O Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης αποκαλύπτει με ποια δοκιμασμένα στον χρόνο και στην κριτική βιβλία βαρέθηκε αφόρητα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Παίζει ρόλο βέβαια και η στιγμή, το πότε διαβάζεις ένα βιβλίο. Πώς είναι η διάθεση και η διαθεσιμότητά σου, πόσο εξοικειωμένος είσαι με το ύφος της γραφής του, πόσο νογάς... Διαβάζεις ξανά μετά από χρόνια ένα βιβλίο που σε είχε απογοητεύσει και το βρίσκεις πιο συμπαθητικό. (Συμβαίνει φυσικά και το αντίθετο.)
Πάντως, αν θα έπρεπε να ορίσω τι σημαίνει για μένα κακό βιβλίο, θεωρώντας αυτονόητη την αποδοχή ότι το ζήτημα της αισθητικής προτίμησης είναι προσωπικό (de gustibus), θα έλεγα ότι κακό βιβλίο είναι το βαρετό βιβλίο. Ιδίως όταν μιλάμε για κλασικά έργα, με αναγνωρισμένη την αξία τους μέσα στο πέρασμα του χρόνου –και νομίζω ότι πολύ σπάνιες είναι οι φορές που μπορεί να έχουν εξαπατηθεί γενιές ολόκληρες αναγνωστών και μελετητών θεωρώντας αριστούργημα ένα κακό έργο–, η απαρέσκεια που μπορεί να προκαλεί ένα τέτοιο «καθιερωμένο» κείμενο συνδέεται με μια προσωπική, εξατομικευμένη αντίδραση, που στη δική μου περίπτωση είναι συνήθως η πλήξη.
Βρήκα το μυθιστόρημα Μολλόυ του Μπέκετ επιδειξιομανές και εντελώς αυτιστικό, χάσιμο χρόνου.
Ας πούμε, έπληξα αφόρητα διαβάζοντας (ή, καλύτερα, προσπαθώντας να διαβάσω) το Μολλόυ του Μπέκετ, ένα από τα λίγα, νομίζω, μυθιστορήματα του κορυφαίου δραματουργού. Εκτός από αφόρητα βαρετό, το βρήκα επιδειξιομανές ως ύφος και εντελώς αυτιστικό, ένα σκέτο χάσιμο χρόνου – και για μας και για τον Μπέκετ.
«Είναι δίκαιο που έχει χαρακτηριστεί το σημαντικότερο λογοτεχνικό κείμενο μετά τον Οδυσσέα του Τζόις» βλέπουμε γραμμένο στο οπισθόφυλλο ενός άλλου αβάσταχτου για μένα βιβλίου, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ποιος αμόλησε αυτόν τον έπαινο. Μιλάμε για έναν σπουδαίο –καταπώς θεωρείται– Αμερικανό συγγραφέα, τον Τόμας Πίνσον και το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας. Έκανα κάθε φιλότιμη προσπάθεια να το προχωρήσω, αλλά οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν νωρίς – είναι και τεράστιο, 1.000 σελίδες. Κατά τη γνώμη μου, δεν διαβάζεται με τίποτα.
Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα. Με τίποτα. Το σπουδαιότερο ίσως μεταπολεμικό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας. Με τίποτα. Κι ας έχει, μ’ όλα του τα χρονάκια, μια σύγχρονη γραφή. Ναι, αλλά πλήξη.
Προσπαθώ να ψυχαναλυθώ και να βρω τι είναι εκείνο που με κάνει να πλήττω και να παρατάω ένα βιβλίο∙ ιδίως όταν έχω ακούσει ένα σωρό εγκώμια γι’ αυτό ή όταν μου το έχουν χαρίσει άνθρωποι των οποίων τη γνώμη σέβομαι και εκτιμώ. Δεν είναι ότι με κουράζουν οι μακροσκελείς περιγραφές∙ λατρεύω τον Προυστ, που μπορεί να αφιερώσει τρεις σελίδες περιγράφοντας το χάρτινο σακουλάκι με το τσάι της γιαγιάς του. Ενώ αντίθετα βαριέμαι τις διαρκείς ανατροπές και την καταιγιστική δράση της αστυνομικής λογοτεχνίας. Άρα, δηλαδή, δεν είναι το ζήτημα του ρυθμού ή της πλοκής. Και νομίζω ούτε και η θεματολογία είναι απόλυτα καθοριστική. Έχω απολαύσει βιβλία από είδη που δεν είναι αγαπημένα μου, όπως αστυνομικό, πολιτικό, ερωτικό. Είναι ίσως άραγε το ίδιο όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους; Που για κάποιον λόγο συμβαίνει να μην ταιριάζουν τα χνώτα σου; Μπορεί.
Είπα «πολιτικό». Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα. Με τίποτα. Το σπουδαιότερο ίσως μεταπολεμικό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας. Με τίποτα. Κι ας έχει, μ’ όλα του τα χρονάκια, μια σύγχρονη γραφή. Ναι, αλλά πλήξη.
Με τους ζωγράφους αισθάνεται κανείς μεγαλύτερη άνεση να εκφράσει τις αντιρρήσεις του. Θέλω να πω, πιο εύκολα θα έλεγες «δεν μου αρέσει ο Μονέ» παρά «δεν μου αρέσει ο Κάφκα». Και πιο εύκολα δέχεσαι ότι κάποιος δεν αγαπάει τον Πικασό παρά τον Ντοστογιέφσκι. Ίσως γιατί στην εικαστική τέχνη (de coloribus) θεωρείται πιο δικαιωματική η έκφραση του προσωπικού γούστου. Και επίσης δεν αποτελεί ένδειξη αμορφωσιάς ή πνευματικής κατωτερότητας.
Τα λέω αυτά προετοιμάζοντας την τελευταία μου επιλογή από τα αναγνωρισμένης αξίας έργα που δεν με συγκίνησαν, μιας και η επικείμενη ομολογία μου θα με κατατάξει σίγουρα στη λίστα με τους πιο ακαλλιέργητους συγγραφείς. Φερνάντο Πεσόα, Το βιβλίο της ανησυχίας. Δυστυχώς (για μένα) δεν το απόλαυσα. Αν και είναι το μόνο, απ’ όσα ανέφερα παραπάνω, το οποίο θα μπορούσε, υποψιάζομαι, σε μια μελλοντική –και ολοκληρωμένη– ανάγνωση να με γοητεύσει. Προτιμήσεις... Non est disputandum».