Τρεις μεταφραστικές απόπειρες ενός ποιήματος του Luis García Montero αφιερωμένο στην Almudena Grandes, που απεβίωσε πρόσφατα.
Tου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Στις 27 Νοεμβρίου 2021 απεβίωσε στα 61 της χρόνια εξαιτίας ενός καρκίνου, η πολύ σημαντική ισπανίδα συγγραφέας Αλμουδένα Γκράντες [Almudena Grandes], δημιουργός, μεταξύ πολλών άλλων, του μυθιστορήματος Malena es un nombre de tango - Μαλένα είναι το όνομα ενός τάνγκο, μτφρ. Λήδα Παλλαντίου, εκδ. Πατάκη.
H συγγραφέας υπήρξε σύντροφος ενός από τους σπουδαίους ποιητές της Ισπανίας σήμερα, του Γραναδίνου Λουίς Γκαρθία Μοντέρο [Luis García Montero]. Οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1992, όταν εκείνη ήταν 32 χρόνων και ζούσε στη Μαδρίτη, παντρεμένη και με έναν γιο, τον Μάουρο· και εκείνος 34, κάτοικος Γρανάδας, επίσης παντρεμένος, με μία κόρη, την Ιρένε. Η θυελλώδης σχέση τους, μυστική και «παράνομη» στην αρχή (παντρεύτηκαν το 1996 και απέκτησαν μαζί μία κόρη, την Ελίσα), βρήκε καταφύγιο τους πρώτους μήνες στο σπίτι μιας φίλης της συγγραφέως, στη Μαδρίτη, στην οδό Σάντα Ισαμπέλ. Τις συναντήσεις εκείνες αποτύπωσε ο Λουίς σε ένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα, που φέρει τον τίτλο «La ciudad de agosto».
«Είχα την τύχη να ζήσω σχεδόν 30 χρόνια με τον έρωτα της ζωής μου, όταν υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν δίχως καν να τον έχουν γνωρίσει»
To ποίημα αυτό διαβάσαμε, αναλύσαμε και μεταφράσαμε στα ελληνικά με τρεις μεταπτυχιακούς φοιτητές του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, «Μετάφραση – Διερμηνεία» κατά το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2021/22. Ακολουθούν το ποίημα και οι τρεις εκδοχές του στα ελληνικά.
Πριν, όμως, κλείνοντας αυτό το εισαγωγικό σημείωμα, τίποτα καλύτερο από τα λόγια του ποιητή καθώς αποχαιρετούσε την Αλμουδένα: «Είχα την τύχη να ζήσω σχεδόν 30 χρόνια με τον έρωτα της ζωής μου, όταν υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν δίχως καν να τον έχουν γνωρίσει».
Luis García Montero, «La ciudad de agosto»
Estoy en la ciudad del calor soportado,
en la ciudad que vive a ritmo de transbordo.
Calle Santa Isabel, número 19,
donde acuden los taxis con mirada
de perro cazador
y la escalera tiene voluntad
de mano que se cierra,
de mano que se cierra porque esconde
por ejemplo una joya,
una esmeralda de color memoria,
un sueño que se quiere defender,
como dos cuerpos se defienden cuando están abrazados,
como dos cuerpos que se aman
con una minuciosa voluntad de tormenta,
como dos cuerpos que ya saben
la hora que jamás olvidarán,
el caribe metálico de los ventiladores,
la sombra de sus aspas en el techo,
o las huellas azules,
las alas del avión que vuelve a irse,
en la ciudad de agosto,
en un piso segundo,
en un rincón del viento.
Λουίς Γκαρθία Μοντέρο, «Η αυγουστιάτικη πόλη», Μετάφραση: Παναγιώτης Αράπογλου
Βρίσκομαι στην πόλη της ευκολοβάσταχτης ζέστης,
στην πόλη που ζει στο ρυθμό της μετεπιβίβασης.
Οδός Σάντα Ισαβέλ, αριθμός 19,
εκεί που τα ταξί σπεύδουν με βλέμμα
κυνηγόσκυλου
και η σκάλα έχει τη θέληση
ενός χεριού που κλείνει,
ενός χεριού που κλείνει γιατί κρύβει
παραδείγματος χάριν ένα κόσμημα,
ένα σμαράγδι στο χρώμα της μνήμης,
ένα όνειρο που θέλει να προστατέψει εαυτόν,
σαν δύο σώματα που αλληλοπροστατεύονται όταν είναι αγκαλιασμένα,
σαν δύο σώματα που κάνουν έρωτα
με μια λεπτολόγο θέληση καταιγίδας,
σαν δύο σώματα που ήδη γνωρίζουν
την ώρα που δεν θα ξεχάσουν ποτέ,
το μεταλλικό τυρκουάζ των ανεμιστήρων,
τη σκιά των πτερυγίων τους στο ταβάνι,
ή τα μπλε αποτυπώματα,
τα φτερά του αεροπλάνου που ξαναφεύγει,
στην αυγουστιάτικη πόλη,
σε κάποιον δεύτερο όροφο,
σε κάποια γωνιά του ανέμου.
Λουίς Γκαρθία Μοντέρο, «Η αυγουστιάτικη πόλη», Μετάφραση: Μιχάλης Λάγγας
Βρίσκομαι στην πόλη της υποφερτής ζέστης,
στην πόλη που ζει σε ρυθμούς μετεπιβίβασης.
Οδός Σάντα Ισαμπέλ 19,
όπου τα ταξί πηγαινοέρχονται κοιτώντας
σαν κυνηγόσκυλα
και η σκάλα έχει τη θέληση
ενός χεριού που κλείνει σφιχτά,
ενός χεριού που κλείνει σφιχτά επειδή κρύβει
για παράδειγμα ένα κόσμημα,
ένα σμαράγδι στο χρώμα της μνήμης,
ένα όνειρο που θέλει να προστατεύσει τον εαυτό του,
όπως δύο σώματα προστατεύονται όταν αγκαλιάζονται,
όπως δύο σώματα που αγαπιούνται
με μια σχολαστική θέληση καταιγίδας,
σαν δύο σώματα που ήδη γνωρίζουν
την ώρα που δεν θα ξεχάσουν ποτέ,
το γαλαζοπράσινο μέταλλο από τους ανεμιστήρες,
τη σκιά από τα πτερύγιά τους στο ταβάνι,
ή τα μπλε αποτυπώματα,
τα φτερά του αεροπλάνου που φεύγει γι’ άλλη μια φορά,
στην αυγουστιάτικη πόλη,
σε κάποιον δεύτερο όροφο,
σε κάποια γωνιά του ανέμου.
Λουίς Γκαρθία Μοντέρο, «Η αυγουστιάτικη πόλη», Μετάφραση: Σταυρούλα Νικηφορίδου
Βρίσκομαι στην πόλη της υποφερτής ζέστης,
στην πόλη που ζει σε ρυθμό μετεπιβίβασης.
Οδός Santa Isabel, αριθμός 19,
εκεί όπου τα ταξί διαδέχονται το ένα τ’ άλλο, με βλέμμα
κυνηγόσκυλου
και η σκάλα έχει τη βούληση
μιας παλάμης που κλείνει,
μιας παλάμης που κλείνει επειδή κρύβει
για παράδειγμα ένα κόσμημα,
ένα σμαράγδι στο χρώμα της μνήμης,
ένα όνειρο που θέλει να προστατεύσει τον εαυτό του,
όπως δύο σώματα αλληλοπροστατεύονται όταν είναι αγκαλιασμένα,
όπως δύο σώματα που αγαπιούνται
με μια σχολαστική βούληση καταιγίδας,
όπως δύο σώματα που ήδη γνωρίζουν
την ώρα που δε θα ξεχάσουν ποτέ,
το γαλαζοπράσινο μέταλλο του ανεμιστήρα,
τη σκιά των πτερυγίων του στο ταβάνι,
ή τα μπλε αποτυπώματα,
τα φτερά του αεροπλάνου που αναχωρεί και πάλι,
στην αυγουστιάτικη πόλη,
σ’ έναν δεύτερο όροφο,
σε μια γωνιά του ανέμου.
* Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ είναι καθηγητής Εφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας με ειδικό αντικείμενο την Ισπανική Λογοτεχνία στο ΑΠΘ.