Κάθε δεύτερη Παρασκευή, ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης φορτώνει στον Σάκο Εκστρατείας του βιβλία, μιλώντας γι᾽ αυτά σαν να αφηγείται ιστορίες σ᾽ ένα φιλόξενο στέκι. Σήμερα, στον Σάκο του, ο David Foster Wallace. Στην κεντρική εικόνα: Illustration © Juan Gaviria.
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Εν αρχή ην Ουίλιαμ Γκάντις [William Gaddis, 1922 – 1998], ο Mister Difficult, ναι, ο Κύριος Δύσκολος, όπως τον βάφτισε ο (όχι δα και Κύριος Πανεύκολος) Τζόναθαν Φράνζεν. Εν αρχή ην Γκάντις & The Recognitions. Και σημειώνεται ένα, μάλλον υπόκωφο/υπόγειο/υπόρρητο bing bang στη μυθιστοριογραφία, μια διαρκής διαλεκτική μορφικών καινοτομιών και αναζήτησης νοήματος σε μια κοινωνία που χάνει ολοένα τις αξίες και τις σημασίες της, στην κοινωνία της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποθέωσης της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας — μπορείς να πεις, μάλιστα, της αποτελεσμαστικής ταχύτητας και της ταχύτατης αποτελεσματικότητας. Κάποιοι τολμητίες, άλλοι μέσα από τα πανεπιστήμια και άλλοι εκτός, άλλοι με κίνδυνο να συντριβούν από την περιπέτεια, ερωτοτροπώντας με το αλκοόλ και τις ουσίες, και άλλοι καταφέρνοντας να μείνουν ψύχραιμοι ακόμα και όταν αντιμετώπισαν τρομερές αντιξοότητες, κατόρθωσαν όχι μόνο να ανανεώσουν το μυθιστορηματικό είδος αλλά και να καλλιεργήσουν νέες ταξιανθίες ευαισθησίας, νέους τρόπους να ερωτεύεσαι και να αγαπάς σε καιρούς ταχύπλοου νεοκυνισμού, ακόμα και να ασκείς αιχμηρή κοινωνική κριτική μέσα από παραγράφους όπου το χιούμορ παίζει επιτραπέζια αντισφαίριση με την απόγνωση. Ονόματα και διευθύνσεις: Τόμας Πίντσον, Ντον ΝτεΛίλλο, Ντέιβιντ Μάρκσον, Ουίλιαμ Χ. Γκας, Τζόζεφ ΜάκΕλροϊ, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας — και βέβαια, πλάι τους, πίσω τους, σε μυστηριώδεις κρύπτες και σε σοκάκια φυγής, οι κορυφαίοι της Beat Generation. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη ήταν, το τελευταίο ζοφερό δίμηνο της αγωνίας και του εγκλεισμού, φορτωμένος με τα βιβλία του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, του λεγόμενου Πυραυλοκίνητου Νοός & Δημιουργού, του τελευταίου enfant terrible της μυθιστοριογραφίας, του συγγραφέα που, εκτοξεύοντας το Infinite Jest στα λογοτεχνικά πεδία, άλλαξε άρδην το πώς γράφουμε και πώς διαβάζουμε μυθοπλασία.
Και όχι μόνο με το Infinite Jest, το μυθιστόρημα-μαμούθ, αλλά και με τα δοκίμιά του, καθώς και με τις συλλογές διηγημάτων που θυμίζουν τα concept άλμπουμ της progressive rock, που διατηρούν μια τέτοια συνοχή ώστε κάλλιστα θα μπορούσες να τις χαρακτηρίσεις μεταμφιεσμένα ή συναρμολογημένα μυθιστορήματα. Τέτοια συλλογή είναι το Κορίτσι με τα παράξενα μαλλιά (μτφρ. Μαργαρίτα Κουλεντιανού, εκδ. Τραυλός, Αθήνα 2000). Πρόκειται για τον πρώτο τόμο με διηγήματα του Γουάλας, εκδόθηκε το 1989, μόλις δύο χρόνια μετά το μυθιστορηματικό του ντεμπούτο που φέρει τον τίτλο Η Σκούπα και το σύστημα, και περιέχει πολλά από τα θέματα που δεν έπαψαν να απασχολούν τον συγγραφέα μας σε όλη του τη σταδιοδρομία. Μορφολογικά, συναντάμε εδώ τη διάθεση του Γουάλας να παίξει με ό,τι καινοτόμο διαθέτει το Κατάστημα Fiction, να αποδομήσει με χιούμορ ό,τι έχει ήδη αποδομηθεί, να κάνει επίτηδες φάλτσες διφωνίες με καταξιωμένους συγγραφείς και καθιερωμένους τρόπους γραφής, να υπερβεί τη λεγόμενη «μεταμυθοπλασία» (ήδη φθαρμένη, ήδη τείνουσα να είναι απλώς στυλ άνευ ουσίας άνευ σημασίας), και να εστιάσει –έστω «λοξολογοτεχνικώς»– στην ανημπόρια των σύγχρονων ανθρώπων για βαθιά επικοινωνία και επαφή. Διήγημα-σταθμός θεωρείται το «Προς τα δυτικά η πορεία της αυτοκρατορίας παίρνει τον δρόμο της», ένα συγκλονιστικό προοίμιο του Infinite Jest που απλώνεται πυκνά σε 170 σελίδες (μέγεθος μυθιστορήματος!) και που ανακατεύει την καταναλωτική/διαφημιστική/επιχειρηματική παράνοια με τον ντανταϊστικό μινιμαλισμό, τη σοβαρή αναζήτηση νοήματος με σκηνές βγαλμένες από τους Αδελφούς Μαρξ, την αποστασιοποιημένη παρατήρηση με τη θερμή, συγκινημένη χειρονομία. Θυμίζω ότι ο τίτλος αντλείται από την φερώνυμη πατριωτική τοιχογραφία που φιλοτέχνησε ο Emanuel Gottlieb Leutze το 1861.
«Είναι μύθος ότι η πραγματικότητα είναι πιο παράξενη από τη λογοτεχνία. Στην πραγματικότητα και οι δύο είναι σχεδόν το ίδιο παράξενες», διατείνεται ο Γουάλας. Στα διηγήματα της Αμερικανικής λήθης (μτφρ. Γιάννος Πολυκανδριώτης, εκδ. Κέδρος, 2011), ένα παιχνίδι πολλών κατόπτρων, δεξιοτεχνικά τοποθετημένων, επιτρέπει, προς τέρψιν αλλά και ανησυχία του αναγνώστη, αυτη τη διαλεκτική πραγματικότητας/λογοτεχνίας, και μάλιστα σε ένα μεγαλειώδη βαθμό. Το Oblivion, όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος (και παραμένει ανεξήγητη η προσθήκη «αμερικανική» στην ελληνική έκδοση), κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2004, περιέχει ορισμένα από τα κρισιμότερα λογοτεχνήματα του συγγραφέα μας («Η ψυχή δεν είναι σιδεράδικο», «Ακόμα ένας πρωτοπόρος», «Λήθη», «Παλιό καλό νέον»), είναι «η τελευταία κλειστή στροφή που έπρεπε να πάρει ο Γουάλας πριν βγει στην τελική ευθεία της πρόωρα τερματισμένης καριέρας του», όπως σημειώνει ο Λευτέρης Καλοσπύρος στο Επίμετρο με τίτλο «Ο τρόμος της λήθης και η ελπίδα της συμπάθειας / Σκότωσε ό,τι αγαπάς». Και εδώ, στραφταλίζει η πολυφωνία και η πολυπρισματικότητα της γραφής του. Ο Γουάλας είναι ο μίμος των φωνών, για να θυμηθούμε ένα πολύ δυνατό βιβλίο ενός άλλου αγαπημένου συγγραφέα, του Τόμας Μπέρνχαρντ. Επίσης, η εντυπωσιακά εμβριθής γνώση σχεδόν όλων των πτυχών της αμερικανικής κοινωνίας και των τάσεών της, ιδίως στη μεταπολεμική, μεταβιομηχανική εποχή. Γνώση ακόμα και του σημαίνοντος ρόλου που διαδραματίζει το ροχαλητό στον γαμήλιο βίο όταν ζούμε σε πεζούς, αντιηρωϊκούς καιρούς: στις λιγοστές (για τα γουαλασικά μέτρα) σελίδες του διηγήματος «Λήθη» υπολόγισα ότι υπάρχουν οι λέξεις «ροχαλίζω», «ροχαλητό» κ.τ.λ., πενήντα τέσσερις (54!) φορές — όσοι ακριβώς ήταν οι εκδοτικοί οίκοι που απέρριψαν το μυθιστόρημα-φετίχ Wittgenstein's Mistress.
Το 2015, και ενώ έχει προηγηθεί μια τελεσφόρα προσπάθεια γνωριμίας του γουαλασικού oeuvre στο πιο προχωρημένο αναγνωστικό κοινό, προσπάθεια στην οποία πρωτοστατεί ο χαλκέντερος Κώστας Καλτσάς και στην οποία συμμετέχουν ασμένως οι συνήθεις «πυντσονικοί», «ντελιλλικοί», και «μπολανιακοί» (με κείμενα σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, με ραδιοφωνικές εκπομπές από το Τρίτο Πρόγραμμα έως το Beton7 Art Radio), αρχίζει να επιταχύνεται η μετάφραση και η έκδοση των έργων του Γουάλας. Αξίζει να σημειωθεί ότι έχουν ήδη κυκλοφορήσει και οι τρεις συλλογές διηγημάτων του (αν και το εξαντλημένο Κορίτσι με τα παράξενα μαλλιά χρειάζεται εκ νέου μετάφραση και έκδοση), καθώς και ότι με την επικείμενη έκδοση του Infinite Jest που μεταφράζει ο Καλτσάς για την έμπλεη κύρους σειρά Orbis Literae του οίκου Gutenberg θα έχουμε στα ελληνικά και το σύνολο των μυθιστορημάτων του Γουάλας.
Έτσι, στις εκδόσεις Κριτική κυκλοφορούν τρία πονήματα του συγγραφέα μας: το δοκίμιο/διάλεξη Αυτό εδώ είναι νερό (μτφρ. & επίμ.: Κώστας Καλτσάς), το μυθιστόρημα Η σκούπα και το σύστημα και η συλλογή διηγημάτων Σύντομες συνεντεύξεις με απαίσιους άντρες, το 2016 και το 2019 (σε αμφότερα, μετάφραση και επίμετρο: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης). Βλέπουμε εδώ την επεξεργασία των ίδιων θεμάτων, με το ίδιο διαβρωτικό χιούμορ και την ίδια τάση ανατομίας των κοινωνικών σχέσεων στη μεταβιομηχανική εποχή. Βλέπουμε πώς ανέλυσε ο Γουάλας τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνικής ζωής: καταναλωτισμός, ταχύπλοος νεοπλουτισμός, μετακυνισμός, ελαφρότητα, επιφανειακότητα, άσφαιρος (και ματαιωμένος) υπερεγωισμός, εθιστική τηλοψία, pop κουλτούρα σε παροξυσμό, κτλ. Όπως υπογραμμίζει ο Καλτσάς ότι υπογράμμιζε ο Γουάλας, «Ἁν δεν επιχειρήσουμε να τιθασεύσουμε τον έμφυτο εγωκεντρισμό μας, η ζωή μας θα αποτελεί ένα πεδίο μάχης μεταξύ του κόσμου όπως τον φαντασιωνόμαστε και του κόσμου ως έχει — με άλλα λόγια, μια μόνιμη πηγή απογοήτευσης, οργής και απέχθειας». Μεγάλη σημασία έχει επίσης η βαθιά ανθρωπιστική φιλοσοφία που διαπνέει το έργο του Γουάλας, μια λυτρωτική κατανόηση του πόσο ευάλωτοι και ευαίσθητοι είναι οι άνθρωποι πέρα από τους κοινωνικούς ρόλους που υποχρεώνονται να παίζουν.
Το ημιτελές μυθιστόρημα Ο χλομός βασιλιάς κυκλοφόρησε το 2011 στις Ηνωμένες Πολιτείες και το 2018 στην Ελλάδα, μεταφρασμένο ανεπίληπτα από τον Γιώργο Κυριαζή (εκδ. Κέδρος). Πρόκειται για το αρχείο/μητρώο της εναγώνιας και εργώδους προσπάθειας του Γουάλας όχι μόνο να υπερβεί, εν είδει Σεργκέι Μπούμκα της μυθιστοριογραφίας, τον ίδιο του τον εαυτό καταρρίπτοντας όσα ρεκόρ κατέρριψε με το Infinite Jest, αλλά και της φιλοδοξίας του να καταπιαστεί με τα δεινά της μεταβιομηχανικής εποχής μέσα από το πλέον ανιαρό συγκείμενο που μπορείς να διανοηθείς: τα λογιστικά και τις φορολογικές υπηρεσίες! Καίτοι, η αναθεματισμένη αυτοχειρία του συγγραφέα μας, στις 12 Σεπτεμβρίου του 2008, στέρησε τους αναγνώστες από τη μέθεξη, κτλ, ενός ολοκληρωμένου Χλομού Βασιλιά, ό,τι κρατάμε στα χέρια μας από το «μεγάλο πράγμα», όπως το έλεγε ο ίδιος ο Γουάλας, είναι τωόντι θυελλώδες, είναι πραγματικά ένας λογοτεχνικός ανεμοστρόβιλος όπου τα κομμάτια της πλοκής πέφτουν πάνω στον αναγνώστη σαν μέσα από μια ταχύτατη δίνη!
Ας σημειώσω ότι η βιογραφία του Γουάλας, που εκπόνησε ο D.T. Max έχει τον τίτλο David Foster Wallace — Every Love Srory is a Ghost Story (Granta Books, 2012). Ήτοι: Κάθε ερωτική ιστορία είναι μια ιστορία με φαντάσματα. Συναντάμε αυτή τη γεμάτη νόημα απόφανση στον Χλομό Βασιλιά, στην πιο πειραματική παράγραφο του μυθιστορήματος (§ 25), στη σελίδα 349: «Ο Εντ Σάκλφορντ γυρίζει μια σελίδα. Δύο ρολόγια, δύο φαντάσματα, τέσσερα στρέμματα κρυμμένου καθρέφτη. Ο Κεν Γουάξ γυρίζει μια σελίδα. Ο Τζέι Λαντάουερ αγγίζει αφηρημένα το πρόσωπό του. Κάθε ερωτική ιστορία είναι μια ιστορία με φαντάσματα. Ο Ράιαν Χόμπρατσκ γυρίζει μια σελίδα. Ο Ματ Ρεντγκέιτ γυρίζει μια σελίδα». Είναι ενδιαφέρον ότι τη συναντάμε και στις Σύντομες συνεντεύξεις με απαίσιους άντρες σε ένα αλλόκοτο, πλην ακριβές, συγκείμενο: «Το κείμενο του Ντερκ του Φρέσνο εν προκειμένω διατείνεται ότι θα πρέπει να υπάρχει κάτι θανατερό στην ίδια την καρδιά όλου του Ρομαντισμού ("… ότι κάθε ερωτική ιστορία είναι [μια] ιστορία με φαντάσματα…")».
Αλλά τι άλλο να περιμένεις από έναν μανιώδη αναγνώστη, η αγαπημένη ανάμνηση του οποίου από τα παιδικά του χρόνια ήταν να ακούει τους γονείς του να διαβάζουν το Ulysses του Τζέιμς Τζόις ο ένας στον άλλον!
Μια και αναφέρθηκα στη βιογραφία του Γουάλας, ακούστε αυτό: Διαβάζοντας για δεύτερη φορά το βιβλίο, στάθηκα πολλές φορές στο χιούμορ που επεδείκνυε ο Γουάλας, ακόμα και σε ζόρικες καταστάσεις, στάθηκα στη γενναιότητά του απέναντι στους προγενέστερους Αμερικανούς μετρ του μυθιστορήματος, στάθηκα στη βαθιά και ανυπόκριτη αγάπη του για τον άνθρωπο, αλλά κυρίως στάθηκα, ξανά και ξανά, σε ένα επεισόδιο που θαρρώ, και θεωρώ, ότι κρύβει και φανερώνει μαζί τι ήταν στ᾽ αλήθεια αυτός ο πυραυλοκίνητος συγγραφέας: ένας μέγας φιλόσοφος της καθημερινότητας, ένας ενσαρκωτής της εντιμότητας, ένας αδιαπραγμάτευτος λάτρης του δικαίου. Το επεισόδιο, χωμένο σχεδόν άνευ σχολίων στις σελίδες 120 και 121 του βιβλίου του D.T. Max, έχει ως εξής: είμαστε στα 1989, ο Γουάλας έχει διαβάσει το αριστούργημα του Ντέιβιντ Μάρκσον, το ανεπανάληπτο (αν εξαιρέσουμε τις επιδόσεις του ίδιου του Μάρκσον) Wittgenstein's Mistress, και έχει ενθουσιαστεί γενναιόψυχα, όπως έκανε πάντα όταν έπεφτε στα χέρια του ένα ανεπανάληπτο βιβλίο. Αρχίζει να το εγκωμιάζει όπου βρεθεί κι όπου σταθεί. Γείτονάς του είναι ένας διανοούμενος που δηλώνει Νούμερο Ένα Φαν του Γουάλας Παγκοσμίως. Το κορίτσι του είναι μια πανέμορφη πλούσια κληρονόμος από το Τέξας που ακούει στο παρατσούκλι «Η Σαύρα», η οποία κάνει τα γλυκά μάτια στον Γουάλας. Ο Γουάλας τους συστήνει το αριστούργημα του Μάρκσον. Κι αρχίζει ο καβγάς, όχι για τα κάλλη της «Σαύρας», αλλά για τη γραφή του Μάρκσον. Τα λόγια έδωσαν τη σκυτάλη στις μπουνιές, και ακολούθησε μια τρελή κλοτσοπατινάδα, λες και βρισκόμαστε σε σαλούν του Φαρ Ουέστ, με αποτέλεσμα να βρεθεί ο Γουάλας με σπασμένη μύτη!
Πάω στοίχημα ότι ο αξεπέραστος Μάρκσον, που του άρεσε να επαίρεται ότι το Wittgenstein's Mistress (με πενήντα τέσσερις απορρίψεις!) υπερβαίνει σε απορρίψεις εκ μέρους των εκδοτών το περί τις σαράντα φορές απορριφθέν μυθιστόρημα Murphy του Samuel Beckett, θα γέλασε βροντερά με τούτη την περιπέτεια του Γουάλας και θα χάρηκε περισσότερο και απ' ό,τι αν τον τιμούσαν με το Εθνικό Βραβείο Γραμμάτων! Αλλά τι άλλο να περιμένεις από έναν μανιώδη αναγνώστη, η αγαπημένη ανάμνηση του οποίου από τα παιδικά του χρόνια ήταν να ακούει τους γονείς του να διαβάζουν το Ulysses του Τζέιμς Τζόις ο ένας στον άλλον!
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή αφηγημάτων «Συλλαλητήρια στο δωμάτιό μου» (εκδ. Gutenberg).