
Η Αργυρώ Μαντόγλου για το μυθιστόρημα του D.H. Lawrence «Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι».
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Πρώτη φορά διάβασα τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι στην εφηβεία, σε μια από εκείνες τις πρόχειρες εκδόσεις που είχα βρει στο Μοναστηράκι· το κείμενο ήταν ελλιπές, πλήθος οι περικοπές στα επίμαχα σημεία, η μετάφραση ήταν αμήχανη, πολλές παρανοήσεις και λάθη που αλλοίωναν το νόημα. Θυμάμαι πως δεν είχα βρει τίποτα το σοκαριστικό, ούτε καν σεξουαλικό στο περιεχόμενο και είχα αναρωτηθεί για το λόγο που η κυκλοφορία του είχε απαγορευτεί για τόσες δεκαετίες και κάποιοι το θεωρούσαν «βλάσφημο» και κάποιοι άλλοι «βίβλο του ερωτισμού».
Η Λαίδη Τσάτερλι ταυτίστηκε στη σκέψη μου με τη μυθολογική Φαίδρα που παρακολουθούσε κρυφά τον Ιππόλυτο να γυμνάζεται, το τυραννικό πάθος της για το απαγορευμένο αντρικό σώμα
Για κάποιο λόγο η Λαίδη Τσάτερλι ταυτίστηκε στη σκέψη μου με τη μυθολογική Φαίδρα που παρακολουθούσε κρυφά τον Ιππόλυτο να γυμνάζεται, το τυραννικό πάθος της για το απαγορευμένο αντρικό σώμα. Συγκράτησα και κάποιες εικόνες από το μυθιστόρημα: ο παραπληγικός σύζυγος, ο τραχύς και αρρενωπός δασοφύλακας, η εύθραυστη και λεπτεπίλεπτη κυρία που φλέγεται και αναλίσκεται από τον ίδιο της τον πόθο, η σεξουαλική αφύπνιση και η καθαρτική βροχή. Εικόνες που εν πολλοίς ενισχύθηκαν και από τις κινηματογραφικές μεταφορές που μέσα στα χρόνια είχα παρακολουθήσει. Αργότερα, στο πανεπιστήμιο ήρθα σε επαφή με άλλα σπουδαία έργα του Λόρενς, το Γιοι και Εραστές, το Ερωτευμένες Γυναίκες , το Πλουμιστό Ερπετό αλλά και με τα ποιήματα, τα διηγήματα και τα δοκίμιά του. Μάλιστα, κάποια από τα έργα του νομίζω πως δικαίως θεωρούνται κλασικά.
Χρόνια αργότερα, σε ένα ελληνικό νησί έπεσε στα χέρια μου ένα «μη λογοκριμένο» αντίτυπο του Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι –ήταν ανάμεσα στα βιβλία που είχαν αφήσει στο ξενοδοχείο κάποιοι τουρίστες μετά την αναχώρησή τους– και τότε ήταν η πρώτη φορά που διάβασα ολόκληρο το αγγλικό κείμενο. Μετά τα πρώτα κεφάλαια, όπου ο συγγραφέας μας βάζει στο κλίμα της εποχής, στο σκοτεινό Μίντλαντς των ανθρακωρύχων, μας δίνει το παρελθόν και τις ιδιαιτερότητες των ηρώων και αρχίζει να επικεντρώνεται στη «φλεγόμενη» ηρωίδα του, Κονστάνς ή Κόνι η οποία χάνει συνεχώς βάρος από την έλλειψη (κατά τον Λόρενς) σεξουαλικής ικανοποίησης που δεν μπορεί να της παρέχει ο παραπληγικός σύζυγός της Κλίφορντ Τσάτερλι. Μια γυναίκα που «αγαπάει τους άντρες», οι ορμόνες της έχουν χτυπήσει κόκκινο, κι εκείνη δεν είναι σε θέση να καταλάβει τι ακριβώς της συμβαίνει, καθώς έχει απόλυτη άγνοια της δικής της σεξουαλικότητας.
![]() Ο D.H. Lawrence
|
Παρά τις προσπάθειές μου δυσκολευόμουν να προχωρήσω και να ολοκληρώσω την ανάγνωση του τόσο «τολμηρού και αφυπνιστικού» μυθιστορήματος, που είχε απαγορευτεί και πέρασαν σχεδόν τριάντα χρόνια και μια πολύκροτη δίκη, για να κυκλοφορήσει στην Αγγλία το 1960 χωρίς περικοπές. Θυμάμαι πως είχα αναρωτηθεί για το αν η αναφορά στα γεννητικά όργανα με το όνομά τους και όχι με λυρικούς ευφημισμούς, αρκούσε για να καταστήσει ένα κείμενο σεξουαλικό, και είχα απορήσει για το λόγο που είχε απαγορευτεί, καθώς σε ολόκληρο το μυθιστόρημα παρουσιάζεται η αντρική ζωώδης σεξουαλικότητα, ωμή και ελαφρώς σαδιστική, σε σχέση με τον ασίγαστο πόθο μιας στερημένης γυναίκας. Η δική της σεξουαλικότητα, η σχέση με το δικό της κορμί δεν περιγράφεται σε κανένα σημείο του βιβλίου, το αντικείμενο του πόθου είναι ο άντρας, ο δυνατός, ακατέργαστος άντρας, το αρχέτυπο του αρσενικού από την εποχή των σπηλαίων.
Στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται η αντρική ζωώδης σεξουαλικότητα, ωμή και ελαφρώς σαδιστική, σε σχέση με τον ασίγαστο πόθο μιας στερημένης γυναίκας
Για τον Λόρενς είναι αδιανόητο οι άντρες –έστω και οι ανάπηροι ή οι άχαροι– να μην είναι κυρίαρχοι και επιθυμητοί. Η Κόνι, που ήταν η δαχτυλογράφος και βοηθός του συζύγου της, «δοκίμασε» έναν άλλον εραστή, τον Μιχαέλις, έναν άσχημο ξένο, θεατρικό συγγραφέα, πριν γίνει η ερωμένη του δασοφύλακα, πρώην ανθρακωρύχου. Ο Λόρενς σε κανένα σημείο δεν την προικίζει με κάποια φιλοδοξία, κάποια δική της επιθυμία για ένα επάγγελμα ή κάτι άλλο. Όλες οι φιλοδοξίες της περιορίζονται στη «λατρεία του φαλλού», στην ικανοποίηση του «ασίγαστου πόθου» που την κατατρώει και που, φυσικά, έχει ως στόχο τη μητρότητα, το σεξ που θα της φέρει το παιδί, αυτό που δεν μπορεί να αποκτήσει με τον ανίκανο σύζυγο.
Ο Λόρενς έγραψε τον Εραστή… το 1928 στη Φλωρεντία, άρρωστος από φυματίωση, και ήταν το τελευταίο του έργο. (Πέθανε το 1930 σε ηλικία μόλις σαράντα πέντε ετών). Κάποιοι έγραψαν πως ίσως να υπήρχε κάποια ταύτιση με τον ανάπηρο σύζυγο καθώς την εποχή που το έγραφε οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει και η γερμανίδα σύζυγος του (σύμφωνα με κάποιους βιογράφους) ήδη φλέρταρε με κάποιον νεώτερο άντρα τον οποίο και παντρεύτηκε αργότερα.
Ο πρώτος τίτλος του μυθιστορήματος ήταν «Τρυφερότητα» και ίσως η αρχική πρόθεση του συγγραφέα να ήταν αυτή: Η ανάδειξη της γυναικείας σεξουαλικότητας μέσα από την τρυφερότητα που θα προκαλούσε σε ένα άλλο πλάσμα, ή μια καινούργια σχέση με τον εαυτό της μετά τη σεξουαλική της αφύπνιση. Όμως, η τρυφερότητα δεν προβάλλεται σε κανένα σημείο, παρά μόνο ίσως στις στιγμές που η Κόνι παρατηρεί τη φύση.
H τρυφερότητα δεν προβάλλεται σε κανένα σημείο, παρά μόνο ίσως στις στιγμές που η Κόνι παρατηρεί τη φύση
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ στο «Δεύτερο Φύλο» χαρακτήρισε τον «Εραστή…» ως «Οδηγό χρήσης για γυναίκες», και πράγματι η προς εξερεύνηση περιοχή είναι η αντρική επικράτεια – το αντρικό σώμα, ο αντρικός πόθος, η γλώσσα. Ένα μυθιστόρημα που υμνεί τη δύναμη του πέους, τη φαλλική υπεροχή, και την βουκολική ομορφιά του πρωτογονισμού.
Διαβάζοντας, για τρίτη φορά, το μυθιστόρημα, οι περιγραφές μου φαίνονται αφελείς και η γραφή πρόχειρη. Η Κόνι, μια καρικατούρα της «εκπεσούσης γυνής» που μετατρέπεται σε φλεγόμενη και αχαλίνωτη «σκλάβα του πάθους» της. Οι διάλογοι άτεχνοι, με πάρα πολλές άστοχες επαναλήψεις. Το δήθεν σάστισμα της Κόνι μπροστά στο ορθωμένο πέος, αγγίζει τα όρια της παρωδίας και η δήθεν «απαλλαγή από τις αναστολές της» περιορίζονται στην υποταγή στην επιθυμία του εραστή.
Κατανοώ τη σημασία ενός τέτοιου μυθιστορήματος το 1927, το σκάνδαλο που προκλήθηκε την εποχή που οι βικτοριανές αξίες ήταν ακόμα κυρίαρχες και δεν υπήρχε ακόμα η γλώσσα για να αρθρωθούν οι σωματικές λειτουργίες. Όμως, σήμερα, νομίζω πως δύσκολα μπορεί να διαβαστεί, πόσω δε μάλλον να συγκινήσει ή να «ερεθίσει» έναν αναγνώστη.
Και για μια ακόμα φορά έρχεται στο προσκήνιο η δύναμη του υπαινιγμού, της αφαίρεσης και της σιωπής στη λογοτεχνία. Όταν αποφασίζουμε να μιλήσουμε για το σεξ ακόμα και σήμερα, η «κατάλληλη γλώσσα» για την περιγραφή των ερωτικών σκηνών, μπορεί να μην έχει σχέση με λεπτομερείς καταγραφές της ανατομίας, ούτε με ρεαλιστικές αποτυπώσεις της σεξουαλικής πράξης – που είναι εξάλλου το πεδίο της πορνογραφίας. Θαρρώ πως η μεταφορά, η συνεκδοχή, αλλά και η σιωπή έχουν τον πρώτο λόγο· είναι πολύ πιο αποτελεσματικά μέσα και διεγείρουν πολύ περισσότερο τη φαντασία, που εξακολουθεί να είναι ένα από τα ζητούμενα για τον αναγνώστη της λογοτεχνίας.
*Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας.