
Τέσσερις εκδόσεις για τη μελέτη, το σήμερα και το άλλοτε της Αθήνας. Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία της Διονυσίας Αλεξιάδου, από το λεύκωμα των εκδόσεων Καπόν «Η Αθήνα στον καιρό της πανδημίας».
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Περίκλειστη στον εαυτό της και συνάμα με έναν ουρανό που σε προσκαλεί να τη συναντήσεις. Όμορφη στα σημεία που το κλέος του παρελθόντος της αντηχεί ακόμη, την ίδια στιγμή που άλλα σημεία της κραυγάζουν για την παντελή έλλειψη αισθητικής.
Μια πόλη μεγάλη, χαοτική, εκρηκτική· μια παράξενη νύμφη που δεν ξέρεις αν η μεγάλη γοητεία της είναι η αμφίθυμη διάθεση που απιθώνει μέσα σου ή η κρυφή χάρη της που ίπταται πάνω από τα κτήρια (παλιά και νέα) σαν διαρκής υπόσχεση.
Η Αθήνα δεν είναι μια μόνο εικόνα, αλλά πολλές, συχνά αλληλοκαλυπτόμενες και αντιφατικές. Μια πόλη αρχαία που στις μέρες μας ανασκάπτεται με αμφίβολα αποτελέσματα ως προς τη λειτουργικότητα του εγχειρήματος. Σύγχρονη και αρχαϊκή, πολυδαίδαλη, αλλά και γλυκά μαιανδρική.
Φευ, το πρόβλημα με την Αθήνα ήταν πάντα τούτο: η πλειοψηφία των κατοίκων της ζουν εντός της, αλλά δεν βιώνουν πραγματικά την ουσία της.
Από τις πάμπολλες εκδόσεις που αναφέρονται στο κλεινόν άστυ, το τελευταίο διάστημα έχουν εκδοθεί κάποιες που αξίζει τον κόπο να μελετήσει κανείς, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει μια καλύτερη σχέση με την πόλη του. Φευ, το πρόβλημα με την Αθήνα ήταν πάντα τούτο: η πλειοψηφία των κατοίκων της ζουν εντός της, αλλά δεν βιώνουν πραγματικά την ουσία της.
Μερικές στιγμές Ιστορίας
Ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό, αλλά το 1458, πέντε χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Αθήνα έπειτα από μια ειρηνική διευθέτηση, καθώς είχε προηγηθεί η συνθηκολόγηση του Δούκα Acciauioli το 1458.
Για την ιστορική αλήθεια αξίζει να σημειώσουμε πως ο Μωάμεθ ο Πορθητής εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στην είσοδο των Οθωμανών στην πόλη, με σκοπό να θαυμάσει τα αρχαία της Ακρόπολης.
Μια ακόμη αυταπόδεικτη ιστορικά αλήθεια είναι ότι σε αντίθεση με τους Δυτικούς, οι Τούρκοι σεβάστηκαν την πόλη. Με εξαίρεση την προσθήκη στον Παρθενώνα ενός μιναρέ και τη μετατροπή του Ερεχθείου σε στέγη χαρεμιών, ουδέποτε λεηλάτησαν ή κατέστρεψαν τα αθηναϊκά μνημεία. Η παρουσία των Οθωμανών στην Αθήνα διήρκησε έως το 1833.
Ως εκ τούτου η μακρόχρονη παρουσία του, επηρέασε την ταυτότητά της. Σ’ αυτή τη μακρά περίοδο αναφέρεται η σπουδαία μελέτη της Μαρίας Γεωργοπούλου και του Κωνσταντίνου Θανασάκη Ottoman Athens (Archeology, Topology, History) που εκδόθηκε υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη. Πρόκειται για την δεύτερη έκδοση της μελέτης που είναι γραμμένη στα αγγλικά και περιλαμβάνει πλήθος ερευνητικών κειμένων, φωτογραφιών και αρχιτεκτονικών σχεδίων, ενώ στηρίζεται σε μια σημαντική βιβλιογραφία, η οποία καταγράφεται λεπτομερώς για όποιον ενδιαφέρεται να μελετήσει εις βάθος τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Η έκδοση προέκυψε ως αποτέλεσμα του συμποσίου «The Topology of Ottoman Athens: Archeology and Travel» που είχε πραγματοποιεί την άνοιξη του 2015 στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Στόχος του βιβλίου, προφανώς, δεν ήταν να ρίξει λάδι στη φωτιά ως προς τα επίχειρα της κατοχής της Αθήνας από τους Τούρκους, αλλά να προβάλει κρυφές πτυχές εκείνης της ιστορικής εποχής που καθόρισαν τη μορφή της πόλης. Μαθαίνουμε για την καθημερινότητα μέσα στην πόλη, την ανάδειξη μιας ξεχωριστής τοπογραφίας, αλλά και το αρχαιολογικό της αποτύπωμα, κάτι που το βιώνουμε ενεργά ακόμη και στις μέρες μας. Πρόκειται για μια πλούσια σε υλικό έκδοση και συνάμα αρκετά πολύπτυχη ως προς το ερευνητικό της πεδίο που αξίζει κανείς να την διαβάσει με προσοχή.
Η εικαστική πλευρά του αστικού τοπίου αποτυπώνεται με ενάργεια από τους πίνακες του Ανδρέα Βουρλούμη (1910-1999). Το λεύκωμα υπό τον τίτλο Ο Αττικός που εξέδωσε η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με το έργο του και να αναλύσουμε μέσα μας, διαμέσου του χρωστήρα, τις όψεις της αθηναϊκής καθημερινότητας. Όπως σημειώνει προλογικά ο επιμελητής της έκδοσης Σταύρος Ζουμπουλάκης (Πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος), ο Βουρλούμης είναι ένας κλασικός μονοθεματικός ζωγράφος. Είναι χαρακτηριστικό πως το σύνολο του έργου του μπορεί να μελετηθεί ως όλον και όχι χωρισμένο σε περιόδους, όπως συμβαίνει συχνά με το έργο των εικαστικών.
Αποτυπώνει στον καμβά του τα ίδια θέματα με μια θαυμαστή ενότητα και επιμονή. Καίτοι γεννήθηκε στην Πάτρα, ο Βουρλούμης έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην πρωτεύουσα. Ως εκ τούτου, οι αισθητικές του προσεγγίσεις και οι καλλιτεχνικές ανησυχίες του περιέχουν το αθηναϊκό υλικό.
Κάπως έτσι βλέπουμε αποτυπώσεις της καθημερινότητας: ανθρώπους, αντικείμενα, κτίρια, δέντρα, ταράτσες, μπουγάδες, γλάστρες και κάμποσες άλλες διάσπαρτες εικόνες που στα έργα του αποκτούν έναν ενοποιητικό χαρακτήρα.
Ο Βουρλούμης είναι ένας αστός απόλυτα ενταγμένος στο περιβάλλον που ζει.
Είναι η φιλόστοργη διάθεσή του που κάνει όλα αυτά τα στοιχεία να πάλλονται γλυκά μπρος στα μάτια μας και χωρίς κάποια διάθεση τραγικότητας (ίσως μιας κάποιας αδιόρατης μελαγχολίας). Ο Βουρλούμης είναι ένας αστός απόλυτα ενταγμένος στο περιβάλλον που ζει.
Τούτη η έκδοση προέκυψε έπειτα από την τρίτη αναδρομική έκθεση που διοργάνωσε η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, με σκοπό να φέρει ξανά το πλατύ κοινό κοντά στο έργο του ζωγράφου. Χάρη στην ουσιαστική συμβολή του γιου του Ανδρέα Βουρλούμη, Παναγή Βουρλούμη, πραγματοποιήθηκε η συγκεκριμένη έκθεση (περιλαμβάνει και αδημοσίευτα έργα), αλλά και ο Κατάλογος. Η έκδοση περιλαμβάνει και κείμενα που αναλύουν με ευκρινή τρόπο την εικαστική επικράτεια του Ανδρέα Βουρλούμη.
Ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης Αθήνας, φευ και από τα πιο αρνητικά της, είναι η ραγδαία επέκτασή της από τη δεκαετία του ’50 και εντεύθεν. Όλος αυτός ο κόσμος που εντάχθηκε οργανικά στο γεωγραφικό πλάτος της πρωτεύουσας είχε ως βασικό αίτημα τη στέγη. Η πολυκατοικία (με τα καλά και τις παθογένειές της) και η άναρχη δόμηση της πόλης εξακολουθούν και στις μέρες μας να την ταλανίζουν (κι εμάς φυσικά). Τι σημαίνει, όμως, ουσιαστικά αυτή η οικιστική εκδοχή; Η μελέτη της Ιωάννας Θεοχαροπούλου Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας που εκδόθηκε από το Ίδρυμα Ωνάση, αποτυπώνει με πραγματικά ενδιαφέρουσα πιστότητα το πολύπτυχο ζήτημα της στέγασης.
Άλλωστε, δεν πρόκειται μόνο για μια αρχιτεκτονική λύση ανάγκης, αλλά και για ένα κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα. Η πολυκατοικία δεν γίνεται να μελετηθεί –ακόμη και αν πρέπει ριχτεί στο πυρ το εξώτερο– αν δεν τοποθετηθεί σε ένα γενικότερο κοινωνικό-ιστορικό πλαίσιο.
Η μελέτη της Θεοχαροπούλου αντιμετωπίζει το ζήτημα όπως ακριβώς είναι: πολυπαραγοντικό και πολύπλευρο. Αξίζει πραγματικά να διαβαστεί και ως ένα αφήγημα που μας περιέχει όλους. Είτε γεννηθήκαμε στην Αθήνα είτε ήρθαμε από άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Η περίοδος της πανδημίας και τα συνακόλουθα lockdown ήταν μια περίοδος ιδιαίτερης εσωτερικής έντασης για τους κατοίκους των πόλεων (ειδικά της πυκνοκατοικημένης Αθήνας). Η μεταποκαλυπτική εικόνα των άδειων δρόμων, των έρημων γειτονιών και του φασματικού κέντρου, έχει μείνει έκτυπη μέσα μας. Εκείνη η περίοδος τάνυσε τα όρια των αντοχών μας σε προσωπικό, ψυχολογικό, αλλά και κοινωνικό επίπεδο. Είναι νωπή ακόμη η εικόνα της ερείπωσης, αν και όσο περνάει ο καιρός θέλουμε να την αποδιώξουμε από τη μνήμη μας.
Το λεύκωμα Η Αθήνα στον καιρό της πανδημίας που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος Καπόν είναι η ευκταία συνύπαρξης της φωτογράφου Διονυσίας Αλεξιάδη και του δημοσιογράφου (και άριστου γνώστη της Αθήνας) Νίκου Βατόπουλου. Η Αλεξιάδη περιδιαβάζει όλη την Αθήνα (από την Ομόνοια έως το Μοναστηράκι κι από το Σύνταγμα έως την Ακρόπολη) την περίοδο της πανδημίας και αποτυπώνει με τον φακό της την αδειοσύνη και τη μοναξιά μιας πόλης που είχε μάθει να ζει σε έντονους ρυθμούς και ξαφνικά συστράφηκε εσωτερικά, περιδινήθηκε εντός της και σιώπησε ηχηρά. Από την άλλη, ο Νίκος Βατόπουλος με έξοχο τρόπο (όπως μας έχει συνηθίσει πάντα) γράφει για την ιστορία της πόλης και πώς αυτή άλλαξε δραστικά και βίαια με την έλευση του ιού.
Πρόκειται για μια έκδοση-ντοκουμέντο μιας ακραίας περιόδου, την οποία όλοι μας ζήσαμε έντονα, φοβικά και απελπισμένα. Μπορεί να θέλουμε να την αφήσουμε πίσω μας, ωστόσο, μας περιέχει και την περιέχουμε. Τούτη η έκδοση, με το αισθητικό της αποτύπωμα, είναι σε θέση να μας θυμίζει από καιρού εις καιρόν τι ζήσαμε και τι δεν θέλουμε να ξαναζήσουμε.
Το σίγουρο είναι ότι αυτές οι τέσσερις εκδόσεις, καθεμία από τη δική της σκοπιά, κυκλώνουν τη συμπαγή έννοια της πρωτεύουσας που, όσο κι αν μας φαίνεται αδιάσπαστη και ενιαία, στην πραγματικότητα κουβαλάει μέσα της πολλαπλές όψεις και διαφορετικές μορφές. Ίσως αυτό να είναι τελικά και το πραγματικό της κάλλος.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).