Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον Σάκο Εκστρατείας του, μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, ο σάκος του περιλαμβάνει βιβλία και καμβάδες, μολύβια και πινέλα, ιστορίες και χρώματα.
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Οι σχέσεις πολλών διακόνων των λέξεων με τη ζωγραφική, και τα εικαστικά εν γένει, ως γνωστόν είναι στενές. Ποιητές και συγγραφείς, δοκιμιογράφοι και στοχαστές έβρισκαν/βρίσκουν ανάπαυλα, παρηγορία, ερεθίσματα για περαιτέρω σκέψη, ζωγραφίζοντας, φτιάχνοντας κολάζ, επινοώντας ζωγράφους και εικαστικούς στα αφηγήματά τους, εκπονώντας μελέτες για παίκτες/ρέκτες του καμβά. Ποιητές όπως οι Αντρέ Μπρετόν, Οδυσσέας Ελύτης, Δημήτρης Καλοκύρης, Γκρέγκορι Κόρσο, Τσαρλς Μπουκόβσκι, Νίκος Καρούζος, κ.ά., ζωγράφισαν και συνέθεσαν επικολλήσεις. Ομοίως συγγραφείς, όπως ο Χένρι Μίλλερ και ο Τζακ Κέρουακ.
Ο μυθιστοριογράφος Ντον ΝτεΛίλλο σχεδόν σε όλα του τα βιβλία αναλύει το έργο κάποιου πασίγνωστου εικαστικού (π.χ. Ντάγκλας Γκόρντον και «24 Ώρες Ψυχώ» στο Σημείο Ωμέγα) ή επινοεί εικαστικούς, όπως την εκπληκτική δημιουργό της installation art, την Κλάρα Σαξ στον αριστουργηματικό Υπόγειο Κόσμο).
Ο ποιητής/συγγραφέας Θάνος Σταθόπουλος, όχι μόνον παρουσιάζει/παραθέτει εικαστικούς στα μινιμαλιστικά του γραπτά έργα αλλά και καταπιάστηκε επαγγελματικά με την επιμέλεια εκθέσεων και την εκπόνηση θεωρητικών κειμένων για εικαστικούς, εξέδωσε μάλιστα, μαζί με τον ιστορικό τέχνης και επιμελητή εκθέσεων του ΟΠΑΝΔΑ, Χριστόφορο Μαρίνο, το επιδραστικό περιοδικό KAPUT, με 13 τεύχη ανάμεσα στα 2009 και 2013, το οποίο αναμένεται να επανακυκλοφορήσει με νέα ύλη και νέους συνεργάτες.
Ο φιλόσοφος Ζιλ Ντελέζ [Gilles Deleuze, 1925 – 1995] μας έχει προσφέρει ένα πανίσχυρο πόνημα για τον Φράνσις Μπέικον [Francis Bacon, 1909 – 1992], το οποίο κυκλοφόρησε προσφάτως και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Πλέθρον.
Από την άλλη, πολλοί εικαστικοί αφιερώνουν χρόνο στη συγγραφή. Θυμίζουμε τον πολυγραφότατο Άσγκερ Γιορν [Asger Jorn, 1914-1973], τον Μαρκ Ρόθκο [Mark Rothko, 1903-1970], τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Τάσο Παυλόπουλο, τον Δημήτρη Αληθεινό, τον Γιώργο Ξένο, και τη Γεωργία Σαγρή, μεταξύ άλλων.
Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη είναι φορτωμένος, αυτές τις μέρες, με βιβλία που υπογραμμίζουν αυτή τη σχέση λέξεων και χρωμάτων, γραφής και εικαστικής δημιουργίας. Εκκινούμε με δύο μυθιστορήματα.
Ο Αλέξης Πανσέληνος [Αθήνα, 1943], με το Λάδι σε καμβά (εκδ. Μεταίχμιο) μάς ταξιδεύει στο καλοκαίρι της λεγόμενης «χαμένης άνοιξης», στα χρόνια της ανάσας που πήρε η ελληνική κοινωνία στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1960, μιαν ανάσα που την έκοψε βίαια η δικτατορία των συνταγματαρχών. Μας ταξιδεύει στην ομορφιά και τους χυμούς ενός ελληνικού νησιού, όπου ένας φέρελπις ζωγράφος, ο Σπύρος, θα περάσει τις διακοπές του, τότε ακόμα που «τα καλοκαίρια είχαν τη γεύση της αιωνιότητας», τότε που «ο κόσμος όλος ήταν όπως εμείς – είκοσι χρονών». Παρόντες εντός του εικοσαετούς Σπύρου, όπως και σε όλη την ατμόσφαιρα του νησιού, είναι ο ενθουσιασμός και ο αισθησιασμός. 1966, και ξανθά κορίτσια, σαν την Ανν Λόμπεργκ, του Βασίλη Γεωργιάδη και του Ιάκωβου Καμπανέλλη, πρόβαλλαν πάνω σε μοτοποδήλατα Velosolex με κοντά λουλουδάτα φουστάνια· νεαροί και νεαρές –η Νόνη, η Βούλα, ο Πάρης, ο Κρίτων, η Γωγώ, η Ειρήνη– άκουγαν Γιώργο Ζωγράφο, Μαρία Φαραντούρη, Μίκη Θεοδωράκη, Νέο Κύμα, Tony Dallara και τη “Maliziusella” του, σε 45άρια δισκάκια στο ηλεκτρόφωνο Teppaz· νεαροί και νεαρές ερωτεύονταν, ο ένας τον άλλον, ερωτεύονταν τον έρωτα, και, ναι, ο έρωτας ερωτευόταν αυτούς, ερωτευόταν τις χρυσαφιές ή καστανές μπούκλες τους, τα πρασινογάλαζα μάτια τους, τη σφριγηλότητά τους.
Ο Πανσέληνος απλώνει δεξιοτεχνικά τα χρώματα των λέξεών του, τη ζωγραφική των φράσεών του, στον καμβά των σελίδων του και αναπλάθει για χάρη μας όλo εκείνο το άδολο γλέντι νου και αισθήσεων που ήταν το θέρος των σίξτις. Δεν λείπουν οι περιπλοκές, οι αντιζηλίες, οι διεκδικήσεις, οι έριδες, μια μνεία στην Εξιλέωση του Ίαν ΜακΓιούαν [Ian McEwan, Χάμσαϊρ 1948], μια λανθασμένη στιγμή, η καταισχύνη, το όνειδος, η αποπομπή. Ακόμα, πλήθος είναι οι αναφορές στην ελληνική εικαστική σκηνή (δεσπόζουν αρχικά οι Μόραλης, και Νικολάου, αλλά εν συνεχεία η Ομάδα των Νέων Ρεαλιστών – θα αναγνωρίσει ο επαΐων στα εικαστικά δημιουργούς όπως οι Μπότσογλου, Δίγκα, Κατζουράκης, Ψυχοπαίδης σε όσους απαρτίζουν την παρέα του Σπύρου στην ΑΣΚΤ).
Και μετά, η δικτατορία. Το δίλημμα του Σπύρου: να προδώσει το όνειρό του ή να προδώσει την παρέα του. Επιλέγει, σκληρά και δραματικά, αλλά σθεναρά, το πρώτο. Αντίο στη ζωγραφική, μια ζωή ρουτίνας εν συνεχεία, η κάθοδος στην πραγματική πραγματικότητα χωρίς ενδοιασμούς, αλλά και χωρίς καλλωπισμούς. Διανύουμε, με οδηγό έναν στρωτό μινιμαλισμό, κοσμημένο με λυρικές ανταύγειες και λεπταίσθητους συλλογισμούς στο θέμα του χρόνου και της μνήμης, τις δεκαετίες ανάμεσα στα 1966 και 2022, για να φτάσουμε σε ένα περίτεχνα επινοημένο τέλος.
Ο Γιον Φόσε [Jon Fosse, Χάουζενγκουντ 1959], έρχεται να μας συνεπάρει με το μυθιστόρημα Το Άλλο Όνομα (μεταφράζει άριστα και εμπνευσμένα ο Σωτήρης Σουλιώτης, εκδίδει με το γνωστό μεράκι ο οίκος Gutenberg). Πρόκειται για τα δύο πρώτα μέρη μιας Επταλογίας που συνθέτει ο Νορβηγός δημιουργός και ένας από τους πλέον νοήμονες ανθρώπους στον πλανήτη – σύμφωνα με την Daily Telegraph είναι ογδοηκοστός τρίτος στη λίστα με τις εκατό κορυφαίες ιδιοφυΐες. Ο Φόσε, εξοπλισμένος με δύο ισχυρά πνευματικά/νοητικά ρεύματα –τη φιλοσοφία, ιδίως του Μάρτιν Χάιντεγκερ, στην σκέψη του οποίου δεν παύει θητεύει· και τον καθολικισμό, στον οποίο έχει δημιουργικότατα και λυτρωτικά στραφεί ύστερα από μιαν επικίνδυνη θητεία στην ένταση, το αλκοόλ, και τη νικοτίνη– μας προσφέρει ένα σύνθετο (αλλά με απλή γλώσσα και αβίαστη ροή) κείμενο όπου συνυπάρχουν η λογοτεχνία και ο στοχασμός, η εμβύθιση στα μυστικά του χρόνου και η περιπλάνηση στους λαβυρίνθους της ζωγραφικής.
Θα τολμήσω να πω ότι πρόκειται για μια χρονοεικαστική οπτική, καθώς ο Φόσε εικονοποιεί τη διέλευση των δευτερολέπτων, προβάλλει, θαρρείς σε διπλοτυπία, στιγμές του νυν και του άλλοτε, παίζει με το θέμα του «διπλού», του doppelgänger, με ψυχονοητικούς τρόπους. Οι δύο Άσλε του βιβλίου, αμφότεροι ζωγράφοι, η νεκρή σύζυγος του ενός, η Άλες, η αδελφή του, η Αλίντα, ο γείτονας ψαράς Όσλαϊκ, και η αδελφή του, η Γκούρο, η καθημερινότητά τους στην Ντίλγκια και στο Μπέργκεν, τα πάντα συνυπάρχουν σε μιαν εξόχως επεξεργασμένη ταυτοχρονία, σαν σε μια τοιχογραφία που διατρέχει δεκατίες αλλά μοιάζει, συνάμα, παροντική – τα πάντα, κι ας απέχουν χρονικά, να διαδραματίζονται σε ενεστώτα χρόνο.
Τα κεντρικά θέματα στο Άλλο Όνομα είναι η τέχνη, ο χρόνος, η πίστη, η ευθύνη, και η αγάπη. Ο κυνισμός της εποχής μας σαρώνεται από τον βαθιά ανθρώπινο στοχασμό του Φόσσε. Ο Θεός καθίσταται παρών μέσα από το φως που επιζητεί να αποδώσει με τον χρωστήρα του ο Άσλε, μέσα από ένα αόρατο φως που ελλοχεύει στο σκοτάδι και στις σκιές, ένα φως που, μέσα από την όποια πίστη, αναδύεται από το βλέμμα, κι απ᾽ όλα τα κύτταρα, των ανθρώπων.
«… σκοτάδι που πέφτει σαν χιόνι», διαβάζουμε, «κι όσο περισσότερο σκοτεινιάζει τόσο περισσότερο φως βγάζουν εκείνοι, ναι, θαρρείς ένα φως βγαίνει απ᾽ αυτούς, το βλέπω, και μολονότι το φως ίσως δε φαίνεται, και πάλι φαίνεται, γιατί και οι άνθρωποι βγάζουν φως, σαν αόρατο φωτεινό φως».
Η αγάπη αίρει τα όρια του χρόνου – ό,τι αγάπησε, ό,τι αγαπήθηκε, ακόμη αγαπάει, ακόμη αγαπιέται, και εις το διηνεκές θα αγαπάει και θα αγαπιέται· είναι άφθαρτη η αγάπη, πάντα επιμένει, κατακλύζει νου και σώμα και ψυχή, πάλλεται ες αεί, δίνει δώρα διαύγειας και διαύγασης· δεν κακουργεί η αγάπη, η αγάπη ιερουργεί, κι έτσι συντελείται στο νυν και στο αεί, όπως ακριβώς συντελέστηκε στο άλλοτε. «Είναι τόσο δοσμένοι ο ένας στον άλλο, είναι ο ένας μέσα στον άλλο, είναι παρόντες ο ένας στον άλλο, στον ίδιο κόσμο», παρατηρεί και αποφαίνεται ο αφηγητής.
Και, καθώς φτάνουμε, συνεπαρμένοι και πιο σοφοί και πιο καλοί, στις τελευταίες σελίδες του πολύτιμου αυτού έργου, ο Φόσε δοξολογεί, με τον ιδιαίτερο τρόπο του, με την καλώς συγκερασμένη θρησκευτικότητά του, την τέχνη και την αγάπη και την παρουσία, κατ᾽ αυτόν, του Θεού στον κόσμο:
«Γιατί σ᾽ αυτό που πεθαίνει αυτό που δεν πεθαίνει είναι αόρατο, και σ᾽ αυτό που σαπίζει αυτό που δε σαπίζει είναι αόρατο, η αξία είναι καλή και κακή, όμορφη και άσχημη, αλλά σε όλα, ακόμα και στη χειρότερη κακία, υπάρχει και το αντίθετο, η καλοσύνη, η αγάπη, ο Θεός είναι αόρατος κι εκεί, γιατί ο Θεός δεν υπάρχει, ο Θεός είναι, και σε όλα όσα υπάρχουν είναι μέσα και ο Θεός, όχι σαν αυτό που υπάρχει αλλά αυτό που υπάρχει, σαν ον…».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, το αφήγημα «Η Κοκό στην Κοπεγχάγη – Το μυθιστόρημα της μεταπολίευσης» (εκδ. Νήσος).