Κάθε δεύτερη Παρασκευή, ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης φορτώνει στον Σάκο Εκστρατείας του βιβλία, μιλώντας γι᾽ αυτά σαν να αφηγείται ιστορίες σ᾽ ένα φιλόξενο στέκι. Σήμερα, στον Σάκο του, μια τελευταία φουρνιά από Φραντς Κάφκα.
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Ο Κάφκα είναι ένα λαγούμι. Ένας λαβύρινθος είναι ο Κάφκα. Ο Κάφκα είναι ένα διαυγές μυστήριο που περιμένει την αέναη και αενάως ανανεωμένη εξιχνίασή του. Ένα άνοιγμα στο αίνιγμα είναι ο Κάφκα. Μαζί με τους Βίτγκενσταϊν, Μπένγιαμιν και Ντεμπόρ, ο Κάφκα είναι ο ανατόμος του εικοστού και ο προπομπός του εικοστού πρώτου αιώνα. Το έργο του σε καλεί διαρκώς να καταβυθιστείς μέσα του για να ανακαλύψεις το πώς λειτουργούν οι κοινωνικοί μηχανισμοί που συντρίβουν τον μεμονωμένο άνθρωπο αλλά και, συνάμα, το πώς συγκροτούνται μηχανισμοί άμυνας απέναντι σε αυτούς τους κοινωνικούς μηχανισμούς. Το έργο του Κάφκα, επισημαίνει ο Michael Löwy, θεωρήθηκε επικίνδυνο από όλα τα αυταρχικά καθεστώτα του εικοστού αιώνα. Το έργο του Κάφκα, επισημαίνει ο Félix Guattari, ενεργοποιεί στον αναγνώστη «μια δουλειά πρωτογενούς διαδικασίας, μέσω της οποίας έρχονται να εκφραστούν οι ασυνείδητες δυνητικότητες μιας ολόκληρης εποχής». Προσφάτως επανεκδόθηκαν τα Ημερολόγια του Κάφκα, τα οποία βρίσκονται στον Σάκο Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη, μαζί με ορισμένα σημαίνοντα έργα που καταπιάνονται με τον συγγραφέα/ποιητή/στοχαστή της Πράγας.
«Τίποτε άλλο από μια αναμονή, αιώνια αμηχανία», γράφει ο Φραντς Κάφκα στις 15 Μαρτίου του 1914. Στα Ημερολόγια 1910-1923 (μτφρ. Αγγέλα Βερυκοκάκη, εκδ. Εξάντας) εντοπίζεται όλη η προσπάθεια του Κάφκα να στοχαστεί, να καταγράψει και να εκφράσει λογοτεχνικά τον καιρό του, αλλά και τη στάση του ίδιου απέναντι στην εποχή του. Μια τιτάνια, ουσιαστικά μοναχική, προσπάθεια ενός ανθρώπου που θέλησε να γίνει ένα ψυχονοητικό σύστημα σύλληψης και καταγραφής των πιο κρίσιμων τάσεων μιας εποχής κοσμοϊστορικών συγκρούσεων και ανακατατάξεων. Ο Κάφκα εδώ σημειώνει ιδέες που έμελλε να επεξεργαστεί λογοτεχνικά και να τις μετατρέψει σε αφηγήματα, αποτυπώνει ύλη ονείρων, μιλάει για τα κίνητρά του, εκθέτει τις στιγμές της καθημερινότητάς του, παρηγορεί τον εαυτό του, σαν μια κάμερα φιλμάρει δρόμους, σοκάκια, τοίχους, πρόσωπα. Στις 21 Φεβρουαρίου του 1911, γράφει: «Η ζωή μου σ᾽ αυτό τον κοσμο είναι σαν να ήμουν βέβαιος για μια δεύτερη ζωή, έτσι όπως παραδείγματος χάριν παρηγορούμαι για την αποτυχημένη παραμονή μου στο Παρίσι λέγοντας πως θα προσπαθήσω να ξαναπάω εκεί γρήγορα. Πέρα απ᾽ αυτό, το θέαμα των έντονα διαχωρισμένων τμημάτων φωτός και σκιάς στο λιθόστρωτο του δρόμου». Βλέπουμε εδώ τη διαλεκτική έσω/έξω, το πώς ένα ψυχικό στιγμιότυπο, μια ψυχική διάθεση, ακολουθείται από μια φραστική πολαρόιντ, μια λήψη αυτού που υπάρχει μπροστά στα μάτια του περιπατητή συγγραφέα. Η πάλη του Κάφκα με τις λέξεις καταγράφεται επίσης. Η αναζήτηση της σωστής λέξης, η ρυθμολογία της εκάστοτε φράσης, ο συνδυασμός των φράσεων ώστε να εκφραστεί το βαθύτερο νόημα που είχε κατά νουν ο Κάφκα, ήταν το κεντρικό του μέλημα, απέναντι στο οποίο αισθανόταν συνήθως αποτυχημένος. Δύο ημερολογιακές εγγραφές είναι σπαρακτικά αποκαλυπτικές: «Άθλια, άθλια, κι όμως με καλές προθέσεις. Είναι βέβαια μεσάνυχτα, αφού όμως έχω κοιμηθεί πολύ καλά, αυτό δεν είναι παρά μια δικαιολογία, πόσο μάλλον που ούτε στη διάρκεια της ημέρας δεν έγραψα απολύτως τίποτα. Η αναμμένη λάμπα, το ήσυχο σπίτι, το σκοτάδι έξω, οι τελευταίες στιγμές πριν τον ύπνο, μου δίνουν το δικαίωμα να γράψω, ακόμα κι αν αυτό θα είναι το αθλιότερο κείμενο. Κι αυτό το δικαίωμα θα το αξιοποιήσω γρήγορα. Αυτός είμαι, λοιπόν» (25 Δεκεμβρίου 1910). Και, δύο μέρες μετά, με έναν τρόπο που θυμίζει σύγχρονους μινιμαλιστές τελειοθήρες, ο Κάφκα σημειώνει, ψαλμωδώντας, ή ψελλίζοντας, κάτι σαν αυτοκριτική και σαν προσευχή: «Η δύναμή μου δεν φτάνει πια ούτε για μια πρόταση. Αν τουλάχιστον επρόκειτο για μία μόνο λέξη, αν αρκούσε να προστεθεί μία λέξη για να απομακρυνθεί κανείς με ήσυχη συνείδηση. ότι έχει γεμίσει απόλυτα αυτή τη λέξη με τον εαυτό του».
«Πώς να εισέλθουμε στο έργο του Κάφκα; Είναι ένα ρίζωμα, ένα λαγούμι», γράφουν και αναρωτιώνται οι Ζιλ Ντελέζ και Φελίξ Γκουατταρί, στην εναρκτήρια μάλιστα πρόταση του σημαντικού τους έργου Κάφκα — Για μια Ελάσσονα Λογοτεχνία (μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτης). Ο φιλόσοφος και ο ψυχαναλυτής ντεκουπάρουν το σύνολο το έργο του Κάφκα, μιμούμενοι θαρρείς τον Ουίλιαμ Μπάροουζ προβαίνουν σε μια αλληλουχία από cut-up και fold-in, ταξινομούν, αρχειοθετούν, τεμαχίζουν, αποδομούν και ανασυνθέτουν σκηνές από το Φιλμ Κάφκα — μάλιστα αργότερα ο ψυχαναλυτής, ο Γκουατταρί θα σχεδιάσει ένα τέτοιο φιλμ. Επισημαίνουν το χιούμορ που επιστράτευσε ο Κάφκα απέναντι στον ζόφο, τον τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να αντιταχθεί στον Αμερικανισμό, τον Φασισμό, τη Γραφειοκρατία, κάνοντας τον εαυτό του μια λογοτεχνική μηχανή που «ξεπερνά την επιτάχυνσή τους», πασχίζοντας, με όλες του τις δυνάμεις, να μην ειναι «καθρέφτης», αλλά να είναι «ρολόι που τρέχει» για να ξεπεράσει τις «διαβολικές δυνάμεις» προτού συγκροτηθούν.
Μόνος, άνευ Ντελέζ πια, ο Γκουατταρί συνθέτει ένα ταχυβιβλίο με τίτλο 65 Όνειρα του Φραντς Κάφκα (μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου, εκδ. Πατάκης), όπου τωόντι αλιεύει/ταξινομεί/αρχειοθετεί τα όνειρα που είχε καταγράψει ο συγγραφέας στα ημερολόγια, στις επιστολές, αλλά και σε κάποια αφηγήματά του. Ο Γκουατταρί έχει συλλάβει το ότι ο Κάφκα ζούσε σαν σε όνειρο, όπως διατεινόταν, αλλά και ονειρευόταν όπως έγραφε, όντας πλασμένος από των ονείρων την ύλη, σύμφωνα με τη διατύπωση του Σαίξπηρ. Στήνει θεματικούς και θεαματικούς μικροκαταλόγους από τούτο το ονειρικό υλικό και ανακαλύπτει αρμούς ανάμεσα στα όνειρα, στον βίο, και στο έργο του συγγραφέα. Ο ποιητικός λόγος του Κάφκα, πάντα παρών: «Η αγαπημένη μου είναι μια πύρινη περιστερά που κατέρχεται στη γη. Τώρα μ᾽ έχει περικυκλώσει. Δεν οδηγεί όμως όσους έχει περικυκλώσει, μα όσους τη βλέπουνε». Και: «[…] είναι ότι διαρκώς αλλάζαμε, εσύ γινόσουν εγώ, κι εγώ γινόμουν εσύ […]».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή αφηγημάτων «Συλλαλητήρια στο δωμάτιό μου» (εκδ. Gutenberg).