Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον Σάκο Εκστρατείας του, μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, στο τρίτο και τελευταίο μέρος, ο σάκος του περιλαμβάνει το μυθιστόρημα της Άννας Καβάν [Anna Kavan] «Πάγος» (μτφρ. Λευτέρης Καλοσπύρος, εκδ. Gutenberg) και τη συλλογή διηγημάτων του Νίκου Κουρμουλή «Άπνοια» (εκδ. Κείμενα). Κεντρική εικόνα © Manh LE / Unsplash
Γράφει ο Γιώργος–Ίκαρος Μπαμπασάκης
Οι αφηγηματικές δυστοπίες, ξέρουμε, προειδοποιούν. Αντλούν από τάσεις και ροπές του παρόντος, συλλογίζονται ένα μέλλον στο οποίο επικρατούν τα πιο δυσοίωνα στοιχεία. Κατά μία έννοια, οξύνουν την εγρήγορσή μας, τσιγκλάνε την αδράνειά μας, μας βγάζουν από την παθητικότητά μας. Οι πιο ενδιαφέρουσες, κατ᾽ εμέ, δυστοπικές αφηγήσεις είναι όσες τοποθετούνται σε ένα πολύ κοντινό μέλλον. Τέτοιες είναι οι δύο που παρουσιάζω σήμερα. Και στις δύο διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο τα λεγόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα. Κι έτσι ολοκληρώνεται ένα τρίπτυχο αφιέρωμα στις δυστοπίες, ενώ ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη αρχίζει να γεμίζει με πονήματα του Καρλ Μαρξ και κάποιων μελετητών του θυελλώδους ανατρεπτικού έργου του!
Η Άννα Καβάν (Anna Kavan, 10 Απριλίου 1901 – 5 Δεκεμβρίου 1968) είναι ένα από τα πιο καλοκρυμμένα μυστικά της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας· μάλλον ήταν, μιας και ήδη το έργο της ανακαλύπτεται και εκδίδεται. Και εγκωμιάζεται εκ νέου — δεν είναι τυχαίο ότι δημιουργοί όπως η Ντόρις Λέσινγκ και ο Τζ. Γκ. Μπάλαρντ, η Αναΐς Νιν και o Μπράιαν Άλντις (ο οποίος μάλιστα την είχε χαρακτηρίσει «αδελφή του Κάφκα»), αλλά και, πιο προσφατα, ο Τζόναθαν Λέθεμ, εξήραν την ιδιότυπη γραφή της και την πρωτοτυπία της σκέψης της.
«Η καταστροφή του έξω κόσμου ήταν μεταδοτική κι είχε μολύνει τα πάντα, ανάμεσά τους και τη σχέση τους, όπως επίσης και την εικόνα του δωματίου», διαβάζουμε στις εναρκτήριες σελίδες του μυθιστορήματος Πάγος (μτφρ. Λευτέρης Καλοσπύρος, εκδ. Gutenberg). Πράγματι, στην δυστοπική αφήγηση της Καβάν το έξω εισδύσει στο μέσα, οι συνθήκες επηρεάζουν τα πάντα, αλλοιώνεται ό,τι υφίσταται, οι αισθήσεις χάνουν την εγκυρότητά τους. Ο Κάφκα έχει γίνει ένα ψυχεδελικό ον, τύπου Σιντ Μπάρετ, και παίζει φλιπεράκι στη Διαζώνη του Μπάροουζ.
Ο πάγος κατακλύζει τα πάντα, ο πλανήτης μετατρέπεται σε μια εφιαλτική αρκτική φυλακή, ιλιγγιωδώς αλλάζει το κλίμα, ενδεχομένως ύστερα από την έκρηξη μιας πυρηνικής βόμβας, η σύγχυση είναι γενικευμένη...
Ο πάγος κατακλύζει τα πάντα, ο πλανήτης μετατρέπεται σε μια εφιαλτική αρκτική φυλακή, ιλιγγιωδώς αλλάζει το κλίμα, ενδεχομένως ύστερα από την έκρηξη μιας πυρηνικής βόμβας, η σύγχυση είναι γενικευμένη, τα καύσιμα σπανίζουν, το ρεύμα διακόπτεται διαρκώς, οι συγκοινωνίες έχουν καταρρεύσει, το Υπουργείο Πολέμου δεσπόζει, οι άνθρωποι είναι αβέβαιοι, ο γενικός κανόνας είναι «η επιλογή της άγνοιας» (σ. 188).
Μες στην επέλαση του πάγου, εκτυλίσσονται σκηνές που θαρρείς προοικονομούν τις φρικαλέες, καίτοι κωμικοτραγικές, φαντασίες και σκηνές χάους στα μυθιστορήματα του Λάσλο Κρασναχορκάι, ιδίως στη Μελαγχολία της αντίστασης (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Πόλις). Ο όλεθρος είναι η μοναδική βεβαιότητα. «Πλησίαζαν οι παγετώνες. Στη θέση του κόσμου μου, σύντομα θα υπήρχαν μονάχα πάγος, χιόνι, ακινησία, θάνατος· δεν θα υπήρχαν πια βία, πόλεμος, θύματα· δεν θα υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από παγωμένη σιωπή, απουσία ζωής» (σ. 226).
Κι ωστόσο, όπως συμβαίνει σε πολλές δυστοπίες, μέσα στο ζόφο στραφταλίζει ο έρωτας, έστω κι αν είναι απεγνωσμένος, στρεβλός, διασαλευμένος, διεστραμμένος. Ο ανώνυμος αφηγητής είναι ιδεοληπτικά, ενίοτε σαδιστικά, δοσμένος στο επίσης ανώνυμο «κορίτσι», και η Άννα Καβάν αδράχνει την ευκαιρία (που, άλλωστε, η ίδια δημιούργησε) να μας τρατάρει φράσεις αλλόκοτης, εκτυφλωτικής, πότε διαυγέστατης και πότε παραλογισμένης ομορφιάς. «Ήμασταν σαν δύο μισά του ίδιου όντος, σε μια παράξενη συμβίωση», διαβάζουμε στη σ. 157, κι ο νους μας πάει τρέχοντας στον απόλυτο ορισμό του έρωτος που δίνει ο e. e. cummings (one's not half two. It's two are halves of one / το ένα δεν είναι το μισό του δύο, αλλά τα δύο μισά του ένα). Και: «Η ωχρή λάμψη του προσώπου της με παρέσυρε στις σκιές, τα μαλλιά της ένα σύννεφο από φως· όταν όμως την πλησίασα, γύρισε κι απομακρύνθηκε, και το ασήμι στους ώμους της μετακινήθηκε ξαφνικά, ένας καταρράκτης που έλαμπε στο φεγγαρόφωτο» (σ. 229).
Με θέλγει η σκέψη ότι ο Πάγος εκδόθηκε το 1967, την ίδια χρονιά με την Κοινωνία του Θεάματος του Γκι Ντεμπόρ (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο), όπου ιχνηλατούμε το ίδιο παιχνίδι ανάμεσα στη δυστοπία και την υπέρβασή της, μια παρόμοια διαλεκτική ζόφου/λάμψης. Στον Πάγο εντοπίζω φράσεις και ιδέες που θα έλεγα ότι συνομιλούν με εκείνες του Ντεμπόρ, όπως αυτή: «Το παρελθόν είχε εξαφανιστεί και στη θέση του δεν είχε μείνει τίποτα· το μέλλον ήταν το αδιανόητο τίποτα της εκμηδένισης. Ό,τι είχε απομείνει ήταν εκείνο το αδιάκοπα συρρικνούμενο θραύσμα του χρὀνου που ονομάζεται “τώρα”» (σ. 243).
Η μετάφραση που υπογράφει ο συγγραφέας Λευτέρης Καλοσπύρος είναι υποδειγματική, όπως άλλωστε και η όλη έκδοση που φρόντισαν η Ζωή Μπέλλα και ο Γιάννης Μαμάης με το λαμπρό επιτελείο τους.
Στην Καβάν, ο πάγος απειλεί τα πάντα. Με την Άπνοια (εκδ. Κείμενα) ο Νίκος Κουρμουλής (Πειραιάς, 1972) μας μεταφέρει στον κόσμο της Κλεψύδρας, μιας μεγαπόλης που θυμίζει την Alphaville (1965) του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, και που οι κατατεμαχισμένες πραγματικότητές της γεννούν κατακερματισμένες προσωπικότητες.
Η Κλεψύδρα διέρχεται μιαν εποχή άπνοιας, στην οποία οι αναμνήσεις χαροπαλεύουν, η εξορία σε παίρνει, παύεις να θυμάσαι, ντύνεσαι γυμνός, χακάρεις την πραγματικότητα, αγοράζεις την αθανασία, μαθαίνεις από πού είσαι. Η Κλεψύδρα είναι «μια συμπυκνωμένη ροή μοτίβων», όπου «πυρακτωμένοι δίαυλοι σκορπούν πολυάριθμους ενεστώτες στην καθημερινή επανάληψη» (σ. 67). Εδώ «οι εκκρεμότητες της ζωής γνέφουν με το κωλοδάχτυλο» (σ. 159), «τα περιφερόμενα ζόμπι πυκνώνουν» (σ. 211), και «οι πολύχρωμες πινακίδες νέον στα πολυκαταστήματα ανοιγοκλείνουν τα γκλίτερ βλέφαρά τους εκπέμποντας SOS» (σ. 213).
Οι άνθρωποι εδώ χάνονται μες στα γιγάντια σκάφανδρα ενός επιβελβημένου σολιψισμού ενώ, σε κάθε παρτίδα σκάκι, σαχ και ματ κάνει η φαυλότητα, καθώς «η κατανάλωση του επουσιώδους έχει τον πρώτο λόγο» και «αναθυμιάσεις τρικυμισμένων φόβων γυρίζουν σβούρα τους λεπτοδείκτες μιας διάχυτης δυσπιστίας» (σ. 98).
Τη γραφή του Κουρμουλή διέπει μια στακάτη ρυθμικότητα, ένας εμπρηστικός φωτορεαλισμός διανθισμένος με ποιητικές εκλάμψεις, ένα μεθυστικό και εθιστικό κοκτέιλ από Τζέιμς Έλροϊ, Φίλιπ Κ. Ντικ, και Ουΐλιαμ Μπάροουζ. Ξεκάθαρα μουσικό και εικαστικό ύφος, με ένα σάουντρακ που περιλαμβάνει Τζόνι Κας και Λέοναρντ Κοέν, το “Superstar’’ των Carpenters και το “Little Green Bag’’ του Τζορτζ Μπέικερ, το “It’s over’’ του Ρόι Όρμπινσον και το “Stairway to Heaven’’ των Led Zeppelin, Γκιέργκι Λίγκετι και Αλεξάντρ Σκριάμπιν, Joy Division και Sonic Youth, ενώ δεν λείπουν αναφορές στην κλασική σεκάνς του Zabriskie Point (1970), στον Γκούσταφ Κλιμτ, στον Φερνάντο Πεσόα, στον Τζόρτζιο Αγκάμπεν, στη Σίσι Σπέισεκ, στον Σέρτζιο Λεόνε, στον Σάμιουελ Μπέκετ, και στον Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Προτιμώ να εκλαμβάνω την Άπνοια ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τη χοάνη της Κλεψύδρας και τις σπασμωδικές ψυχές που περιπλανιούνται με «ληγμένα ουρλιαχτά» (σ. 76) και «φωνή τσιχλόφουσκα» (σ. 186) μες στο ξεχαρβαλωμένο μεταβιομηχανικό τοπίο της, παρά ως συλλογή διηγημάτων. Και ας πω ότι χαίρομαι όταν, και εδώ, όπως και στον Πάγο της Καβάν, εντοπίζω συνάφειες με τον στοχασμό του Ντεμπόρ. «Μέσα στον πραγματικά αντεστραμμένο κόσμο, το αληθές είναι μια στιγμή του ψευδούς», διαβάζουμε στην Κοινωνία του Θεάματος (σ. 18). «Το ψευδές μεταμορφωνόταν σε απολύτως αληθινό, γιατί ήταν ίσως η άλλη όψη του νομίσματος», διαβάζουμε στην Άπνοια (σ. 154).
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Ωδή Κυψέλης» (εκδ. Ιωλκός).
Απόσπασμα από τον Πάγο: «Όπως ήταν αναμενόμενο, ελλείψει αληθινών ειδήσεων, κυκλοφορούσαν διαρκώς ανυπόστατες φήμες. Ακουγόταν ότι είχαν ξεσπάσει επιδημίες τεραστίων διαστάσεων και φοβεροί λιμοί σε απομακρυσμένες περιοχές, κι ότι είχαν παρουσιαστεί τρομακτικές αποκλίσεις από τα γνωστά γενετικά πρότυπα. Πότε πότε γίνονταν αναφορές για θερμοπυρηνικά όπλα, που υποτίθεται πως είχαν καταστραφεί παλιότερα και τα οποία κατέληγαν να βρίσκονται στην κατοχή της μιας ή της άλλης δύναμης». (σ. 162)
Απόσπασμα από την Άπνοια: «Γιατί η Κλεψύδρα παρελθόν δεν έχει. Μόνο ένα διαρκές αποπνιχτικό παρόν. Οι περισσότεροι εδώ ρίχνουν τη ζωή τους στο ζάρι, χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Ό,τι πιάσουν καλό θα είναι. Η Κλεψύδρα έχει γεμίσει ασφυκτικά κάθε τεταρτημόριο της επιφάνειάς της. Εκρήξεις ακούγονται σε κάθε υπόκωφη ταλάντωση των σωμάτων. Πλήθη συρρέουν. Από πού ήρθαν όλοι αυτοί; Προφανώς τους τράβηξαν οι εκπτώσεις στο παζάρι της ζωής. Νομίζουν». (σ. 68)