Για την ποιητική συλλογή Δαφνοπόταμο (εκδ. Gutenberg) του Νίκου Κατσαλίδα.
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Η πρόσφατη ποιητική σύνθεση Δαφνοπόταμο, του Νίκου Κατσαλίδα, έρχεται να προστεθεί σε ένα μακρύ κατάλογο εργογραφίας, στον οποίο, ήδη, αριθμώνται δεκαεννέα συλλογές ποιημάτων, ένα μυθιστόρημα και ένας τόμος διηγημάτων. Ασφαλώς, εκπλήσσει η ποσοτική παραγωγή των ποιητικών έργων. Ωστόσο, προτρέχω να σημειώσω ότι το Δαφνοπόταμο έρχεται να επιβεβαιώσει προηγούμενες κρίσεις, παλαιότερες και πρόσφατες, για την όντως πολύ αξιόλογη παρουσία του συγγραφέα στα ποιητικά δρώμενα της τελευταίας δεκαπενταετίας.
Έλληνας του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, ο Νίκος Κατσαλίδας δε δίστασε να δηλώσει νωρίς την ποιητική ιδιότητά του στην πλήθουσα από ομότεχνούς του αθηναϊκή αγορά. Σ’ αυτήν, παλαιότεροι και νεώτεροι ποιητές, πεισματικά επιμένουν να αναμετρώνται με τους αντιποιητικούς καιρούς και να προσφέρουν στους εραστές του έντεχνου λόγου την απαραίτητη πνευματική ευκρασία που επιτρέπει την είσοδο στους λειμώνες της σύγχρονης ποίησης.
Πρόκειται, για μια ώριμη λυρική γραφή που ομοιοτρόπως αποτυπώνεται στο περιεχόμενο 127 πεζόμορφων κειμένων.
Ένας τέτοιος λειμώνας, απ’ όπου αναβλύζουν τα εξαίσια μύρα μιας ολοζώντανης και συγχρόνως στοχαζόμενης μνήμης, είναι η πρόσφατη ποιητική σύνθεση του Νίκου Κατσαλίδα Δαφνοπόταμο (Τυπωθήτω, 2015). Πρόκειται, για μια ώριμη λυρική γραφή που ομοιοτρόπως αποτυπώνεται στο περιεχόμενο 127 πεζόμορφων κειμένων. Σ’ αυτήν, προεξάρχουσα είναι η ικανότητα του ποιητή να τιθασεύει το λόγο του, να τον αναδιατάσσει και να δημιουργεί εκφραστικές φόρμες ποιητικού στοχασμού και αισθητισμού. Κατ’ αυτό τον τρόπο, μεταβάλλεται σε έναν ποτάμιο πλαστουργό που εναρμονίζει και κατευθύνει την πολυποικιλότητα των υδάτινων ροών. Οπότε, το ταξίδι επί υδάτων πολλών μεταβάλλεται σε ένα αισθητά συλληπτό αμάλγαμα μεταφορικών και συμβολιστικών εκδοχών, όπου δεσπόζουσα θέση κατέχουν: η επιστροφή και το ταξίδι της αυτογνωσίας, η αέναη κίνηση με την ηρακλείτεια σημασία της, καθώς και η γενεσιουργός μαζί και καθαρτήρια-εξαγνιστική δύναμη του νερού.
Δηλωτικό της γένεσης, της καταγωγής αλλά και της επιστροφής στο γνώριμο χώρο του ποιητικού υποκειμένου, είναι το ποίημα «Προοίμιο» […] Τα πρώτα ήταν τα νερά που ένιωσα και αφουγκράστηκα να ρέουνε, χοροστατώντας ρυθμικά […] το επερχόμενο ποτάμι που ξεχείλιζε και φούσκωνε την κοίτη του στα όρια της οπτασίας. Μια επιστροφή που θυμίζει τη ρήση του Ηράκλειτου «Εδιζησάμην εμεωυτόν» (“Αναζήτησα τον εαυτό μου”). Και, πράγματι, εκεί στην ποτάμια οπτασία συναντά ονειρικά τον εαυτό του: Και στις όχθες λαχανιασμένος με παντελονάκια παιδικά στα χέρια και τα σάνταλα στους ώμους κρεμασμένα, προσπαθούσα να περάσω τα νερά αντίπερα από τα υποστατικά της εφηβείας […] («Οι αντίβοες της μνήμης»).
Αυτό, δηλαδή η ενσυνείδητη επιστροφή στο χτες, φαντάζει πολύ φυσικό. Ο Ν.Κ., καθώς βρίσκεται σε μία ηλικιακά και συγγραφικά ώριμη περίοδο, αισθάνεται την ανάγκη να επανασυνδεθεί με το παρελθόν, να επαναπροσδιορίσει το προσωπικό του στίγμα και να χαράξει νέες συντεταγμένες. Αυτή την αδήριτη ανάγκη μόνο οι «λάθρα βιούντες» δεν μπορούν να αντιληφθούν. Γιατί βαυκαλίζονται με τα παιχνίδια της μνήμης που ξεγελά με πρόσκαιρα ταξίδια αναπόλησης και νοσταλγικής φυγής, ενώ δεν παραλείπει και εκείνες τις ανεπιθύμητες επισκέψεις που, καθώς κινούνται από ενοχικά σύνδρομα, μόνο οδύνη προκαλούν.
Και καθώς η περιπέτεια με το ταξίδι της μνήμης στο Δαφνοπόταμο εξελίσσεται, η ακουόμενη φωνή με δέος στέκεται μπροστά στη διαπιστωμένη μαγική δύναμη του ποταμού. Η δύναμη αυτή αποδίδεται μέσα από συμβολισμούς: («Ο δηλητηριασμένος σκύλος») Οδυρμός για το δηλητηριασμένο σκύλο μας […] τον ξαπλώσαμε στο μονοπάτι των κυμάτων. […] Και σταμάτησε ο ποταμός ακέριος τη ροή, τον ράντισε, του χάιδεψε τη χαίτη […] και κατά το ηλιοβασίλεμα, όταν αποτραβιόντανε οι ίσκιοι,[…] αναστήθηκε, ανάπνευσε τις αύρες των υδάτων κι είδαμε […] να πιάνει το κατώφλι ακουμπώντας στο αγκωνάρι του αρχοντικού μας.
Τέτοιος ήταν ο ποταμός. Μια ζώσα πηγή ζωής που ανέθρεψε έναν εξαίσιο κόσμο. Αυτόν τον κόσμο είναι που αναζητά ο ποιητής, καθώς επιχειρεί να αποδράσει από το θολό παρόν και να βρεθεί εκεί, όπου τα ερημωμένα ιερουργικά νερά του ποταμού δε λογαριάζανε ερέβη και θολούρες. Και ποτίζανε με θαλερά τσαπιά, φεγγάρια μοναξιάς και φυλογένειας, βγάζοντας φτερούγες στα νυχτέρια. («Η ποταμιά της νύχτας»).
Εκτός, όμως, από τις θριαμβικές επιβεβαιώσεις, η ομιλούσα φωνή δηλώνει με ύφος απολογητικό τη μεταμέλειά της για ασύγγνωστες κατά το παρελθόν “εκτροπές” και “προδοσίες”: «Στασίδι» […] Μη πεισμώσεις ποταμέ, στασίδι της ευλάβειας για μια ώρα ασέβειας, στον έσπερο, ανέμελος στην όχθη σου, μια αφορισμένη νύχτα στα νερά σου, αλαφροΐσκιωτος, ήμαρτον ποταμέ μου.
Ωστόσο, η περιπέτεια του ταξιδιού συνεχίζει να προκαλεί μεταπτώσεις γι αυτό και οι παλινδρομήσεις αβεβαιότητας φτάνουν στα όρια της ματαιότητας και της απελπισίας: («Κι έλα να πιστέψεις» […]) Κι έσπασε η μήτρα, ξέσπασε ο ποταμός, κόπηκε ο ομφάλιος λώρος, […] και πλάκωσε φεγγάρι ασημένιο, κι έσταξε για να ξαναγεμίσει ασήμι το ποτάμι. Κι έλα να πιστέψεις τον Ηράκλειτο που λέει δεν είναι εδώ το ίδιο ποτάμι, όπου πνίγηκα και αναστήθηκα ξανά […].
Οι εικονιστικές αναφορές και αναπαραστάσεις δεν περιορίζονται μόνο στα όρια του οπτικού πεδίου. Αντίθετα, μάλιστα, ενεργοποιούν όλες τις αισθητηριακές προσλήψεις, με συνέπεια να προκαλείται το φαινόμενο της συναισθησίας.
Και όλα αυτά, δοσμένα μέσα από μια διαρκώς μεταβαλλόμενη εικονοποιία, της οποίας ο καμβάς λειτουργεί σαν ένα αρχετυπικό παλίμψηστο που δεν παύει να φωτίζει και ταυτόχρονα να συμπλέκει όλες τις επιφάνειές του. Μάλιστα, πάνω σ’ αυτό, νιώθει κανείς να συνωθούνται, με ρυθμό οργιαστικό, τα πλάσματα της βιωμένης εμπειρίας του ποιητικού υποκειμένου, με τις μορφές, τους ήχους και τα αρώματα μιας υπερ-πραγματικότητας, ενός κόσμου μαγικού. Γιατί οι εικονιστικές αναφορές και αναπαραστάσεις δεν περιορίζονται μόνο στα όρια του οπτικού πεδίου. Αντίθετα, μάλιστα, ενεργοποιούν όλες τις αισθητηριακές προσλήψεις, με συνέπεια να προκαλείται το φαινόμενο της συναισθησίας, όπου οι οπτικές εικόνες συμφύρονται με αντίστοιχες ακουστικές, οσφρητικές, απτικές και άλλες. Το αισθητικό αυτό αποτέλεσμα το παρατηρεί κανείς με ενάργεια στο έργο πολλών ποιητών, από τους οποίους οι πρωτοστάτες μαθήτευσαν στη γαλλική ποίηση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αι.
Εδώ, επιβάλλεται να φωτιστεί ιδιαίτερα η ξεχωριστή υφή του ποιητικού λόγου του Νίκου Κατσαλίδα που αντλεί από αρχέγονες πηγές, όπως αυτές διασώθηκαν και εξακολουθητικώς ρέουν στη γλωσσική κοίτη του πέραν της αθηναϊκής επικράτειας ελληνισμού. Σε μέρη αυτόνομα, όπου το πάθος για τα πάτρια και ιδίως για γλώσσα και ελευθερία εξακολουθητικώς ξαφνιάζουν. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι σε ορισμένους, αναφορές αυτού του περιεχομένου προκαλούν πικρόχολη θυμηδία και γίνονται αφορμή για ανάλογα σχόλια. Ας είναι.
Σε πείσμα όλων αυτών, ο Νίκος Κατσαλίδας παραμένει πιστός σε μια λογοτεχνική δημοτική που αποδίδει την αγνότητα της ελληνικής τοπιογραφίας, όπως τη διάσωσε στη μνήμη του με τα πρώτα ρίγη. Και παρά το γεγονός ότι ζει πολλά χρόνια στην Αθήνα, αυτό δεν τον εμπόδισε να παραμείνει πιστός στον γλωσσικό και ποιητικό του προσανατολισμό, όπως αυτός διαμορφώθηκε από τις πρώτες ποιητικές του συλλογές. Σ’ αυτόν, προεξάρχουν ως ορατά στοιχεία οι προγονικές ρίζες, η φύση και η παράδοση. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρούμε και στο έργο συγχρόνων ποιητών που η κριτική δικαίως τους κατατάσσει στην τάξη των μειζόνων. Τέτοιοι είναι ο Μιχάλης Γκανάς και ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης.
Ασφαλώς, ο Νίκος Κατσαλίδας βρίσκεται σε δημιουργική ακμή. Πρωτίστως, όμως, οι υποψιασμένοι αναγνώστες και οι σώφρονες κριτικοί, με τη συνέργεια του χρόνου, ιδίως αυτού, που ξέρει να δαμάζει πάθη και να μετριάζει εγωπάθειες, θα κληθούν να εγκύψουν και σε άλλα μελλοντικά έργα του, προκειμένου να καταλήξουν σε τελικές και βέβαιες κρίσεις.
* Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ είναι φιλόλογος, συγγραφέας, μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.