
O Βασίλης Αμανατίδης συνομιλεί με τον άλλο του εαυτό για τα κείμενα που εγκατέλειψε στη μέση.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Αδύνατον να είσαι συγγραφέας και να μην κατατρύχεσαι από πάσης φύσεως εμμονές. Για τον συγγραφέα οι εμμονές είναι καλό πράγμα.
Κι αν κάποτε σου γίνονται στενός κορσές, απλά χαλαρώνεις τις μπανέλες ή ανανεώνεις το στοκ (όσο πιο αργά στη ζωή σου, τόσο πιο δύσκολα) με δυο-τρεις καινούργιες. Όμως, με πόσα κείμενα άλλων μπορεί να έχει πραγματική εμμονή ένας συγγραφέας στη ζωή του; Από ποιον αριθμό κι ύστερα διατρέχει τον κίνδυνο να θρυμματιστεί ο ίδιος και η γραφή του;
«Ε, είναι θέμα ικανότητας» μου ψιθυρίζει επιτιμητικά ο άλλος μου εαυτός. «Ένας συγγραφέας μπορεί κάλλιστα να αντέχει να λατρεύει και διακόσια κείμενα, δικαίωμά του. Και, εννοείται, έργα κλασικά, έργα-σταθμούς, και κυρίως όλα διαβασμένα». Του απαντώ: χαρά στο κουράγιο του, εγώ αδύνατον, μια εικοσάδα πολυαγαπημένων έχω, και πολύ είναι. Να, κάπως έτσι:
«Το τέλος του παιχνιδιού» – Μπέκετ, «Μέσα στον καθρέφτη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί» – Κάρολ, «Η δίκη» – Κάφκα, «Ανεμοδαρμένα ύψη» – Μπροντέ, «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» – Μπουλγκάκοφ, «Η Κασσάνδρα και ο λύκος» – Καραπάνου, «Ποιήματα» – Κάμμινγκς, «Πορνογραφία» – Γκομπρόβιτς, «Ποιήματα» – Καβάφης, «Ποιήματα» – Ντίκινσον, «Μήδεια» – Ευριπίδης, «Η Φόνισσα» – Παπαδιαμάντης, «Διηγήματα» – Βιζυηνός, «Ο παλαιός των ημερών» – Μάτεσις, «Τοπίο ζωγραφισμένο με τσάι» – Πάβιτς, «Μάγισσες» – Νταλ, «Πεζογραφήματα» – Χειμωνάς, «Το στρίψιμο της βίδας» – Τζέιμς, «Μικροί κύριοι» – Άλκοτ, «Καινή Διαθήκη».
Και γιατί, παρακαλώ, έχεις διαβάσει μόνο δύο βιβλία του Ντοστογιέφσκι; Γιατί δεν προχωράς πέρα απ’ την εικοστή σελίδα του πρώτου τόμου του πολύτομου Προυστ; Γιατί έχεις προδώσει, σαν τον Θωμά, τον Τζόις τρεις φορές, ισχυριζόμενος πως ολοκλήρωσες τον ‘‘Οδυσσέα’’ του;
Αλλά, μετά τις βεβαιότητες, πάντα αρχίζουν οι παλινδρομήσεις. «Κομμάτι ελλιπής και μπερδεμένη η λιστούλα σου» ξαναπετάγεται ο άλλος μου εαυτός. «Πού είναι οι: Δάντης, Μπαλζάκ, Μακρυγιάννης, Τολστόι, Μαν, Σταντάλ, Γκαίτε, Οβίδιος, Σαντ, Φρόιντ, Νίτσε, Θερβάντες, Έλιοτ, Σεφέρης, Τζόις, Γιουρσενάρ, Πεσόα, Τσίρκας, Ροΐδης; Και λίγους λέω. Κάποιους τους έχεις κουτσοδιαβάσει, σου αρέσουν. Γιατί δεν αναφέρεις βιβλία τους, αφού διέπρεψαν και συμπεριλαμβάνονται στα κλασικά αναγνωρισμένα; Τι δουλειά έχουν οι παιδικοί κι ασήμαντοι ‘‘Μικροί κύριοι’’ σε μια λίστα που παρακάμπτει τον Όμηρο;» Σπεύδω να απολογηθώ: Το βιβλιαράκι εκείνο το ’βαλα γιατί είναι το πρώτο που διάβασα ποτέ, και την ανάμνηση της ηδονής απ’ την ανάγνωσή του ποτέ δεν ξεπέρασα, σαν τον αιώνια ερωτευμένο. «Θου Κύριε! Και γιατί, παρακαλώ, έχεις διαβάσει μόνο δύο βιβλία του Ντοστογιέφσκι; Γιατί δεν προχωράς πέρα απ’ την εικοστή σελίδα του πρώτου τόμου του πολύτομου Προυστ; Γιατί έχεις προδώσει, σαν τον Θωμά, τον Τζόις τρεις φορές, ισχυριζόμενος πως ολοκλήρωσες τον ‘‘Οδυσσέα’’ του; Γιατί, ενώ λατρεύεις τον θεατρικό Μπέκετ σαν Θεό, δεν επιδεικνύεις σπουδαία υπομονή με τα μυθιστορήματα του μέγιστου; Γιατί όλο μας λες για Πόε και Φόκνερ, μα προτίμησες τον Ρόαλντ Νταλ; Και γιατί, ενώ τόσο αγαπάς τον ‘‘Άμλετ’’, δεν βρήκε θέση, κοτζάμ πρίγκιπας, μέσα στο άθλιο TOP-20 σου; Κάτσε, μη, έχω κι άλλες ερωτήσεις να σου κάνω».
Θα είμαι ανίατη περίπτωση. Αποφάσισα να βάλω σιγαστήρα στον άλλο εαυτό μου, και κάθισα να ανιχνεύσω μερικές σκόρπιες αιτίες της πάθησης, μήπως παρ’ ελπίδα γιατρευτώ: Θα μου λείπουν η εξυπνάδα, η καλλιέργεια και η ευαισθησία. Κυρίως η υπομονή. Είμαι τεμπέλης ολκής. Είμαι αυτιστικός, αγαπώ μόνο ό,τι μου μοιάζει. Είμαι περιορισμένης εμβέλειας, δεν συμπεριλαμβάνω μες στα κύτταρά μου ολόκληρη την ανθρωπότητα, τι κρίμα... Δεν έχω αρκετό χρόνο, πνίγομαι στη δουλειά. Δεν μου φτάνει μια ζωή για τόσο διάβασμα, ποτέ δεν τελειώνουν οι κλασικοί, στο μέλλον θα προστίθενται πάντα καινούργιοι – να μη διαβάσω κι αυτούς; Αν τους διαβάσω όλους, θα ισοπεδωθώ απ’ τη σύγκριση, θα φοβηθώ να ξαναγράψω, θα στερέψω. Τα «Μίκυ Μάους» ανήκουν στους κλασικούς; Α, όλα κι όλα, δεν θα γίνω εγώ σοβαροφανής για να ικανοποιήσω εσένα.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗ
Ο μεταμοντερνισμός με βολεύει, η πραγματικότητα είναι ψευδαίσθηση, δεν υπάρχουν κανόνες, άσε με κι εσύ κι οι κλασικοί σου. Ψέματα, αγαπώ τους κανόνες, ποιος θα μου πει ποιος είναι ο σωστός; Όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά. Ο λόγος είναι ότι με πιέζουνε τα «πρέπει», θ’ ανακαλύψω μόνος τη διαδρομή μου στον κόσμο και τα σημεία. Όλοι θα πεθάνουμε κάποτε. Δεν θα γίνω θύμα εγώ του άγχους κουλτούρας. Πάλι ψέματα. Έχω ελπίδα, γιατρέ μου, να καταφέρω κάποτε να τους διαβάσω όλους ή να μου αρέσουνε κι αυτοί που δεν μου πάνε; Θα με κάνει αυτό καλύτερο άνθρωπο; Καλύτερο συγγραφέα θα με κάνει;
Τώρα αφαιρώ τον σιγαστήρα, θέλω να δώσω στον άλλο μου εαυτό μια τελευταία ευκαιρία. Μου λέει: «Δεν άκουγα τι έλεγες. Ήμουν απασχολημένος με τις ερωτήσεις μου, που όμως δεν άκουγες εσύ». Κλασική αντίδραση… Αποφάσισα: Από δω και στο εξής, για αποτοξίνωση, θα διαβάζω κάθε μέρα μία μόνο σελίδα, την ίδια πάντα, από το «Έγκλημα και τιμωρία» μέχρι να πεθάνω. Τίποτα άλλο. Κάτι που ασφαλώς μας επαναφέρει στο καίριο αρχικό ζήτημα των εμμονών.