Για το βιβλίο του Max Porter «Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά» (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Πόλις) και του Μάικ Μακόρμακ «Κόκαλα από ήλιο» (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Αντίποδες).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Εσωτερικός μονόλογος, παιχνίδια με τη διαλεκτική του χρόνου, η μέθοδος «θραύσμα θραυσμάτων», η τεχνική του cut-up, επικολλήσεις, σαμπλαρίσματα, ευφάνταστα λεκτικά παιχνίδια, ιεροί και ανίεροι γάμοι πεζού και ποίησης, μνείες και αναφορές (πότε ρητές και πότε υπόρρητες) σε ένδοξους προγόνους, σχεδόν παντού η σκιά του Μπόρχες, το κλείσιμο του ματιού στον Πύντσον, η ευλαβική υπόκλιση στον ΝτεΛίλλο, το μεθυσμένο (ακόμα κι αν πρόκειται για την νηφάλιο μέθη) νεύμα στον Μπάροουζ. Ιδιαίτερες αφηγήσεις πλουτίζουν τον λογοτεχνικό χάρτη, δίνουν ωραίες ωθήσεις στην αναζήτηση της καινοτομίας που δεν μένει στον άγονο φορμαλισμό αλλά ενέχει δυνατά, πολλές φορές συγκινητικά, περιεχόμενα. Ένας ούτε καν σαραντάρης Εγγλέζος και ένας Ιρλανδός πενηνταπεντάρης, υπογράφουν τα βιβλία που φόρτωσα συνεπαρμένος από το ξεχωριστό τους στυλ στον Σάκο Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη.
Η ποίηση γίνεται το μέγα αντίδοτο στην απώλεια, γίνεται μαθητεία στη ζωή, γίνεται θητεία και συνάμα άνθος ενάντιο (όπως έλεγε ο Νίκος Καρούζος) στο πένθος. Και η γλώσσα θριαμβεύει.
Ο Μαξ Πόρτερ (Max Porter, Χάι Γουάικομ, 1981), ο οποίος λατρεύει, όπως λέει σε πρόσφατη συνέντευξή του την αργκό, το χιπ-χοπ, και τα θαύματα που μπορείς να επιτελέσεις με την στρατιά των είκοσι τεσσάρων γραμμάτων της αλφαβήτου, έρχεται ήδη με το πρώτο του βιβλίο, το Η Θλίψη είναι ένα Πράγμα με Φτερά (ιδιοφυώς μεταφρασμένο από την έμπειρη Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Πόλις) να γοητεύσει ακόμα και τον πιο απαιτητικό βιβλιόφιλο. Πρόκειται για μυθιστόρημα-μοντάζ συναρμολογημένο από σπαράγματα λόγου, δυναμικά ενορχηστρωμένα, που μοιάζουν άλλοτε με κλασικά ποιήματα, άλλοτε με αποσπάσματα από θεατρικά του Τόμας Μπέρνχαρντ, και άλλοτε με φιλοσοφικούς στοχασμούς επικεντρωμένους σε μιαν άχαρη, διόλου φωτογενή, καθημερινότητα. Στη Θλίψη, έργο που μπορούμε να το συνοψίσουμε με τη φράση «Το πένθος είναι ένα μακρόπνοο σχέδιο» (σ. 109), συναντάμε ποιητές όπως ο Τεντ Χιουζ, η Σύλβια Πλαθ, και ο Ντύλαν Τόμας, συγγραφείς σκληρών αστυνομικών, όπως η Πατρίσια Χάισμιθ, μεγάλους της τζαζ και των μπλουζ όπως ο Τζον Κολτρέιν και ο Χάουλιν Γουλφ. Όλοι οι ήρωες, οι ομιλητές θα έλεγα, σ᾽ αυτήν την μυθιστορηματική ποστ-πανκ όπερα που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε σκηνοθετήσει ο αείμνηστος Κεν Ράσελ, παραμένουν ανώνυμοι: είναι απλώς Τα Αγόρια, ο Μπαμπάς, και το Κοράκι. Ο Μπαμπάς: «Ο μεθοδικός καταλογράφος κοινοτοπιών/ ευγνωμοσύνης, ο αυτοματοποιημένος αρχιτέκτονας/ της καθημερινότητας» (σ. 14). Τα Αγόρια: «Κατασκευάζαμε βάσεις, στρατόπεδα, κρησφύγετα,/ καταφύγια, φρούρια, μπούνκερ, κάστρα, φυλάκια, τούνελ και φωλιές» (σ. 77). Το Κοράκι: «Φίλος, δικαιολογία,/ deus ex machina,/ ανέκδοτο, σύμπτωμα, αποκύημα,/ της φαντασίας, φάσμα, πατερίτσα, παιχνίδι,/ βρικόλακας, φάρσα, ψυχαναλυτής και μπέιμπι σίτερ» (σ. 25). Η ποίηση γίνεται το μέγα αντίδοτο στην απώλεια, γίνεται μαθητεία στη ζωή, γίνεται θητεία και συνάμα άνθος ενάντιο (όπως έλεγε ο Νίκος Καρούζος) στο πένθος. Και η γλώσσα θριαμβεύει.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο πολιτικός μηχανικός Μάρκους Κόνγουεϊ, παλαιότερα φοιτητής θεολογίας και μετέπειτα κηπουρός, κάθεται στην κουζίνα της κατοικίας του, αναμένει, στοιχάζεται, επιδίδεται σε μια, επίσης φαινομενικά, αμοντάριστη σκηνοθεσία, τύπου Γιόνας Μέκας, σκηνοθεσία του φιλμ της έως τότε ζωής του.
Η γλώσσα θριαμβεύει επίσης στο μετατζοϋσικό/μεταγουαλασικό μονοφωνικό μυθιστόρημα Κόκαλα από Ήλιο (μετάφραση-για-βραβείο: Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Αντίποδες) του δυναμικότατου Μάικ Μακόρμακ (Mike McCormack, 1965), ο οποίος επίσης εστιάζει στο καθημερινό, στο κοινότοπο, στο φαινομενικά ασήμαντο και αδιάφορο για να συνθέσει, με μουσική μαεστρία πραγματικά, ένα μυθιστόρημα-κατεβατό, από το οποίο απουσιάζουν εντελώς η τελεία, το ερωτηματικό, και το θαυμαστικό – οι παράγραφοι χωρίζονται, όπως πολλές φορές συμβαίνει στα θεατρικά του Μπέρνχαρντ, απλώς με το να εκκινούν μια αράδα πιο κάτω. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο πολιτικός μηχανικός Μάρκους Κόνγουεϊ, παλαιότερα φοιτητής θεολογίας και μετέπειτα κηπουρός, κάθεται στην κουζίνα της κατοικίας του, αναμένει, στοιχάζεται, επιδίδεται σε μια, επίσης φαινομενικά, αμοντάριστη σκηνοθεσία, τύπου Γιόνας Μέκας, σκηνοθεσία του φιλμ της έως τότε ζωής του. Ταξιδεύει στο παρελθόν, σε ένα «κυκλικό όνειρο του χάους» (σ. 42), βλέπει την ξεχαρβαλωμένη κοινωνική/πολιτική/οικονομική κατάσταση της εποχής μας σαν ένα στροβιλιζόμενο μάτσο «εικόνες από το τέλος του κόσμου σε ένα b-movie», μιλάει για τελετές και ρυθμούς και τελετουργίες που «κρατάνε τον κόσμο όρθιο σαν κόκαλα από ήλιο» (εξ ου και ο τίτλος του μυθιστορήματος, σ. 108), μιλάει για την σύγχρονη τέχνη (η θυγατέρα του, η Άγκνες, είναι νεαρή ανερχόμενη εικαστικός), αντιμετωπίζει, λόγω επαγγέλματος, την πόλη σαν «νευρωνικό λαβύρινθο», σαν «γνωσιακό χάρτη» (σ. 164), εγκλείει, με την τεχνουργία της πολυπρισματικής σκέψης δεκάδες/εκατοντάδες/χιλιάδες μνήμες γεγονότων και τον σχολιασμό τους μέσα σε εξήντα λεπτά της ώρας (από τις 12 έως τη 1 το μεσημέρι), ελεεινολογεί για τη γραφειοκρατία και για τα λαμόγια και για τους τυχάρπαστους και για τους αφόρητα ελισσόμενους πολιτικούς, του λείπει οδυνηρά ο γιος του, ο Ντάρρα, στη σελίδα 231 το ρολόι λέει μία παρά είκοσι, στις σελίδες 306 και 307 παραληρεί οργανωμένα για την «εσωτερική χάρη» που αποπνέει ένα «αδιανόητο κατασκεύασμα» όπως το κλαμπ σάντουιτς, προηγουμένως, στις σελίδες 282 και 283, μιλάει με τρόπους που θυμίζουν Χέγκελ και Χάιντεγκερ διασκευασμένους από τον Ρέιμοντ Κάρβερ, για την έννοια του χρόνου («ο χρόνος εδώ δεν προχωρά και όλα τα πράγματα, μαζί τους κι εγώ, αιωρούνται σε μια παγωμένη διάρκεια, μια στιγμή που παρατείνεται στο άπειρο στριφογυρίζοντας σαν γρανάζι που έχει φύγει απ᾽ τη θέση του, μια ακινήσία που μέσα της δεν θα στομώσει κανένα μαχαίρι […] ο ίδιος ο χρόνος εδώ θα αποσυντεθεί, θα αφανιστεί εντελώς […] στην αντίρροπη δύναμη ολόκληρου του κόσμου […] όπου όλα τα πράγματα είναι ανάποδα, ένα βασίλειο στο οποίο το ψωμί χύνεται και το νερό κόβεται και οι σκιές μας έχουν βαρεθεί και έχουν σηκωθεί κι έχουν φύγει μακριά μας ακολουθώντας τις υπόλοιπες σκιές»), σελίδες και σκέψεις που προιωνίζονται το αναπάντεχο, συνταρακτικό (και πάλι: χωρίς τελεία, ερωτηματικό ή θαυμαστικό) τέλος του τέλους κάθε στιγμής και μνήμης και φράσης και σκέψης του αφηγητή. Ας (παρ)ενθέσω εδώ ότι και ο Μαξ Πόρτερ καταπιάνεται με την έννοια και την υφή του χρόνου, ποιητικά/ανατρεπτικά, χλευάζοντας μάλλον το αδυσώπητο κύλισμα των δευτερολέπτων και αντιπαραθέτοντας στο «χρειάζεστε» χρόνο ένα όχι, δεν χρειαζόμασταν χρόνο, εμείς χρειαζόμασταν «απορρυπαντικά, αντιψειρικά/ σαμπουάν, αυτοκόλλητα ποδοσφαίρου, μπαταρίες/ τόξα, βέλη, τόξα, βέλη» καθώς και «Σαίξπηρ, Ιμπν Αραμπί, Σοστακόβιτς, Χάουλιν Γουλφ».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ίχνη και χνότα» (εκδ. Γαβριηλίδη).
Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά
Max Porter
Μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου
Πόλις 2018
Σελ. 128, τιμή εκδότη €12,00
Κόκαλα από ήλιο
Μάικ Μακόρμακ
Μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς
Αντίποδες 2018
Σελ. 336, τιμή εκδότη €14,00