Η ρητορεία και η αίσθηση του μεγαλοϊδεατισμού του είναι συχνά απωθητικές, σημειώνει ο Χρήστος Χρυσόπουλος για τον Κωστή Παλαμά.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Πάει καιρός από τότε που ο Κώστας Αγοραστός μού ζήτησε να συνεισφέρω σε αυτή την πολύ ερεθιστική στήλη, αλλά κάθε φορά που ξεκινούσα να γράψω κάτι, δεν μπορούσα να καταλήξω σε σαφή συμπεράσματα.
Το πρόβλημα δεν ήταν βεβαίως ότι μου άρεσαν όλα τα έργα της παγκόσμιας κλασικής λογοτεχνίας. Υπήρχαν αρκετά που «δεν μου πήγαιναν». Εντούτοις –ακόμα και εκείνα τα βιβλία που θα κατέτασσα στη λίστα της απαρέσκειας– δεν συνεπαγόταν απαραιτήτως ότι δεν τα εκτιμούσα, έστω για συγκεκριμένα επιμέρους στοιχεία τους. Υπάρχουν έργα της κλασικής λογοτεχνίας, τα οποία εξακολουθούμε να αναγνωρίζουμε ως σημαντικά στην ιστορία της λογοτεχνίας, ακόμη και αν σήμερα δεν μπορούμε να τα διαβάσουμε με ικανοποίηση.
Επιπροσθέτως, δεν μπορούσα να αποφασίσω τι σημαίνει «μου αρέσει» ή «διαβάζω με ικανοποίηση». Το κριτήριο διαμορφώνεται ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση. Τα βιβλία είναι έργα μοναδικά, συνεπώς και η απόλαυση που αντλούμε από αυτά διαφέρει από το ένα στο άλλο. Συχνά μάλιστα με απολύτως απρόβλεπτο τρόπο. Όπως λ.χ. συνέβη με κάποια βιβλία που διάβασα τους δυο χειμώνες της στρατιωτικής μου θητείας σε ένα νησί του Ανατολικού Αιγαίου. Σήμερα, κάμποσα χρόνια αργότερα, μάλλον δεν θα μου έλεγαν πολλά πράγματα.
Αλλά και τα κίνητρα πολλές φορές αλλάζουν. Ένας συγγραφέας καταλήγει να διαβάζει διαφορετικά απ’ ό,τι διάβαζε όταν ήταν αποκλειστικά λάτρης της λογοτεχνίας. Η ιδιοτέλεια ενός αναγνώστη-δημιουργού μπορεί να αποδεχτεί και έργα ελάσσονα. Όπως μπορεί και να στρέψει τα νώτα σε έργα εγνωσμένης αξίας.
Αποφάσισα λοιπόν ότι, για τους σκοπούς αυτού του κειμένου, ένα έργο που «δεν μ’ αρέσει» θα ήταν ένα έργο που με κανέναν τρόπο δεν θα άντεχα να το διαβάσω ως την τελευταία του σελίδα
Αποφάσισα λοιπόν ότι, για τους σκοπούς αυτού του κειμένου, ένα έργο που «δεν μ’ αρέσει» θα ήταν ένα έργο που με κανέναν τρόπο δεν θα άντεχα να το διαβάσω ως την τελευταία του σελίδα. Ένα βιβλίο που θα μου «έπεφτε από τα χέρια». Κι αυτό το ζήτημα να λυνόταν όμως, έπρεπε να αποφασίσω ποιες παράμετροι θα όριζαν το κλασικό λογοτεχνικό έργο.
Έκανα έναν ακόμη συμβιβασμό: μια και μιλάμε για κλασική λογοτεχνία, δέχτηκα τον ορισμό του Sainte-Beuve: «Η έννοια του κλασικού είναι συνυφασμένη με τα στοιχεία της συνέχειας, της ανθεκτικότητας και της παράδοσης».
Δεν με ενδιέφερε, πάντως, να μιλήσω για κάποιο έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αυτό θα ήταν πιο εύκολο. Αλλά τι νόημα θα είχε να πει κανείς ότι δεν μπορεί πλέον να διαβάσει τη «Νανά» ή έστω και κάποιο από τα ιδρυτικά έργα του μοντερνισμού (μιας εξίσου εμπεδωμένης πλέον παράδοσης), όπως λ.χ. ο «Οδυσσέας»; Το ενδιαφέρον μου στρεφόταν στη νεοελληνική λογοτεχνία και ειδικά στην πεζογραφία.
Το νεοελληνικό πεζογράφημα που έψαχνα θα έπρεπε να έχει αξιολογηθεί κατά γενική ομολογία πολύ ψηλά, να έχει αντέξει στον χρόνο, να έχει ασκήσει επιρροή στην εποχή του, να έχει αφήσει επιγόνους, να συνομιλεί με την παρακαταθήκη και να μη μου αρέσει. Αυτό το τελευταίο, βεβαίως, ήταν το λιγότερο, γιατί το βασικό πρόβλημα ήταν να εντοπίσω ένα κλασικό νεοελληνικό πεζογραφικό έργο.
Τότε ήταν που αποκαλύφθηκε το πιο ενδιαφέρον εύρημα αυτής της μικρής αναγνωστικής άσκησης. Αναγκάστηκα να παραδεχτώ κάτι που με εξόργιζε κάθε φορά που το άκουγα (συνήθως από φίλους ποιητές): η νεοελληνική πεζογραφία μάλλον δεν έχει καταφέρει να οικοδομήσει έναν κανόνα εξίσου ισχυρό με εκείνον της νεοελληνικής ποίησης.
Τα αριστουργήματα της νεοελληνικής πεζογραφίας προέρχονταν από συγγραφείς που αποτελούσαν μάλλον μοναδικές περιπτώσεις και δύσκολα θα τα κατέτασσε κανείς στα κλασικά, μια και δεν άφησαν επαρκείς επιγόνους ούτε είχαν σημαντικούς εντόπιους προδρόμους (όπως λ.χ. το έργο του Ροΐδη, του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη ή μεμονωμένα έργα, όπως «Το κιβώτιο» του Αλεξάνδρου ή «Το σπίτι μου» της Μέλπως Αξιώτη, κ.ά.). Και βεβαίως μου άρεσαν όλα. Κανένα δεν θα παρατούσα στη μέση.
Κάποια άλλα δημοφιλή έργα, μολονότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις της συνέχειας και της παράδοσης, δεν είχαν την ανάλογη αξία (λ.χ. το έργο του Ξενόπουλου, του Παπαντωνίου ή του Καρκαβίτσα).
Εν ολίγοις, τα περισσότερα πεζογραφήματα δεν θα μπορούσα να τα εξετάσω είτε επειδή μου άρεσαν, είτε επειδή δεν έφταναν στο ύψος του κλασικού, είτε και για τους δυο λόγους μαζί (λ.χ. το εξαιρετικό κατά τ’ άλλα έργο του Καχτίτση ή του Τσίρκα, κ.ά.). Φυσικά, δεν υπήρχε λόγος να αναφερθεί κανείς σε συγγραφείς που έχουν ουσιαστικά ξεπεραστεί (όπως λ.χ. ο Καλλιγάς, ο Ξένος, ο Μωραϊτίδης κ.ά.).
Να, λοιπόν, που τελικά ο πεζογραφικός κανόνας με δυσκόλεψε. Περνώντας όμως (πεζός όπως πάντα) από την οδό Περιάνδρου, βρέθηκα μπροστά σε ένα ερειπωμένο σπίτι που γνώριζα καλά.
Ευτυχώς υπήρξε και ο Παλαμάς!
«Εθνικός ποιητής» βεβαίως. Ναι, αλλά έγραψε και πεζογραφία και θέατρο και κριτική. Συμβιβασμός, θα μου πείτε, αφού κέρδισε τη θέση του στον κανόνα ως ποιητής. Σωστά, αλλά ο Παλαμάς αποτελεί ό,τι εγγύτερο θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε στην έννοια του κλασικού για την ελληνική λογοτεχνία.
Επί μισόν αιώνα ο Παλαμάς αποτέλεσε τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη του ελληνικού λογοτεχνικού κόσμου. Μέσα από τις εκατοντάδες σελίδες του, αλλά και την εν γένει δραστηριότητά του, διεκδίκησε με επιτυχία τον ρόλο του ποιητή-βάρδου-εθνικού ταγού, δημιουργώντας μια γλώσσα έντονα ρητορική και συχνά υψηλόφωνη. Βασισμένος στη λαϊκή παράδοση, αλλά και σε παλαιότερους ποιητές –ιδίως στον Κάλβο–, εκπληρώνει σχεδόν παραδειγματικά και τον τρίτο όρο του Sainte-Beuve για λογοτεχνική συνέχεια, αφού άφησε πίσω του πλειάδα μετα-παλαμικών ακολούθων (αλλά και επηρέασε και μεταγενέστερους ποιητές, όπως ο Σικελιανός και ο Σεφέρης). Το έργο του έχει εντυπωσιακό εύρος και εισήγαγε στην ελληνική λογοτεχνική επικράτεια πολλά στοιχεία από την ευρωπαϊκή σκέψη της εποχής του. Ιδού λοιπόν έργο κλασικό.
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που ενοχλεί σήμερα στον Παλαμά; Η ρητορεία και η αίσθηση του μεγαλοϊδεατισμού του είναι συχνά απωθητικές. Όσο κι αν κατανοεί κανείς την ιστορική θέση της ποιητικής του, καθώς διαβάζουμε, οι Παλαμικές σελίδες ολοένα βαραίνουν. Ο λυρισμός του σταδιακά προκαλεί κορεσμό. Η έκταση και η ανισότητα του έργου του δρουν αποθαρρυντικά. Η κατηγορηματικότητα κάποιων από τις απόψεις του έχει ξεπεραστεί.
Ίσως, όπως λέει ο Μίλαν Κούντερα στη «Συνάντηση», ο Παλαμάς να συγκαταλέγεται σε εκείνες τις εξέχουσες περιπτώσεις όπου θυμόμαστε τη μορφή ενός συγγραφέα περισσότερο από το ίδιο το έργο του.
Κλασικός λοιπόν; Αδιαμφισβήτητα.
Μου αρέσει; Τις περισσότερες φορές κουράζομαι προτού φτάσω στην τελευταία σελίδα.
*Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας.