
Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον «Σάκο Εκστρατείας» του μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, με αφορμή την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του Διονύση Σαββόπουλου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδ. Πατάκη), γράφει στον Νιόνιο ένα ραβασάκι.
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Η λαμπρή εικαστικός και αείζωη φίλη, η Γεωργία Σαγρή, κι εγώ ήμασταν οι τελευταίοι που επισκεφτήκαμε στο απομονωτήριό της, στην οδό Κνωσσού, την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ελάχιστα εικοσιτετράωρα πριν μας αφήσει. Πάνε πέντε χρόνια ακριβώς, κι η λατρεμένη ποιήτρια, πολύ κεφάτη καίτοι στο χείλος του θανάτου, δεν έπαυε γελώντας να μας επαναλαμβάνει: «Η συγκυρία, αυτή η αλλόκοτη κυρία». Και τώρα, η συγκυρία, η Αλλόκοτη Κυρία, θέλησε να είναι φορτωμένος ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη με βιβλία που είναι κάτι περισσότερο από τυπωμένες σελίδες: είναι μελωδίες, καταλύτες μνήμης, φωριαμοί βαρύτιμων στιγμών, άυλα βεγγαλικά, ένυλα όνειρα. Είναι τα σχεδιαγράμματα της αισθηματικής μας αγωγής. Είναι ο Σαββόπουλος και ο Βακαλόπουλος, και όσα μας δώρισαν. Σήμερα, ένα ραβασάκι για τον Νιόνιο· στα επόμενα δύο τεύχη, μια συναισθηματικά φορτισμένη αφήγηση για τα γραπτά του Χρήστου – τα λογοτεχνήματά του, με έμφαση στην κορυφαία Γραμμή του Ορίζοντος, κατόπιν οι τρεις τόμοι που στεγάζουν τα δοκίμιά του. Όλβιος όποιος ξαναπιάνει το νήμα που στα νάματα οδηγεί.
Λατρεμένε Διονύση Σαββόπουλε,
Μόλις κυκλοφόρησε από τον Πατάκη το βιβλίο σου Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα, έσπευσα να προμηθευτώ τρία τεμάχια: ένα για μένα, ένα για την αδελφή μου κι ένα για το Ζιζάνιο.
Πήγα μετά στη θαλπωρή της Στάνης, στην Ομόνοια, με πήγαινε πιτσιρικά η αείμνηστη μαμά μου εκεί, παράγγειλα καφεδάκι και κύλησαν πέντε ώρες, κύλησαν καμιά εκατοστή σελίδες, χρόνια και μνήμες χόρεψαν στου νου την πίστα, μια λέξη δέσποζε εντός μου: ηδύτης.
Χώθηκα και χάθηκα και χύθηκα μες στο ωραίο ορυχείο του χρόνου, σκέφτηκα ότι είσαι σήμερα η πολλαπλή μαντλέν μιας ανήσυχης φράξιας της γενιάς μας, ότι υπήρξες ο αόρατος συνδετικός κρίκος για μας...
Γύρισα στο τσαρδί μου, στην Κυψέλη. Χώθηκα και χάθηκα και χύθηκα μες στο ωραίο ορυχείο του χρόνου, σκέφτηκα ότι είσαι σήμερα η πολλαπλή μαντλέν μιας ανήσυχης φράξιας της γενιάς μας, ότι υπήρξες ο αόρατος συνδετικός κρίκος για μας, πάει να πει για εμέ, τον Ευγένιο Αρανίτση και τον Θάνο Σταθόπουλο, που ζούμε ακόμη, δόξα τω Θεώ, και τους μακαρίτες αδελφοποιτούς μας: τον Γιώργαρο Κακουλίδη, τον ποιηταρά Ηλία Λάγιο, το ιερό κουρέλι Νίκο Φατούρο· και τον αείμνηστο αριστοκράτη εξάδελφό μου, τον Εμμανουήλ Κουτσουρέλη, που μαζί τρέχαμε ν᾽ ακούσουμε τους Αχαρνείς, το 1976, κι ύστερα συμποσιαζόμασταν στη Σαΐτα και στην υπόγα, τη θρυλική, της Ερασμίας.
Γράφεις: «Χάρη στις λέξεις εγώ έζησα μια δεύτερη ζωή, μια ζωή παράλληλη, πολλές φορές πιο αληθινή από τούτη εδώ» (σ. 12). Αυτή είναι η μαγική ματσαράγκα, το κόλπο με τις λέξεις, η νοητή χορογραφία των γραμμάτων – είναι αυτά τα μαύρα σημαδάκια, όπως λες, τα γράμματα που φτιάχνουν λέξεις και οι λέξεις ιστορίες.
![]() |
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στη διάρκεια των ηχογραφήσεων του δίσκου «Το βρώμικο ψωμί» (1972). |
Γράφεις: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σε ερείπια που κρατούσαν ακόμη την αντανάκλαση ενός μεγαλείου που προϋπήρξε» (σ. 20), κι όπως ξέρουμε κι όπως διαβάζουμε στις 334 σελίδες του βιβλίου σου (που είναι κι αυτό ένα ραβασάκι προς τη γενιά σου, τη γενιά μου, και τις γενιές που ήρθαν κι έρχονται) άλλο δεν έκανες παρά να εκφράσεις τούτη την αντανάκλαση, να την επεξεργαστείς με τα άσματά σου, να τη διαφυλάξεις, να την πλουτίσεις και να μας τη δωρίσεις. Κι έγινε αυτή η αντανάκλαση ένας από τους βασικούς μας οδοδείκτες, έγινε το δικό μας φως που καίει (Βάρναλης), ο διάδρομος και η σκάλα μας (Ρίτσος), οι δικές μας λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου (Αρανίτσης)· καθότι να δεις τους ποιητές πρόλαβες εσύ – και μνημονεύεις στο βιβλίο σου τον Αλέξη Ασλάνογλου και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Βαφόπουλο και τον Πεντζίκη· τον Γιώργο τον Μακρή, τον Κώστα Θεοφιλόπουλο, τον Δημήτρη Πουλικάκο, τον Πητ Κουτρουμπούση, και τον Αλέξη Ακριθάκη, που σου φιλοτέχνησε το εξώφυλλο του Μπάλλου. Και τον αγαπημένο σου (και αγαπημένο μου, τυχερός ήμουν κι εγώ που με περιέβαλλε με τη φιλία του και τόσα πολλά μου δίδαξε), ναι, τον αγαπημένο, τον Τάσο μας τον Φαληρέα.
Γράφεις: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σε ερείπια που κρατούσαν ακόμη την αντανάκλαση ενός μεγαλείου που προϋπήρξε» (σ. 20), κι όπως ξέρουμε κι όπως διαβάζουμε στις 334 σελίδες του βιβλίου σου, άλλο δεν έκανες παρά να εκφράσεις τούτη την αντανάκλαση, να την επεξεργαστείς με τα άσματά σου, να τη διαφυλάξεις, να την πλουτίσεις και να μας τη δωρίσεις.
Ω, πόσα πράματα και θάματα θησαυρίζεις στις σελίδες σου, λατρεμένε Νιόνιο μας, όλα αυτά που ήσαν (και είναι) η ανάσα μας, πέντε δεκαετίες τώρα, αυτά που εδημιούργησες εσύ και οι εκλεκτοί συνάδελφοί σου, και πόσο συγκινήθηκα και βούρκωσα διαβάζοντας όσα λες, και μάλιστα προς το τέλος του βιβλίου σου, για τον «Αρχηγό» (έτσι τον προσφωνούσα και του άρεζε), τον Θάνο μας τον Μικρούτσικο, και τα λες με την πιο γλυκιά μεταμέλεια στον κόσμο, με μιαν άδολη αγάπη, και με θαυμασμό επίσης: «Ο Θάνος ήταν μουσικάρα. Ένας θαυμάσιος μουσικοσυνθέτης» (σ. 322).
Είναι μια λίαν ευπρόσδεκτη πατριδογνωσία το βιβλίο σου, Διονύση Σαββόπουλε, είναι ο χάρτης των διαδρομών που ακολουθήθηκαν από τη χαμένη άνοιξη (Τσίρκας) ίσαμε το σημερινό μας πάτσγουορκ, όλα τα περάσματα από την άνθιση της δεκαετίας του εξήντα στη χούντα και στη Μεταπολίτευση, και στις παλινωδίες, στα σκαμπανεβάσματα, και στον μαρασμό και στο μπέρδεμα και στο κουλουβάχατο και πάλι στην άνθιση· οι μπουάτ και το Ροντέο και το Κύτταρο και τα Μπουρμπούλια και ο Λουκιανός («Σού ᾽κλεβε την καρδιά ο Λούκυ. Παιδί των 60s. Παιδί της Πατησίων και της Φωκίωνος Νέγρη», σ. 322).Θυμάσαι και τα φουρφούρια, που μύλους τα λένε στην Αθήνα· και το μαλλί της γριάς, και με ηδύνεις για μιαν ακόμα φορά: «Συννεφούλες έπρεπε να τα λένε. “Δώστε μου μια συννεφούλα, παρακαλώ. Ροζ να είναι”».
Είπα: είσαι η πολλαπλή μαντλέν μας. Κι είναι, που λες, αρχές της δεκαετίας του 1990, κι είμαστε στη Μάρκου Μουσούρου, ο Λάγιος, ο Ευγένιος κι εγώ, στο σπίτι της συγχωρεμένης, της Μαριάννας, που είναι η Συννεφούλα, και μας δείχνει μιαν επιστολή που της έγραψες, και η επιστολή αυτή, ω του θαύματος, έγινε ένα από τα πιο συγκλονιστικά σου άσματα, μετουσιώθηκε στη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη». Αλησμόνητη βραδιά στου Μετς το κονάκι.
Η αγάπη ξεχειλίζει, βαδίζει αγκαζέ με την επιζήτηση εξιλέωσης για τα όποια πταίσματά σου με θάρρος εξομολογείσαι.
Όσα λες για τους συναδέλφους σου, όλα εγκωμιαστικά, καθώς έπραξε ο Ντύλαν στο δικό του εξομολογητικό πόνημα, κι ο Μπόνο στη δική του αυτοβιογραφία, τη γενναιοψυχία σου φανερώνουν, και το πόσο ακριβοδίκαιος είσαι – μονάχα μ᾽ εσένα τον ίδιο είσαι, ενίοτε, αυστηρός, ακόμα και καταγγελτικός.
Κι όσα λες για τον οικογενειακό θησαυρό, για τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου και την Άσπα, πόσο κι αυτά είναι πολύτιμα και συγκινητικά! Η αγάπη ξεχειλίζει, βαδίζει αγκαζέ με την επιζήτηση εξιλέωσης για τα όποια πταίσματά σου με θάρρος εξομολογείσαι. Κι όταν γράφεις ότι η εκλεκτή της καρδιάς σου ήταν «τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε», γίνομαι λιώμα κι αλοιφή, και σ᾽ ευγνωμονώ, Λατρεμένε Διονύση Σαββόπουλε, γιατί με τα όσα τραγούδησες και είπες έγραψες, ικανό με κατέστησες να είμαι ερωτευμένος στα εξήντα πέντε μου μ᾽ ένα διάφανο κρίνο, με μια ιέρεια των λέξεων, μια λατρευτή λύκαινα του λόγου, μια κοπέλα που, ναι, είναι θαυμαστά όμορφη και φωσφορίζει.
Κλείνω κλέβοντας τα λόγια του Πεντζίκη μας, από την Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, που παραθέτεις στη σ. 324, σαν προσευχή για τον Τάσο Φαληρέα, σαν πληροφορήθηκες το χαμό του: «Συναποκομίζοντας, αντίς για τον θάνατο και την απελπισία, ένα ευώδες τριαντάφυλλο επάνω στην καρδιά μου».
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Ωδή Κυψέλης» (εκδ. Ιωλκός).
Παρουσίαση του βιβλίου στο Μέγαρο Μουσικής