Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον «Σάκο Εκστρατείας» του μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, για τον τόμο «Αλέξης Ακριθάκης – Γράφοντας τη ζωγραφική (Ημερολόγια 1960-1990)» (επιμέλεια: Θάνος Σταθόπουλος – Χλόη Ακριθάκη, εκδ. Άγρα).
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Ο Αλέξης Ακριθάκης (11 Μαΐου 1939 – 19 Σεπτεμβρίου 1994) ανήκει στην ουράνια συμμορία των δημιουργών που ο βίος και η τέχνη τους περιβλήθηκαν από μια κυανή, πορφυρή και ιώδη άλω θρύλου. Ογδόντα πέντε χρόνια από τη γέννησή του και τρεις δεκαετίες από την εκδημία του συμπληρώθηκαν φέτος, και να που έρχεται, μ᾽ ένα δώρο από το υπερπέραν, να μας θυμίσει ποιος υπήρξε, τι πέτυχε, πώς περιπλανήθηκε στης τέχνης και της ζωής τους λαβυρίνθους.
Ο Ακριθάκης δεν πάλεψε μονάχα με τον χρωστήρα αλλά και με την πένα. Μέντορά του λογάριαζε τον εξίσου θρυλικό Γιώργο Β. Μακρή (27 Ιουλίου 1923 – 31 Ιανουαρίου 1968), έναν φιλόσοφο και ποιητή, κι όχι κάποιον περιλάλητο εικαστικό. Ο Μακρής τον μύησε στο να ζει και να πράττει ελεύθερα. Ο Μακρής ώθησε τον Ακριθάκη να δουλεύει με τις λέξεις παράλληλα με τις εικόνες. Ήδη από την πρώτη του νιότη, γραφή και ζωγραφική είναι άρρηκτα δεμένες στο έργο του.
Η θυγατέρα του, η Χλόη Ακριθάκη, ενόσω και η ίδια καταπιάνεται δημιουργικότατα με τις οπτικές τέχνες και εκθέτει ολοένα και περισσότερο στη χώρα μας, ίδρυσε το Αρχείο Ακριθάκη, ένα κέντρο δραστηριοτήτων που σκοπούν τόσο στη φύλαξη, επανεξέταση και διάδοση του ακριθακικού corpus όσο και στην οργάνωση και τον συντονισμό δράσεων άλλων δημιουργών, εκκινώντας με την βιντεοεγκατάσταση «Ο Άσπρος Τοίχος» της Λίζης Καλλιγά, στενἠς φίλης του Ακριθάκη.
Στο πλαίσιο αυτών των δράσεων, η Χλόη συνεργάστηκε με τον ποιητή Θάνο Σταθόπουλο και με τις εκδόσεις Άγρα του Σταύρου Πετσόπουλου προκειμένου να κυκλοφορήσει ο λαμπρός και σημαντικός από πολλές απόψεις τόμος Αλέξης Ακριθάκης – Γράφοντας τη ζωγραφική (Ημερολόγια 1960-1990), του οποίου οι διακόσιες πενήντα σελίδες μεγάλου σχήματος συνιστούν, σύμφωνα με τον ιστορικό τέχνης Ντένη Ζαχαρόπουλο, μια κρίσιμη τομή στα εκδοτικά και εικαστικά πράγματα.
Πρόκεται για ένα είδος πετυχημένου υβρίδιου που υπερβαίνει τόσο το καλλιτεχνικό λεύκωμα όσο και το ημερολόγιο, όπως τα γνωρίζαμε, μιας και αποτελεί ένα είδος φορητής εγκατάστασης, μιαν επιτέλεση όπου οι λέξεις, συνδυαζόμενες με τις εικόνες, «ακούγονται» – μελωδούν, ψιθυριζουν, ουρλιάζουν, υποτονθορύζουν, ηχούν σαν αλαλιασμένα κρουστά άλλοτε κι άλλοτε σαν νανουρίσματα. Βλέπεις τις λέξεις, ακούς τις εικόνες, τα χρώματα συμπλέκονται με τα γράμματα, οι φθόγγοι φεγγοβολούν, οι πινελιές λένε ιστορίες και διαλάμπουν.
Πρόκεται για ένα είδος πετυχημένου υβρίδιου που υπερβαίνει τόσο το καλλιτεχνικό λεύκωμα όσο και το ημερολόγιο, όπως τα γνωρίζαμε, μιας και αποτελεί ένα είδος φορητής εγκατάστασης, μιαν επιτέλεση όπου οι λέξεις, συνδυαζόμενες με τις εικόνες, «ακούγονται» – μελωδούν, ψιθυριζουν, ουρλιάζουν, υποτονθορύζουν, ηχούν σαν αλαλιασμένα κρουστά άλλοτε κι άλλοτε σαν νανουρίσματα.
Παρά τον ενίοτε χαοτικό τρόπο ζωής του, ο Ακριθάκης υπήρξε ένας χαλκέντερος δουλευτής και ένας εξόχως οργανωτικός αρχειοθέτης. Οργάνωνε το σύμπαν του σε καθημερινή βάση, μπορείς να πεις. Κατέγραφε τα πάντα σε σημειωματάρια και τετράδια, χρονολογώντας τα, στήνοντας έτσι ένα εργαστήριο τσέπης, τακτοποιώντας τους οραματισμούς του, τις καθημερινές του ηδονές και οδύνες, τους στοχασμούς του σχετικά με το νόημα της τέχνης, τις πίκρες και τις χαρές του.
Η Χλόη Ακριθάκη προτάσσει το έμπλεο συγκίνησης αλλά και λίαν κατατοπιστικά ψύχραιμο κείμενο «Η κόκκινη βαλίτσα», ακολουθεί ο Ντένης Ζαχαρόπουλος με μιαν αναδρομή στο έργο και την τέχνη του ζωγράφου υπό τον τίτλο «Τα τετράδια, από τη σελίδα στον κόσμο», και κλείνει την εισαγωγική τριλογία ο Θάνος Σταθόπουλος με την ψυχοποιητική προσέγγιση «Προχωρώντας στη ζωή και φέροντας τη μνήμη του θανάτου». Και τα τρία κείμενα είναι υποδειγματικά για το πώς οφείλουμε, πέρα από καλούπια και συσφίξεις πνεύματος, να δεξιωνόμαστε τον βίο και το έργο θρυλικών δημιουργών, ενίοτε bigger than life, όπως τωόντι ήταν ο Αλέξης Ακριθάκης.
Ακολουθούν τέσσερα κεφάλαια (τα λέω έτσι γιατί το όλον διαβάζεται και σαν συναρπαστικό θραυσματικό/καλειδοσκοπικό μυθιστόρημα), έκαστον απαρτιζόμενο αρχικά από λέξεις του Ακριθάκη και εν συνεχεία από σελίδες των σημειωματαρίων της εκάστοτε περιόδου: 1960-1969, 1970-1973, 1974-1980 και 1981-1990.
![]() |
Ο Αλέξης Ακριθάκης στο στούντιό του στο Βερολίνο, το 1969. |
Διαθέτουμε πλέον ένα πανόραμα σύνολης της πορείας του Ακριθάκη, από τα δεκαεννέα του χρόνια έως τις παραμονές της φυγής του, έναν πολύτιμο (για τους εραστές της ακριθακικής ψυχονοητικής ιδιοσυσταστίας και για τους μελετητές του έργου του) οδηγό, μιαν αέναη επίσκεψη στο μύχιο εργαστήριό του και στο ένυλο ατελιέ του.
Μαθαίνουμε ότι το σύνολο των Ημερολογίων/Σημειωματαρίων του καλλιτεχνη ανήρχετο σε 120, ότι η ιδέα να τα ενημερώνει ακατάπαυστα προήλθε από συνομιλία του με τον αείζωο φίλο του, τον σπουδαίο Κώστα Ταχτσή, ότι μετά τον θάνατό του η σύζυγός του, η επίσης θρυλική Φώφη, τα φύλαξε σε μια κόκκινη βαλίτσα που, όπως σημειώνει η Χλόη, «ταξίδευε στην Ευρώπη, ήταν πάντα μαζί μας», ότι σε αυτά τα τετράδια (έτσι τα έλεγε ο Ακριθάκης), «βρίσκεται ό,τι πιο πολύτιμο είχε. Οι σκέψεις του και τα συναισθήματά του· οι έρωτες και οι αγάπες του· ο θυμός και οι απογοητεύσεις· οι φίλοι, οι επαγγελματικές σχέσεις, τα ταξίδια του. Σε αυτά κατέγραφε ιδέες για έργα, σχεδίαζε τις κατασκευές του, έκανε λίστες για τα υλικά που χρειαζόταν. Εκεί βρίσκονται σκίτσα για το στήσιμο εκθέσεων και σημειώσεις σχετικά με πωλήσεις, συλλογές και συλλέκτες. Σχέδια και λίστες όλων των ειδών μπλέκονται με γράμματα, αφηγήσεις και παιχνίδια ξερής και ναυμαχίας».
Ο Σταθόπουλος επισημαίνει: «Ενόσω οι μικρές και μεγάλες του ιστορίες πολλαπλασιάζονται, ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με τα μύχια του εαυτού· η ύπαρξη των ημερολογίων ρίχνει φως στις σκιές της ζωής του και χαρτογραφεί απόκρημνους τόπους. Συμβάντα, συναντήσεις, σκέψεις, σημειώσεις, αφορισμοί, εξομολογήσεις, ερεθισμοί, αποκαλύψεις, ζορισμένη εφηβεία, αλητεία, πρόσωπα, φίλοι, παρέες, ερωμένες, πάθη, γάμοι, λαγνεία, η δεκαετία του ᾽60, το πνεύμα της ελευθερίας…»
Ας δώσω, κλείνοντας, τον λόγο στον παίκτη/ρέκτη Ντένη Ζαχαρόπουλο που συνοψίζει το έργο και την προσφορά του αείμνηστου Αλέξη Ακριθάκη: «Η επαναστατικότητα της τέχνης κι ο επαναστατημένος καλλιτέχνης που αποτελούν για την τέχνη τότε, ξεχωριστά κεφάλαια και πρακτικές, εκφράζονται στην περίπτωση του Ακριθάκη μαζί και άμεσα, με τη στάση της ζωής του και το ίδιο του το έργο και τη γραφή που εγκαταλείπουν κάθε έμμεση εικονογράφηση ευγενών προθέσεων. Μαζί με την άρνηση της σοβαροφάνειας ανοίγει προκλητικά ο χώρος της φαντασίας, του ασήμαντου, του απρόβλεπτου, του απρόσμενου που τον οδηγούν στις αχαρτογράφητες περιοχές του τυχαίου και του άλογου. Εκεί, με αυτό τον τρόπο, μας αποκαλύπτονται οι απροσδόκητες δυνατότητες της έκφρασης που δεν κλείνεται πλέον σε ένα αντικείμενο –πίνακα, χαρτί, τετράδιο–, αλλά διαχέεται ελεύθερα στις εναλλαγές και παραλλαγές του χρόνου ως συνεχές ξετύλιγμα του λόγου, της χειρονομίας, της γραφής και του σχεδίου, στο ζωτικό χώρο που ανοίγεται πέρα από τον καλλιτέχνη ήρωα ή αφηγητή του εαυτού του».
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Ωδή Κυψέλης» (εκδ. Ιωλκός).
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Δεν ξέρω πια αν είναι νύχτα ή μέρα, αν είναι Κυριακή ή Απρίλης, αν είναι καλοκαίρι ή Πρωτοχρονιά. Ένα όμως ξέρω: πως βρίσκομαι παρών στην κάθε στιγμή μου. Αδιαφορώ… Τόσο πολύ… έχοντας μόνο το ένστικτο ελεύθερο. Διαλέγω τους δίπλα μου. Θέλω να έχουν έντονη την ευθύνη του έρωτα και της πραγματικότητας, της ερμηνείας της λέξης Αγάπη». (σ. 39)