
«Η Γραμμή του Ορίζοντος», το τελευταίο μυθιστόρημα του Χρήστου Βακαλόπουλου, συμπυκνώνει το πεζογραφικό του σύμπαν και συμπληρώνει το ψηφιδωτό μιας ανήσυχης, δημιουργικής και έκκεντρης προσωπικότητας.
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Habent sua fata libelli, ναι, τα βιβλία έχουν τη μοίρα τους· άλλα χάνονται στης λήθης τη λίμνη, άλλα αδιαλείπτως διαβάζονται και συζητιούνται μες στα χρόνια και τις δεκαετίες, άλλα εκρήγνυνται και τα θραύσματά τους κοσμούν εξεγερμένους τοίχους –όπως συνέβη με την Κοινωνία του Θεάματος του Γκυ Ντεμπόρ το 1968, στο Παρίσι–, άλλα, καλοκρυμμένα στις κατακόμβες της επίσημης πραγματικότητας για πολύ καιρό, ανακαλύπτονται και δρουν ως οδοδείκτες κινημάτων – λόγου χάρη, τα Άσματα του Μαλντορόρ του Λωτρεαμόν, που ξέθαψε ο Αντρέ Μπρετόν και τα κατέστησε αιώνια.
Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη, ήδη από την αρχή του έτους, είναι φορτωμένος με τα βιβλία του αείμνηστου Χρήστου Βακαλόπουλου, και με πονήματα που καταπιάνονται με το έργο του. Έλαχε, και δεν είναι παράδοξο, το μυθιστόρημα Η Γραμμή του Ορίζοντος να είναι το πιο πολυδιαβασμένο και πολυσυζητημένο βιβλίο του Χρήστου· και να διαγράφει ακόμη μια λίαν ενδιαφέρουσα τροχιά. Ας δούμε κάποια πώς και γιατί.
Κλίμακα του Ιωάννη Σιναΐτου
Σε κατ᾽ ιδίαν συζητήσεις, αλλά και σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, ο Χρήστος Βακαλόπουλος εκμυστηρεύτηκε ότι για τη συγγραφή της Γραμμής του Ορίζοντος (εκδ. Εστία, 1991) χρησιμοποίησε ως πατρόν (αυτολεξεί) την Κλίμακα του Ιωάννη Σιναΐτου, τη λεγόμενη ουρανόδρομο, γραμμένη τον 6ο μ.Χ. αιώνα, αποτελούμενη από τριάντα λόγους συν ένα παράρτημα, όσα δηλαδή και τα κεφάλαια της Γραμμής, και αφηγούμενη μιαν ανοδική κλιμακωτή πορεία προς τη λύτρωση.
Η Ρέα Φραντζή, η ηρωίδα του Βακαλόπουλου, η οποία βέβαια είναι ο Βακαλόπουλος (όπως η Έμμα Μποβαρύ ήταν ο Φλωμπέρ), και η οποία είμαστε εμείς, όπως θα δούμε, ακολουθεί μια διαδρομή τριάντα βαθμίδων που την πάει από την «Αναχώρηση» (πρώτο κεφάλαιο) στο νεύμα του μπλε και του γαλάζιου, στην γραμμή που ενώνει ουρανό και θάλασσα (τριακοστό κεφάλαιο, το πιο σύντομο, μόλις δέκα αράδες, μια «Εικόνα»)· η Ρέα ενδίδει στο νεύμα, ανακεφαλαιώνει τον χρόνο, νοερά κινείται ανάμεσα στον Ιούλιο του 1965 (τότε που «ορκίστηκαν ότι δεν θα φύγουν ποτέ από την Κυψέλη»), τον Αύγουστο του 1968 («… έφεραν στο σπίτι την τηλεόραση […] μέσα σ᾽ ένα μεγάλο κουτί») και το γέρμα της δεκαετίας του 1980, την αυγή της δεκαετίας του 1990, τη λύτρωση, κάνει την κίνησή της (τριακοστό πρώτο κεφάλαιο, παράρτημα, «Βουτιά)», αναβαπτίζεται σε τούτο το αόρατο ελληνικό νησί, βρίσκει μεταρσιωμένη την παιδική και εφηβική της ηλικία, «κολυμπάει αργά προς τη γραμμή του ορίζοντος», προς τις ξανακερδισμένες αλήθειες της.
Κάποιοι είχαν μιλήσει για στροφή του Χρήστου στον χριστιανισμό, στην ορθοδοξία, ακόμα και για προσχώρηση σε έναν ιδιότυπο (καταδικαστέο, κατ᾽ αυτούς) εθνοκεντρισμό. Με την επανέκδοση της Γραμμής ακούστηκαν εκ νέου κάτι τέτοια τόσο έωλα όσο και αίολα – παρόμοια, πολύ πιο έντονα και επικριτικά, έως και υβριστικά, έσουραν στον Μπομπ Ντύλαν, μετά το Slow Train Coming (δίσκο που εγκωμίασε πολλαχώς ο Χρήστος), και στον Διονύση Σαββόπουλο, ιδίως με το Κούρεμα, αλλά και νωρίτερα, θυμάσαι;
Μολοντούτο, ο Βακαλόπουλος έθιγε όσα βραδυφλεγώς εκρήγνυνται στη Γραμμή ήδη από τους Πτυχιούχους (1984) και επίσης ήδη σε δοκίμιά του (δες, Από το χάος στο χαρτί, εκδ. Εστία). Διακρίνουμε –ξαναδιαβάζοντας με χρονολογική σειρά εμφανίσως τα έργα του– ότι, έχοντας περάσει από τις αναλύσεις του Ζαν Μποντριγιάρ και του Ρολάν Μπαρτ (ρητά), καθώς και του Ντεμπόρ (υπόρρητα), ενόσω αρθρογραφούσε οξυδερκώς στην «Αυγή», στον «Σύγχρονο Κινηματογράφο», και στο «Αντί», ο Βακαλόπουλος στρέφεται σε έναν μειλίχιο, καίτοι αιχμηρό ενίοτε λόγο, στην τελεσφόρα προσπάθειά του να συλλάβει το νόημα που σκιρτάει και σαλεύει στην (έστω ταπεινή και σκληρά δυσφημισμένη) πραγματική πραγματικότητα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αφήνοντας στην άκρη θεωρητικές κατασκευές και προσεγγίγοντάς την σωματικά, κυτταρικά, αυτοβιολογικά.
Εξανίσταται απέναντι στον αριστερό ξύλινο λόγο (έχει, φυσικά, προηγηθεί ο Μάριος Χάκκας – σε πολύ ζοφερές συνθήκες), απέναντι στην πίεση ενός επιτακτικού εξευρωπαϊσμού, σε μιαν οργάνωση των πραγμάτων ώστε να είναι, υποτίθεται, αποδοτικά («Ο δικός μας κοσμος είναι ανοργάνωτος φαινομενικά, αλλά υπάρχει η βαθύτερη ενότητα των πραγμάτων», γράφει στο Ντέφι το 1986)· εναντιώνεται στην αισθητικοποίηση του αυθόρμητου, αγωνιά για την αιμορραγία του περιεχομένου και του νοήματος, επιμένει (μόλις σαράντα μέρες πριν από την εκδημία του): «Έχουμε χρέος να συντηρήσουμε τα καντηλάκια της μοναξιάς μας» (Αντί, τ. 505, 16.12.1992).
Δεξάμενος φλόγα
Η Ρέα Φραντζή αυτό κάνει στη Γραμμή, ανάβει μες στη μοναξιά της ένα κεράκι, ιχνηλατεί τα όσα άφησε να χαθούν μες στον καλπάζοντα ταχύρρυθμο καταναλωτισμό και νεοκυνισμό, τα βρίσκει πάλι, έχει συμμάχους αλληλέγγυους, έστω και αόρατους, στη μύχια περιπέτειά της: τον ίδιο τον δημιουργό της πρώτα απ᾽ όλα, που της προσφέρει λαλιά και λύτρωση, τον Χρήστο που είναι η Ρέα, που είμαστε εμείς, οι ανήσυχοι νεαροί της αφιέρωσης «Υπέρ νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων της δεκαετίας του ᾽70». Όπως και ο Χρήστος βρέθηκε με συμμάχους αλληλέγγυους – τον Σταύρο Τσιώλη, τον Ευγένιο Αρανίτση, τον Κωστή Παπαγιώργη, τον Σωτήρη Κακίση, τον Ηλία Λάγιο, εμένα που σας τα ιστορώ, και κάμποσους άλλους που μαζί του άναψαν το μικρό κεράκι στο δάσος που είναι η ποίηση καθώς έλεγε ο Άλεν Γκίσνμπεργκ.
Η Ρέα Φραντζή, πηγαίνοντας στην Πάτμο ανακάλυψε την Κυψέλη, πάει να πει τον έσω εαυτό της. Η Γραμμή του Ορίζοντος είναι μια 162 σελίδων, σχεδόν ασθματική και παλλόμενη, προσευχή μες στο βραχνό κενό της λεγόμενης Μεταπολίτευσης, μια προσευχή που παραμένει επίκαιρη καθόσον η διολίσθηση σε διαφημιστικό και ομοίωμα και φωτοτυπία όλων μας εξακολουθεί να απειλεί ό,τι συνέχει τον άνθρωπο: τη σημασία, το νόημα, τη δημιουργικότητα, τον έρωτα, την αγάπη, τη φιλία.
...και είναι σπαρακτικά ηδύ αυτό το δώρο του Βακαλόπουλου προς όλους μας, μιας και το δημιούργησε στο κατώφλι της ασθένειας, μες στο φάσμα της απειλής του θανάτου, για τούτο και ο ευαίσθητος αναγνώστης του 1991 όπως και αυτός του 2025 ακούνε μέσα από το ρυθμικό λαχάνιασμα της Γραμμής του Ορίζοντος την εναγώνια διακαή επιθυμία του δημιουργού της επειγόντως να προλάβει να τα πει.
Ο Χρήστος, ο αγαπημένος φίλος μας, έπλασε τη Ρέα Φραντζή για να προσευχηθούμε μαζί της, για να μας πει ότι όλοι μας είμαστε η Ρέα Φραντζή, και είναι σπαρακτικά ηδύ αυτό το δώρο του Βακαλόπουλου προς όλους μας, μιας και το δημιούργησε στο κατώφλι της ασθένειας, μες στο φάσμα της απειλής του θανάτου, για τούτο και ο ευαίσθητος αναγνώστης του 1991 όπως και αυτός του 2025 ακούνε μέσα από το ρυθμικό λαχάνιασμα της Γραμμής του Ορίζοντος την εναγώνια διακαή επιθυμία του δημιουργού της επειγόντως να προλάβει να τα πει.
Προγραμματικά προτάσσει ο Χρήστος στο βιβλίο ένα εδάφιο από την Κλίμακα, από τον Τρίτο Λόγο («Περί ξενιτείας», 4), και αντιγράφω εδώ όλη την παράγραφο, μιας και αποτελεί σύνοψη της Γραμμής του Ορίζοντος, σύνοψη κοσμοθεώρησης και δήλωση/προτροπή του αείμνηστου Χρήστου Βακαλόπουλου προς τον εαυτό του και προς εμάς όλους:
«Ξένος ἐστὶν ὁ πάσης ἰδίων καὶ ἀλλοτρίων σχέσεως φυγάς. Μὴ ἀνάμενε ἐπὶ τὴν μονίαν, ἢ ἐπὶ τὴν ξενιτείαν ἐπειγόμενος τὰς φιλοκόσμους ψυχάς· δι᾿ ὅτι ὁ κλέπτης ἀνυπονόητος. Πολλοὶ συσσῶσαι πειραθέντες ῥᾳθύμους καὶ ὀκνηροὺς, συναπώλοντο, τοῦ πυρὸς τῷ χρόνῳ ἀποσβεσθέντος. Δεξάμενος φλόγα τρέχε. Οὐ γὰρ γινώσκεις, τὸ, πότε σβέννυται, καὶ ἐν σκοτίᾳ σε καταλήψει» / (Σὺ ποὺ βιάζεσαι νὰ ξενιτεύσης ἢ νὰ πᾶς στὴν ἔρημο, μὴ περιμένης νὰ ἔλθουν μαζί σου ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦν ἀκόμη τὸν κόσμο. Πρόσεχε, διότι ὁ κλέπτης δὲν γίνεται ἀντιληπτός. Πολλοὶ ποὺ ἀποπειράθηκαν νὰ πάρουν μαζί τους ἀνθρώπους ρᾳθύμους καὶ ὀκνηροὺς γιὰ νὰ τοὺς σώσουν, ἐχάθηκαν μαζὶ μὲ αὐτούς, διότι σὺν τῷ χρόνῳ ἔσβησε ἐξ αἰτίας τους τὸ πῦρ (τῆς ψυχῆς τους). Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐδέχθηκες μέσα σου τὴν φλόγα, τρέχε. Διότι δὲν γνωρίζεις πότε θὰ σβήσῃ καὶ θὰ σὲ ἀφήσῃ στὸ σκοτάδι).
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Lipstick Traces (Revisited)» (εκδ. Κάπα).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«´Οταν υπήρχε μόνο ένα νησί κανένα νησί δεν ήταν το ίδιο με το άλλο […] Όταν υπήρχε μία εικόνα βαθιά φυλαγμένη μέσα σου όλοι οι άντρες ήταν διαφορετικοί. Όταν υπήρχε μόνο το σφηνάκι Ντοστογιέφσκι όλοι οι μεθυσμένοι κυνηγούσαν μια εικόνα βαθιά φυλαγμένη μέσα τους. Όταν υπήρχε μόνο ένας άντρας όλοι οι άντρες ήταν διαφορετικοί». (σ. 91)
Διαβάστε το πρώτο μέρο τους Αφιερώματος ΕΔΩ.