Πέντε σύγχρονα βιβλία μεταφρασμένης πεζογραφίας, τα οποία αναδεικνύουν τις πολλές εκφάνσεις της μητρότητας και την πολυσήμαντη σχέση μάνας-κόρης (τα τέσσερα από τα πέντε).
Γράφει η Φανή Χατζή
Ο E.M. Forster έγραψε στην Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ πως «εάν μπορούσαν να βρεθούν οι μητέρες από διάφορα έθνη, δεν θα υπήρχαν πια πόλεμοι». Είναι, όμως, η φιγούρα της μητέρας τόσο εξιδανικευμένη στη σύγχρονη λογοτεχνία; Πέντε μεταφρασμένα μυθιστορήματα από διαφορετικές ηπείρους που κυκλοφόρησαν φέτος επαναπροσδιορίζουν την έννοια της μητρότητας φέρνοντας στο προσκήνιο μητέρες από «διάφορα έθνη» που δεν είναι τέλειες, κάνουν λάθη, και δημιουργούν τους δικούς τους «πολέμους» στο μικροεπίπεδο της καθημερινότητας.
Σαν Αέρας της Άντα Ντ’ Αντάμο – Μητρότητα, αναπηρία και ασθένεια
Στο αυτοβιογραφικό Σαν Αέρας, (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Ψυχογιός), η Ιταλίδα χορεύτρια και δοκιμιογράφος Άντα Ντ’ Αντάμο [Ada D' Adamo] απευθύνεται στην κόρη της, Ντάρια (Ντ’ άρια = σαν αέρας), την οποία πρόκειται σύντομα να αποχωριστεί. Το βιβλίο ολοκληρώνεται τον Σεπτέμβρη του 2023, η συγγραφέας πεθαίνει από καρκίνο του μαστού τον Απρίλιο του 2024 και τον Ιούλιο λαμβάνει μετά θάνατον το σημαντικό βραβείο Strega. Ο αποχαιρετισμός προς την κόρη της είναι μια νηφάλια ανασκόπηση της κοινής τους ζωής, γεμάτη τρυφερότητα, οικειότητα αλλά και το διαρκές πένθος για μια άλλη πραγματικότητα.
Η Ντάρια έρχεται στον κόσμο συνοδευόμενη από βαρύγδουπους ιατρικούς όρους που βρίσκουν τους γονείς της απροετοίμαστους, ενώ θα έπρεπε να έχουν προειδοποιηθεί από τον προγεννητικό έλεγχο: «αγενεσία του μεσολοβίου», «ολοπροσεγκεφαλία» «υποπλασία του οπτικού χιασμού». Το αποστειρωμένο ιατρικό ανακοινωθέν αφήνει τη μητέρα έκθετη να διαχειριστεί μια άγνωστη κατάσταση, ενώ οι γιατροί αποδεικνύονται ανεπαρκείς, κάποιοι δειλοί να αναλάβουν ευθύνες, κάποιοι ειρωνικοί, χωρίς υπομονή να της δείξουν πώς να φροντίσει ένα παιδί με μεγάλη αναπηρία.
Η ζωή τους, έκτοτε, βουτηγμένη στις ιατρικές πράξεις, στα νοσοκομεία, στα κέντρα υγείας και αποκατάστασης, είναι αυτή που άλλοι γονείς κοιτούν συγκαταβατικά, με την ευχή «μακριά από εμάς». Αυτή την καθημερινότητα ανασυνθέτει η συγγραφέας, διεκδικώντας χώρο και ορατότητα για τις ζωές που διάγουν τα ανάπηρα παιδιά και οι φροντίστριες μητέρες τους. Παραφράζοντας ένα ρητό που χρησιμοποιεί η συγγραφέας, η καταγραφή της είναι ένας τρόπος να φύγει από την κυριαρχία του πόνου. Γι’ αυτό, εστιάζει σε αυτόν, αν και σε πολλά σημεία δηλώνει ανίκανη να τον περιγράψει, θυμάται τις στιγμές που έψεγε την ανικανότητά της ή αυτή των δομών υγείας και παιδείας, τις τύψεις, τα άγχη και την ανησυχία.
Σε αυτή τη βαθιά αλλά όχι εκβιαστικά συναισθηματική μαρτυρία, η Ντ’ Αντάμο παρατήρησε έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος για «κανονικά» παιδιά και τον αγώνα μιας μητέρας να πλάσει μια ασπίδα γύρω από το «μη κανονικό» παιδί της...
Καθώς η Ντάρια έχει περιορισμένη όραση, σχεδόν μηδενική κίνηση και ομιλία, το σημείο επαφής μάνας και κόρης είναι εξαρχής το σώμα και όχι η γλώσσα. Η γυναίκα που χόρευε από τριών χρόνων ελέγχοντας το σώμα της σε κάθε του άκρο, βιώνει αρχικά την τετραπληγία της κόρης σαν μια ειρωνεία της ζωής. Ο χορός όμως της δίνει τελικά τα εργαλεία να κατανοήσει το σώμα της κόρης της στον χώρο, να χαρτογραφήσει τα αχαρτογράφητα σημεία της και να βρει κλειδιά επικοινωνίας. Ο καρκίνος τις καταδικάζει αρχικά σε σωματική αποξένωση, καθώς το έφηβο σώμα της μικρής γίνεται όλο και πιο δύσκαμπτο και της μαμάς ολοένα και πιο αδύναμο, στη συνέχεια, όμως, τους προσφέρει μια αναπάντεχη ταύτιση. Η ασθένεια εγγράφεται πλέον στα σώματά τους με κοινές εκδηλώσεις.
Σε αυτή τη βαθιά αλλά όχι εκβιαστικά συναισθηματική μαρτυρία, η Ντ’ Αντάμο παρατήρησε έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος για «κανονικά» παιδιά και τον αγώνα μιας μητέρας να πλάσει μια ασπίδα γύρω από το «μη κανονικό» παιδί της, ενώ με τη μεσολάβηση της αφοπλιστικής ειλικρίνειας των παιδιών που συναναστράφηκαν τη Ντάρια αποδομεί τη διάκριση αυτή. Εμπλουτισμένο με σκέψεις για το δικαίωμα στην άμβλωση, τον αποξενωμένο γάμο, τον φόβο για την αρρώστια, το γράμμα αυτής της μητέρας έχει τελικά περισσότερο οικουμενική παρά προσωπική απεύθυνση.
Για πάντα της Κλερ Κιλρόι – Η μητρότητα ως έμφυλη αδικία
Η Κλερ Κιλρόι [Claire Kilroy] είναι μια από τις διασημότερες σύγχρονες Ιρλανδές συγγραφείς. Πριν γίνει μητέρα, το 2012, εξέδιδε ένα βιβλίο ανά τρία χρόνια, ευλαβικά. Το 2015, χρονιά που θα έπρεπε να τηρηθεί η «παράδοση», αντί για βιβλίο, δημοσίευσε το εξομολογητικό κείμενο F is for Phone για την πνευματική αποστράγγιση που της προκάλεσε η μητρότητα, δίνοντας την υπόσχεση να επιστρέψει σύντομα στη γραφή. Η επαναφορά έγινε το 2023 με το Για πάντα (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Παπαδόπουλος),και ήταν τόσο δυναμική, που εξασφάλισε στη συγγραφέα μια υποψηφιότητα για το Women’s Prize for Fiction και αρκετές μεταφράσεις σε χώρες στις οποίες δεν ήταν γνωστή, όπως η δικιά μας.
Στο διάστημα που μεσολάβησε, η συγγραφέας μετουσίωσε την εμπειρία της σε όπλο γραφής, καθώς το Για πάντα αφορά τα πρώτα στάδια της μητρότητας, από τη μεταγεννητική φρενίτιδα μέχρι την ηπιότερη νηπιακή ηλικία. Μια ανώνυμη μητέρα απευθύνεται στο παιδάκι της, με τη δέσμευση να του πει όλη την αλήθεια για τα πρώτα ταραχώδη χρόνια της σχέσης τους. Πέραν της πληροφορίας ότι η ηρωίδα της Κιλρόι είναι συγγραφέας, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατάθεση είναι αυτοβιογραφική. Εξάλλου, δεν υπάρχει γλαφυρό περικείμενο, μόνο μια μαμά-στρατιώτης (soldier) που εξομολογείται στο ναυτάκι της (sailor). Οι δυο τους δίνουν τον αγγλικό τίτλο του βιβλίου (Soldier Sailor).
Η Κλερ Κιλρόι είναι εξαρχής αφοπλιστικά ωμή με αυτό που περιγράφεται συνήθως ως το «ωραιότερο δώρο» της ζωής. Μάλιστα, οι στιγμές ευγνωμοσύνης και πληρότητας που υπόσχεται το αφήγημα αυτό είναι λίγες μπροστά στα βάσανα που έχει να υπομείνει η νέα μητέρα. Μολονότι η Ιρλανδή συγγραφέας τραγικοποιεί την ανιαρή και επίπονη καθημερινότητα του «στρατιώτη» της, απενοχοποιώντας τις μύχιες σκέψεις που σπάνια ξεστομίζονται, παράλληλα δείχνει ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι ότι η ηρωίδα της είναι κακή μητέρα, αλλά ότι είναι μόνη της. Ο άνδρας απών, συνεχίζει τη ζωή του κανονικά, πηγαίνει στη δουλειά, κοιμάται επαρκώς και φροντίζει τον εαυτό του, ενώ αυτή παραδίδεται πλήρως στο μωρό της. Όπως και η ίδια παρατηρεί, αυτή είναι ο «στρατιώτης στα χαρακώματα» και ο σύζυγός της ο στρατηγός που δίνει οδηγίες από μακριά.
Η μητρότητα εξετάζεται ως μια έμφυλη αδικία, που εξαντλεί, αλλάζει και επιβαρύνει τη γυναίκα, της αφαιρεί κάθε άλλη έκφανση της προσωπικότητάς της, περιορίζοντάς την σε έναν ρόλο.
Για την Κιλρόι υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά στο μεγάλωμα ενός παιδιού, μια έμφυλη ανισότητα που η κοινωνία συντηρεί και από την οποία οι άνδρες επωφελούνται. Η μητρότητα εξετάζεται ως μια έμφυλη αδικία, που εξαντλεί, αλλάζει και επιβαρύνει τη γυναίκα, της αφαιρεί κάθε άλλη έκφανση της προσωπικότητάς της, περιορίζοντάς την σε έναν ρόλο. Με μια γραφή που ακολουθεί τις συναισθηματικές μεταπτώσεις της αφηγήτριας, άλλοτε τραχιά όταν σπάνε τα νεύρα της και άλλοτε λυρική και τρυφερή προς το μωρό της, η Κιλρόι παραδίδει μια πολύ ισχυρή πραγματεία για την προσαρμογή στη μητρότητα και τους ανομολόγητους φόβους που αυτή συνεπάγεται.
Πώς να αγαπάς την κόρη σου της Χιλά Μπλουμ – Η σχέση γονέα-τέκνου ως διαρκής αγώνας
Το μυθιστόρημα της Χιλά Μπλουμ [Hila Blum] Πώς να αγαπάς την κόρη σου, (μτφρ. Μάγκυ Κοέν, εκδ. Gutenberg) το οποίο βραβεύτηκε το 2021 με το σημαντικότερο βραβείο λογοτεχνίας του Ισραήλ, το Σαπίρ, ξεκινά με έναν παράδοξο τρόπο. Μια γυναίκα παρακολουθεί από μακριά το εσωτερικό ενός σπιτιού. Επιδίδεται σε αυτή την «κατασκοπία» επειδή θέλει να δει για πρώτη φορά τις εξάχρονες εγγονές της, αφού η κόρη της την έχει αποκλείσει από τη νέα της ζωή. Πώς έφτασαν μέχρι εδώ; Πώς μπορεί μια κόρη να μη μιλάει πλέον στη μητέρα της;
Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα προσπαθεί να βρει η αφηγήτρια, Γιοέλα. Πασχίζοντας να καταλάβει, στήνει ένα δικαστήριο με εισαγγελέα και κατηγορούμενη την ίδια. Μέσα από αναδρομές σε μικροεπεισόδια του παρελθόντος, σκιαγραφεί τη σχέση της με την κόρη της, Λέα. Η Γιοέλα λατρεύει την κόρη της από τη στιγμή που τη γεννά, είναι η μοναδική της πηγή χαράς, δηλώνει ερωτευμένη μαζί της. Η Λέα μεγαλώνει με αγάπη και τρυφερότητα, γίνεται μια έφηβη με ωραία προσωπικότητα και οι δυο τους επιδίδονται σε μυστικές ιεροτελεστίες, σαν να είναι οι καλύτερες φίλες. Το μόνο που επισκιάζει τη σχέση των δύο τους είναι κάποιες μικροτριβές. Η Γιοέλα μιλά απότομα στην κόρη της, χάνει την υπομονή της και εκρήγνυται. Πάντοτε, όμως, επανέρχεται στον στοργικό της ρόλο δριμύτερη.
Αυτή είναι, τουλάχιστον, η εκδοχή που μας αποκαλύπτεται. Γιατί, όσο κι αν η Γιοέλα πασχίζει να δει σε τι έφταιξε, ανατρέχοντας ακόμα και στη λογοτεχνία, σε χωρία των Άτγουντ, Μονρό, Γουίντερσον που αφορούν τη σχέση μάνας-κόρης, αδυνατεί να καταλάβει ότι δεν μπορεί να είναι η πιο αξιόπιστη αφηγήτρια για τη ζωή της κόρης της. Όσο κι αν είναι η καλύτερη μάρτυρας της δικής της παιδικής ηλικίας, η καλύτερη στο να εντοπίζει τα λάθη της μητέρας της, δεν είναι αρμόδια να ερευνά τα δικά της λάθη. Η αλήθεια αναγκαστικά θα μείνει μετέωρη, αφού δεν θα ενσωματώσει ποτέ την άλλη οπτική, μόνο μέσα από ψήγματα εικάζουμε τι μπορεί να πήγε λάθος.
Τη μεγαλύτερη ανησυχία, ωστόσο, προκαλεί η αίσθηση ότι ίσως δεν υπάρχει μια απόλυτη δικαιολόγηση, μια σχέση αιτίου-αιτιατού ανάμεσα στο αποξενωμένο παρόν και τα γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν.
Στο ήδη μελαγχολικό ύφος της απορίας που κατατρώει τη Γιοέλα, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου προστίθεται και ένα κλίμα αγωνίας, σχεδόν ψυχολογικού θρίλερ. Τη μεγαλύτερη ανησυχία, ωστόσο, προκαλεί η αίσθηση ότι ίσως δεν υπάρχει μια απόλυτη δικαιολόγηση, μια σχέση αιτίου-αιτιατού ανάμεσα στο αποξενωμένο παρόν και τα γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν. Είναι μια πιθανή πραγματικότητα, ακόμα κι αν φαντάζει παράδοξη, ότι πολλές φορές οι καλές προθέσεις των γονέων δεν οδηγούν σε καλές αποφάσεις για τα παιδιά.
Η αληθινή ζωή της Μίκα της Εμίκο Τζιν – Τεκνοθεσία, Ενηλικίωση και Ταυτότητα
Ένα βιβλίο που προσεγγίζει τη μητρότητα μέσα από ένα ιδιαίτερο πρίσμα και έναν γλυκόπικρο τόνο είναι η Αληθινή ζωή της Μίκα (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Παπαδόπουλος), της Εμίκο Τζιν [Emiko Jean]. Η Μίκα Σουζούκι, μια τριανταπεντάχρονη Αμερικανογιαπωνέζα που είχε δώσει προς τεκνοθεσία την κόρη της πριν από δεκαέξι χρόνια, λαμβάνει μια μέρα ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα. Η Πένι, μια έφηβη που θέλει να γνωρίσει τη βιολογική της μητέρα, βρίσκεται στην άλλη γραμμή. Οι δυο τους θα επανασυνδεθούν, προσπαθώντας να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο.
Η Μίκα νιώθει ανεπαρκής για την κόρη της. Χωρίς να έχει τίποτα εντυπωσιακό να επιδείξει στο «βιογραφικό» της, παρά μόνο μια απογοητευτική ερωτική ζωή, αναλώσιμες δουλειές, ένα ακατάστατο μικρό σπίτι που μοιράζεται με την κολλητή της, παρομοιάζει τη ζωή της με «πύργο Τζένγκα μετά από πολλή ώρα παιχνιδιού». Η ανάγκη να αποτελέσει ένα πρότυπο για την κόρη της την οδηγεί στο ψέμα. Έτσι, όταν η Πένι και ο θετός της πατέρας την επισκέπτονται, η Μίκα εφευρίσκει μια εναλλακτική, ωραιοποιημένη εκδοχή της ζωής της. Η πλοκή υποδέχεται κι άλλες ανατροπές, οι οποίες παραλλάσσουν το διακύβευμα, αλλά παραμένουν στο ίδιο μοτίβο: στις επιπτώσεις που εκκολάπτονται από τα μικρά λευκά ψέματα.
Η Εμίκο κατανοεί την επιλογή της Μίκα να δώσει την Πένι προς τεκνοθεσία στα νιάτα της, ως δικαίωμα και επέκταση του αναπαραγωγικού της δικαιώματος, χωρίς να φορτώνει την ηρωίδα της με πικρία ή μετάνοια για την επιλογή της. Ωστόσο, το ότι η Μίκα προσέφερε στην κόρη της μια καλύτερη ζωή δεν συνεπάγεται ότι η ίδια μπόρεσε να χτίσει τη δική της ομαλά. Η «αληθινή ζωή» της Μίκα, που δίνεται μέσα από αναδρομικές εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, περιλαμβάνει μεγάλες δόσεις ανεπίλυτου τραύματος. Με εξαίρεση ορισμένες στιγμές στις οποίες η Μίκα αισθανόταν την έλλειψη της Πένι σαν ένα κενό, στην πραγματικότητα το συνονθύλευμα πικρίας, απωθημένων και χαμένων ονείρων που ένιωθε όλα τα χρόνια πριν τη γνωριμία τους, δεν σχετίζεται με την κόρη της.
Αμφισβητώντας τα στερεότυπα για τους θετούς και βιολογικούς δεσμούς γονέων-τέκνων, προτάσσει ένα ιδιάζον αλλά εκσυγχρονισμένο οικογενειακό μοντέλο.
Η Εμίκο Τζιν, μια συγγραφέας που προέρχεται από τον χώρο της νεανικής λογοτεχνίας, δεν φοβάται να εντάξει σε ένα σχετικά feelgood μυθιστόρημα ζητήματα ελευθερίας, κακοποίησης και επαφής με την ιαπωνική κουλτούρα. Αμφισβητώντας τα στερεότυπα για τους θετούς και βιολογικούς δεσμούς γονέων-τέκνων, προτάσσει ένα ιδιάζον αλλά εκσυγχρονισμένο οικογενειακό μοντέλο. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι δημιουργεί μια ιστορία ενηλικίωσης, πλάθοντας την Μίκα ως έναν χαρακτήρα που πασχίζει να συμφιλιωθεί με τη μητέρα της ταυτόχρονα με τον ρόλο της ίδιας ως μητέρας.
Η μοναχοκόρη της Γκουαδαλούπε Νέτελ – Η μητρότητα ως ένα φάσμα δυνατοτήτων
Η Μεξικανή συγγραφέας Γκουαδαλούπε Νέτελ [Guadalupe Nettel] προσεγγίζει τη μητρότητα με έναν φασματικό τρόπο, ο οποίος συμπεριλαμβάνει ακόμα και τη συνειδητή επιλογή της ατεκνίας. Το πιο πρόσφατό της βιβλίο, Η μοναχοκόρη, (μτφρ. Νάννα Παπανικολάου, εκδ. Ίκαρος), που βρέθηκε στη βραχεία λίστα του Διεθνούς Βραβείου Μπούκερ για το 2023, αποδεικνύει ότι το ζήτημα της μητρότητας, σήμερα, είναι ανεπίδεκτο απόλυτων κρίσεων και δε χωράει σε καλούπια ορθής ή λανθασμένης επιλογής.
Η Λάουρα είναι μια τριαντάχρονη υποψήφια διδάκτορας, η οποία, μετά από αρκετά χρόνια σπουδών στην Ευρώπη, επιστρέφει στη γενέτειρά της, την Πόλη του Μεξικού, για να ολοκληρώσει τη διατριβή της. Η νεαρή αυτή αφηγήτρια δηλώνει ορκισμένη εχθρός της τεκνοποιίας και μάλιστα επισφραγίζει την απόφαση αυτή με τη μη αναστρέψιμη εγχείρηση απολίνωσης σαλπίγγων. Με την επιστροφή της, η Λάουρα ανυπομονεί να δει την αγαπημένη της φίλη Αλίνα, με την οποία κάποτε μοιράστηκαν όρκους ατεκνίας. Όταν αυτή της ανακοινώνει ότι δεν συμμερίζεται πλέον την ίδια άποψη και μάλιστα προσπαθεί ενεργά με το σύντροφό της να γίνουν γονείς, η Λάουρα νιώθει προδομένη.
Αυτή η άτεγκτη στάση αρχίζει να κάμπτεται, καθώς ρανίδες συναισθημάτων εισχωρούν στη ζωή της. Η απίστευτη χαρά της Αλίνας όταν συλλαμβάνει αλλά και ο απύθμενος πόνος όταν δέχεται μια ανησυχητική διάγνωση για το έμβρυο δεν αφήνουν ασυγκίνητη τη Λάουρα. Το ίδιο και το σπαρακτικό κλάμα του μικρού γείτονά της, Νίκολας και η εξάντληση της μητέρας του, Ντόρις. Βιώνοντας από κοντά τις εμπειρίες των άλλων γυναικών στον περίγυρό της, η Λάουρα βλέπει τις πολεμικές θέσεις της να αμβλύνονται. Οι αιχμηρές της διατυπώσεις μετασχηματίζονται σε πιο διαλλακτικές τοποθετήσεις.
Βιώνοντας από κοντά τις εμπειρίες των άλλων γυναικών στον περίγυρό της, η Λάουρα βλέπει τις πολεμικές θέσεις της να αμβλύνονται. Οι αιχμηρές της διατυπώσεις μετασχηματίζονται σε πιο διαλλακτικές τοποθετήσεις.
Η μητρότητα για τη Νέτελ δεν είναι απλώς ένας άρρηκτος και γραμμικός βιολογικός δεσμός. Αντίθετα, εμφανίζεται σε αποχρώσεις και αόρατες εκφάνσεις, οι οποίες ξεδιπλώνονται μέσα από την αφήγηση. Η μητέρα που κουράστηκε να είναι μητέρα, αυτή που αναγνωρίζει ότι μπορεί να μοιραστεί τη γονεϊκότητα με άλλα υποκατάστατα μητέρας, ή η μητέρα που δε θέλει να γεννήσει αλλά μπορεί να σταθεί μητρικά στο παιδί μιας άλλης γυναίκας, είναι κάποια είδη που παρελαύνουν μέσα από τους ενδιαφέροντες γυναικείους χαρακτήρες που πλάθει η Μεξικανή συγγραφέας. Τα όρια μεταξύ μητρότητας και φροντίστριας είναι ρευστά, η μια υποκαθιστά την άλλη και το παραδοσιακό πρότυπο οικογένειας αποκαθηλώνεται από το βάθρο του.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.