχει ανάγκη τους άλλους. Όλοι κάπου ακουμπάνε, συνήθως ο ένας επάνω στον άλλον, κι έτσι διαμορφώνεται η εποχή μας· προκύπτει μια σύνθεση μέσα από μια διαρκή συνεργασία άθελη ή θεληματική, σημασία δεν έχει».
Ιδού λοιπόν η διαλεκτική που διακονεί ο εκπληκτικός αυτός συγγρφαφέας: από το εγώ οδεύουμε στο εμείς, εμπλέκουμε το ιδιωτικό με το δημόσιο, εκφεύγουμε από τη ματαιοδοξία και τον ναρκισσισμό.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Lipstick Traces (Revisited)» (εκδ. Κάπα).
Απόσπασμα από τον «Τυφεκιοφόρο του εχθρού»
«Φύγε. Θα σε δουν και θ᾽ αρχίσουν να βάλλουν. Πετάξου και στάσου στη ρίζα του άλλου δέντρου, εκεί που κρύβεται ο τυφεκιοφόρος του εχθρού. Είναι κρίμα να χαθώ από υπερβολικό συναισθηματισμό, παραχωρώντας σε σένα τη θέση μου. Μπορεί ο αντίπαλος να το πράξει, αλλά εγώ είναι κρίμα. Δεν είμαι πρωταγωνιστής της παρούσης κρίσεω, ούτε δευτεραγωνιστής, ούτε τριταγωνιστής, ούτε καν αγωνιστής. Είμαι ένας θλιβερός κομπάρσος που σέρνοπμαι σε δεύτερο πλάνο μες στο σκοτάδι» (σ. 75).
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, γιος του Γεωργίου Χάκκα και της Σταυρούλας Καρατσαλή. Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή του εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην προσφυγική συνοικία της Καισαριανής. Εκεί ο Χάκκας τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο (1937-1943) και στη συνέχεια γράφτηκε στο 7ο Γυμνάσιο Παγκρατίου. Τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια σημάδεψαν τα γεγονότα της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου. Το 1950 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και υπηρέτησε στο πολιτικό στρατόπεδο της Γυάρου ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ερυθρού Σταυρού. Το 1951 έδωσε εξετάσεις για πρόσληψη στον ΟΤΕ και παρά την επιτυχία του δε διορίστηκε λόγω κοινωνικών φρονημάτων.
Την ίδια χρονιά άρχισε να έρχεται σε επαφή με αριστερές οργανώσεις της Καισαριανής και του Βύρωνα και γνωρίστηκε με τη Μαρίκα Κουζηνοπούλου, την οποία παντρεύτηκε το 1961. Το 1952 έγινε μέλος της ΕΔΑ, πήρε μέρος στην ίδρυση του πρώτου πολιτιστικού συλλόγου της Καισαριανής (Φ.Ε.Ν.) και γράφτηκε στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. Η πολιτική του δραστηριότητα δεν του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του πέρα από τα δυο πρώτα χρόνια. Το 1954 συλλήφθηκε με το νόμο 509 ως μέλος αριστερής οργάνωσης και καταδικάστηκε σε τετράχρονη κάθειρξη, αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια στην Αίγινα.
![]() |
Έργο του Τάκη Σιδέρη |
Στη φυλακή μελέτησε ξένες γλώσσες και στράφηκε στη συγγραφή ποιημάτων και διηγημάτων. Αποφυλακίστηκε το 1958 και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως στρατιώτης γ΄ κατηγορίας (μουλαράς). Παράλληλα συνέχισε να ασχολείται με τη συγγραφή. Το 1960 αποστρατεύτηκε και δούλεψε σε εργοστάσιο πλαστικών ειδών, αρχικά ως πλασιέ και στη συνέχεια στο πρατήριο. Μετά το γάμο του μετακόμισε στο Βύρωνα, ενώ παράλληλα η κριτική στάση του απέναντι στο Κόμμα οδήγησε σε ρήξη των σχέσεών του με την Αριστερά. Από το 1964 ως το 1967 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής και ενίσχυσε σημαντικά τις δραστηριότητες της Φ.Ε.Ν. Το 1966 κορυφώθηκε η διένεξή του με την Αριστερά και ο Χάκκας στράφηκε προς μια επιχείρηση με κορνίζες και μινιατούρες, από κοινού με το φίλο του Ασημάκη Νηστικούλη. Με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας συλλήφθηκε και κρατήθηκε για ένα μήνα στα κρατητήρια του αστηνομικού τμήματος Παγκρατίου. Από το 1969 άρχισε η περιπέτεια της υγείας του που ξεκίνησε από καρκίνο στα νεφρά και κατέληξε στον πνεύμονα.
Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Ελβετία, το Μιλάνο και τη Γερμανία. Το 1970 ο θίασος Βήματα του Θανάση Παπαγεωργίου ανέβασε το μονόπρακτο έργο του Χάκκα Ενοχή στο θέατρο Φλόριντα. Πέθανε στο Διαγνωστικό Νοσοκομείο Πειραιώς σε ηλικία σαραντα ενός ετών.
Ο Μάριος Χάκκας ανήκει στη μεταπολεμική γενιά των ελλήνων λογοτεχνών. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποιήθηκε με το Όμορφο καλοκαίρι, συλλογή ποιημάτων γραμμένων στο διάστημα που μεσολάβησε από τη φυλάκισή του ως την πραγματοποίηση της έκδοσης το 1965.
Με τη συλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες συντελείται μια σαφής στροφή -φυσικό επακόλουθο της ψυχολογικής επίδρασης που άσκησε στο Χάκκα η αρρώστια του αλλά και η ρήξη του με το κομμουνιστικό κόμμα- προς μια ωριμότερη γραφή, αφαιρετική, με επιρροές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού στην τραγική διάστασή του και ενδεικτική της αγωνίας του συγγραφέα μπροστά στο θάνατο αλλά και της απογοήτευσής του στη θέαση του μάταιου της ζωής και της ιδεολογίας στο σύγχρονο κόσμο. Στον ίδιο χώρο ανήκει και το τελευταίο του έργο - δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο - Το κοινόβιο, αλλά και τα τρία θεατρικά του μονόπρακτα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μάριου Χάκκα βλ. Ζήρας Αλεξ., «Χάκκας Μάριος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, «Μάριος Χάκκας», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του ‘67 Η΄, σ.86-99. Αθήνα, Σοκόλης, 1988 και Σταυροπούλου Έρη, «Χρονολόγιο Μάριου Χάκκα (1931-1972)», Διαβάζω 297, 28/10/1992, σ.22-25, όπου περισσότερα στοιχεία.