Κάθε δεύτερη Παρασκευή, ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης φορτώνει στον Σάκο Εκστρατείας του βιβλία που σας συστήνει συνδυάζοντάς τα και μιλώντας γι᾽ αυτά σαν να αφηγείται ιστορίες σ᾽ ένα φιλόξενο στέκι. Σήμερα, στον Σάκο του, ο Τζέιμς Έλλροϋ.
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Όπως και κάθε τι άλλο, έτσι και το πεδίο της λογοτεχνίας είναι σπαρμένο με παρεξηγήσεις. Γι᾽ αυτό είμαστε εδώ: για να τις αμβλύνουμε, εάν δεν μπορούμε να τις κάνουμε γυαλιά καρφιά. Υπάρχουν συγγραφείς που από παρεξήγηση θεωρούνται διάκονοι ενός είδους, και γι᾽ αυτό δεν βραβεύονται δεόντως ή δεν συζητιούνται με τον αρμόζοντα τρόπο. Θεωρούνται απλώς story tellers, ή έστω καλοί στον τομέα τους, ακόμα και άριστοι στον τομέα τους. Κυρίως αυτοί οι παρεξηγημένοι βαρύνονται από το βδέλυγμα ότι έχουν ένα πολύυυυυυυ μεγάλο κοινό, πουλάνε πολύ, κάτι που τους σπρώχνει βάναυσα, στα μάτια κάποιων ψευτοσνόμπ αναγνωστών, στο μπουντρούμι των βήτα ή και γάμα κατηγορίας γραφιάδων. Συνήθως είναι συγγραφείς που έχουν καταπιαστεί με θέματα που ανήκουν στην κατηγορία του νουάρ, του αστυνομικού μυθιστορήματος, ή της επιστημονικής φαντασίας. Κι όμως, με τη βαθύνοια, την αριστοτεχνική διευθέτηση, και το μοντάζ του ενίοτε αχανούς υλικού τους, με την σκακιστική στρατηγική τους, με την αψεγάδιαστη ακρίβειά τους, και με τον χειρισμό τεράστιων και λίαν κρίσιμων όγκων πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας, ανήκουν δικαιωματικά στο Πάνθεον των Μεγάλων Λογοτεχνών. Ονόματα και διευθύνσεις; Αμέσως: Στάνισλαβ Λεμ, Ούρσουλα Λεγκέν, Φίλιπ Κ. Ντικ, και πάει λέγοντας. Συν, ω ναι, συν —και νυν— ο Μέγας Τζέιμς Έλλροϋ. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη έχει ήδη κουβαλήσει ΟΛΑ τα έργα —ναι, περί σπουδαίων έργων πρόκειται— του Μάστορα, και αυτές τις μέρες κουβαλάει το πιο πρόσφατό του! Ο κάτοχος του Σάκου, ο υπογράφων, τις ημέρες και τις νύχτες που διάβαζε (και σημείωνε διαρκώς στο σημειωματάριό του, ναι, σημείωνε όπως σημειώνουμε όταν διαβάζουμε ένα μείζον φιλοσοφικό πόνημα) τις 890 σελίδες του Έλλροϋ, βεβαιώνει ότι απείχε με πεισμωμένο πείσμα από την πόση αλκοόλ και τονωνόταν με αφέψημα περιέχον τζίνκο μπιλόμπα. Αυτή ήταν η φτιάξη του.
«Αυτή η θύελλα, αυτή η θηριώδης καταστροφή», τσιτάροντας, εν αγνοία του πλήθος, ασφαλώς, Όντεν.
Γράφει ο Καρούζος: «Φοβερός από μειλιχιότητα». Και βέβαια παραπέμπει στον Βάρδο: “I’m cruel only to be kind’’. Και ξέρουμε πόσο, και τι είδους αίμα, χύνεται στις σελίδες του Σαίξπηρ. Και τι μουσικές φτάνουν στ᾽ αυτιά μας όταν διαβάζουμε τον Άμλετ, τον Ριχάρδο, τον Μάκβεθ. Ομοίως όταν διαβάζουμε Έλλροϋ, όταν διαβάζουμε τη Θύελλα (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Κλειδάριθμος). «Είναι μια ιστορία όλα», διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε στη Θύελλα. «Όλα συνδέονται», όπως επιμένει και ο Τόμας Πίντσον στο Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας. Κι ένας αγκιτάτορας ωρύεται στο συγκεντρωμένο πλήθος, στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1933: «Αυτή η θύελλα, αυτή η θηριώδης καταστροφή», τσιτάροντας, εν αγνοία του πλήθος, ασφαλώς, Όντεν. Και μαίνεται η φωτιά. Και άνθρωποι καίγονται. Πτώματα συσσωρεύονται. Πολλά πτώματα. Εδώ κι εκεί. Σε κακόφημες συνοικίες του Λος Άντζελες, στην Μπάχα, στην Ενσενάντα, στο Μπέβερλι Χιλς, όπου βρεθείς κι όπου σταθείς. Πτώματα που πέφτουν από πιστόλια, από ρόπαλα, από οπλοπολυβόλα, από φλογοβόλα. Κι ένας τρελός χορός στήνεται γύρω από τα πτώματα — αλλά και γύρω από τον χρυσό, από το χρυσάφι, από το πάντα πολύτιμο και ολοένα και πιο πολύτιμο μέταλλο, και γύρω από τη μανία για καταξίωση και για εξουσία, για ισχύ, για σεξ, για δύναμη και δόξα, για υπέρβαση της δειλίας, για απόκρυψη της ομοφυλοφιλίας, για απάλυνση της αγωνίας, για αποφυγή του γκρεμοτσακίσματος στην άβυσσο της ανυπαρξίας. Και, όσο κι αν σας φαίνεται παράδοξο, από τη μανία για ατόφια αγάπη. Για Αγάπη, έτσι με άλφα κεφαίο. Ναι, για ΑΓΑΠΗ, με όλα κεφαλαία!
Το στόρυ του μυθιστορήματος, θέλετε; Όχι, ας μην το έχετε. Ο καταιγισμός βίας αλλά και υψηλής λογοτεχνίας που προσφέρει με σαδιστική γενναιοδωρία ο Μαιτρ δεν μας επιτρέπει να ξεπέσουμε τόσο ώστε να μιλήσουμε για στόρυ, για πλοκή, για δρώμενα, για χαρακτήρες. Όχι, ας μιλήσουμε για Λογοτεχνία. Για Υψηλή Λογοτεχνία. Ας μιλήσουμε για το πώς αυτός ο τυραννισμένος στην παιδική και εφηβική του ηλικία άνθρωπος ξεπερνάει τη συμφορά διά της Λογοτεχνίας. Ας θυμηθούμε πόσο και πώς ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ επέμενε ότι ξόρκισε τον Κακό Δαίμονα, ή τον Δαίμονα του Κακού (το ίδιο μας κάνει) κοπανώντας δαιμονισμένα τα πλήκτρα της γραφομηχανής – κι ας σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι ο Έλλροϋ κάνει το ίδιο αλλά γράφοντας (συνθέτοντας, καλύτερα – ναι, συνθέτοντας όπως συνθέτει ο μουσουργός μια μεγαλειώδη ματωμένη όπερα πάθους/έρωτος/αγάπης) στο χέρι, με τον στυλογράφο του. Ας μιλήσουμε για το πώς, εάν δεν έχεις καταπιεί σχεδόν ΟΛΗ την ιστορία της Λογοτεχνίας, είσαι, εκ προοιμίου, ανήμπορος για έργα με απαιτήσεις ισχύος, για έργα που θα αφήσουν εποχή και θα παραβιάσουν τα όρια των ειδών, θα ξεφύγουν απ᾽ την αρπάγη του χρόνου, θα απλωθούν σε σύμπαντα που ακόμη δεν γνωρίζουμε.
Δεν «καταβρόχθισα», δεν «διάβασα απνευστί», δεν «ρούφηξα», τη Θύελλα. Τη «διάβηκα ιχνηλατώντας» την σαν να είναι ένα κολοσσιαίο ποίημα/λαβύρινθος 890 σελίδων.
Ψυχολογία βάθους μες στο ματωμένο μακελειό, μες στο πανούργο πανηγύρι. Έρωτες που δεν σβήνουν την αυγή αλλά παρατείνονται μες στο δίπολο οδύνη/ηδονή, ανθίστανται μες στα αδυσώπητα γρανάζια της εξουσιομανίας, της διαστροφής, της προδοσίας, της χαμέρπειας, της κυνικότητας, και όπως συμβαίνει μαγικά στο Θαύμα του Ρόδου του Ζαν Ζενέ, μετατρέπουν όλα αυτά τα γρανάζια σε ευωδιαστές γιρλάντες. Το βλέπουν όλες και όλοι το θαύμα; Βλέπουν όλες και όλοι την μανιώδη μανία, το (ας επαναλάβω) πεισμωμένο πείσμα του Έλλροϋ να ανακαλύπτει διαμάντια στον υπόνομο και στη χαβούζα, να διακρίνει μοναδικά (αν εξαιρέσουμε τον Ζενέ) το θαύμα όχι του πάθους μόνο, όχι της σαρκικής έλξης μόνο, όχι του έρωτος μόνο, αλλά και της βαθιάς σπαραγμένης και σπαρακτικής αγάπης ανάμεσα ακόμα και σε βδελυρά καθάρματα, ακόμα και στα πιο ελεεινά αποβράσματα; Όχι, δεν το βλέπουν όλες, όχι δεν το βλέπουν όλοι, ιδίως στην άχαρη υπερμυωπική εποχή μας, όπου οι (δήθεν) εραστές γίνονται ψοφοδεείς και βάζουν την ουρά (αντί κάτι άλλο) στα σκέλια αμέσως μόλις προκύψει η πρώτη ημικακουχία, το πρώτο ανθυποτρίκλισμα, ο πρώτος μικροπερισπασμός.
Δεν «καταβρόχθισα», δεν «διάβασα απνευστί», δεν «ρούφηξα», τη Θύελλα. Δεν τη διάβασα καν σαν μυθιστόρημα. Την άκουσα σαν συμφωνία του Σοστακόβιτς, σαν το Ghosteen στη νιοστή, σαν ένα ταξίμι που διαρκεί ογδόντα ώρες. Τη μελέτησα όπως μελετούσα τη Φαινομενολογία του Νου του Ελέγου. Τη διάβηκα ιχνηλατώντας την σαν να είναι ένα κολοσσιαίο ποίημα/λαβύρινθος 890 σελίδων.
Σας συστήνω, σχεδόν σας εκλιπαρώ, να διαβάσετε έτσι τη Θύελλα. Και ο Θεός βοηθός – γιατί οι πόρτες είναι σμπαραλιασμένες και τα σκυλιά λυμένα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ίχνη και χνότα» (εκδ. Γαβριηλίδη).