Για το αυτοβιογραφικό αφήγημα του Ρίτσαρντ Φορντ «Μεταξύ τους» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη γράφει η μεταφράστριά του Αθηνά Δημητριάδου.
Της Αθηνάς Δημητριάδου
Στο τέλος αυτού του μικρού βιβλίου με τις αναμνήσεις από τους γονείς του ο Ρίτσαρντ Φορντ ευχαριστεί όλους εκείνους που τον εφοδίασαν με τα απαραίτητα πρότυπα για τη συγγραφή του. Ιδιαίτερη μνεία κάνει στη Γιουντόρα Γουέλτυ, τη μεγάλη Αμερικανίδα συγγραφέα, με της οποίας το κομβικό έργο έχει ασχοληθεί σε βάθος. Η Γουέλτυ έχει γράψει πολλά για τους γονείς της και τη διαπαιδαγώγηση που έλαβε η ίδια και τα δύο αδέλφια της. Τα κείμενά της γι’ αυτούς είναι γλαφυρότατα και λεπτομερέστατα ως προς την αποτύπωση της καθημερινότητας, δεδομένου ότι η παράθεση αυτών των λεπτομερειών συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην ψυχογράφηση των προσώπων, και είναι, ως εκ τούτου, συνυφασμένη με τη συγγραφή κάθε λογής απομνημονευμάτων.
Ο πατέρας του πέθανε το 1960, όταν ο συγγραφέας ήταν δεκάξι χρόνων, η μητέρα του το 1981. Παρότι ο θάνατος του πατέρα του προηγήθηκε, το κείμενο που τον αφορά γράφτηκε πρόσφατα, ενώ το κείμενο για τη μητέρα του γράφτηκε λίγο καιρό μετά τον θάνατό της.
Υπό την ευρεία έννοια, στα απομνημονεύματα εντάσσεται και τούτο το βιβλίο. Γράφοντας όμως για τους γονείς του ο Φορντ δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Κατ’ αρχάς, χωρίζει το μικρό αυτό αυτοβιογραφικό βιβλίο σε δύο μέρη, ένα για τον πατέρα του και ένα για τη μητέρα του. Το πρώτο παράδοξο είναι ότι τα δύο κείμενα γράφτηκαν με διαφορά τριάντα ετών: ο πατέρας του πέθανε το 1960, όταν ο συγγραφέας ήταν δεκάξι χρόνων, η μητέρα του το 1981. Παρότι ο θάνατος του πατέρα του προηγήθηκε, το κείμενο που τον αφορά γράφτηκε πρόσφατα, ενώ το κείμενο για τη μητέρα του γράφτηκε λίγο καιρό μετά τον θάνατό της. Να διακινδυνεύσω μια υπόθεση: Ο δεσμός με τη μητέρα ήταν σαφώς πιο μακρόχρονος και πιο άμεσος, δομήθηκε πάνω σε μια μακρά παρουσία και συνύπαρξη. Η ανάγκη να καταγραφεί –εν μέρει κάτι σαν λύτρωση– ήταν πιεστική. Ο δεσμός με τον πατέρα ήταν πιο σύντομος, πιο περίπλοκος, πιο πολύ απουσία απ’ ό,τι παρουσία, (κι ας λέει ο Τζόυς ότι η καλύτερη παρουσία είναι η απουσία) και το τέλος του ήταν πολύ πιο απρόσμενο. Όλα αυτά συνηγορούν σε μια πιο δύσκολη αφομοίωση της απώλειας. Επαναλαμβάνω ότι για υποθέσεις πρόκειται, που ως ένα βαθμό υπαγορεύονται και από ευδιάκριτες υφολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο κείμενα.
Ένα βιβλίο απομνημονευμάτων που δεν ακολουθεί την πεπατημένη
Και τα δύο μέρη, πολύ περισσότερο, βέβαια, αυτό του πατέρα, ως το πιο όψιμο, τα γράφει ένας συγγραφέας ήδη ώριμος ηλικιακά και συγγραφικά, άρα με ξεκάθαρη θέση του τι θα γράψει και πώς. Ευθύς εξαρχής σπεύδει να ενημερώσει τον αναγνώστη, «Γράφοντας αυτά τα δύο κείμενα –με τριάντα χρόνια απόσταση το ένα από το άλλο– άφησα σκόπιμα μερικές αντιφάσεις που υπάρχουν μεταξύ τους και αντιμετώπισα ανεκτικά την τάση μου να αναδιαμορφώνω ορισμένα γεγονότα». Ως προειδοποίηση, αν μη τι άλλο, θαρραλέα: γράφω ό,τι θυμάμαι, όπως το θυμάμαι.
Να την λοιπόν αυτή η πρώτη και τόσο καίρια για τον αναγνώστη προειδοποίηση: ας μην περιμένει τη συνηθισμένη καταγραφή παιδικών και εφηβικών αναμνήσεων. Γραμμική οπωσδήποτε αλλά καθόλου συνηθισμένη. Αναπόφευκτη, βέβαια, η ελεγχόμενη συγκίνηση, που διατρέχει όλο το βιβλίο. Προχωρώντας όμως, ο αναγνώστης θα αιφνιδιαστεί από την πληθώρα των υποθέσεων, λες και ελάχιστα είναι τα γεγονότα που θεωρούνται οριστικά. Φράσεις του τύπου «Να είχε άραγε...;», «Δεν θυμάμαι, βέβαια…», «Τι θα μπορούσα να σκέφτομαι…;» επανέρχονται με μεγάλη συχνότητα. Εκεί που η Γουέλτυ περιγράφει με φωτογραφική λεπτομέρεια όλες τις παιδικές και εφηβικές της αναμνήσεις, οι αναμνήσεις του Φορντ περιβάλλονται από μια αχλή, κλείνουν με ένα ερωτηματικό, με ένα «δεν το ξέρω».
Δεν το ξέρει και αποφεύγει σκοπίμως να στήσει με υποθέσεις ένα σκηνικό το οποίο ως παιδί δεν τον αφορούσε ή στο οποίο οι μεγάλοι φρόντιζαν να μην τον αφήνουν να συμμετέχει. Ο Φορντ δίνει εμμέσως εδώ ένα «Πορτραίτο του συγγραφέα σε ώριμη ηλικία» και αυτήν ακριβώς τη ματιά καταθέτει. Δεν καταθέτει τη μνήμη αλλά την αναχώρηση της μνήμης. Επ’ αυτού υπάρχει μία αναμφισβήτητη ένδειξη, αν όχι απόδειξη: Στην προμετωπίδα του δεύτερου μέρους γράφει, «My mother, In Memory». Όχι In Memoriam, όπως θα περίμενε κανείς, όχι «Στη μνήμη της» (όπως κακώς έχει επικρατήσει να μεταφράζεται η λατινική εκδοχή) αλλά «Στη μνήμη», όπως την θυμάμαι, μας ενημερώνει. Πρόθεσή του δεν είναι να οικοδομήσει ένα παρελθόν πάνω σε θραύσματα επαυξημένα με τις δικές του μνήμες, τις εικασίες και τα συμπεράσματα αλλά να καταγράψει όποιο γεγονός έχει απομείνει στη μνήμη ενός ανθρώπου προχωρημένης ήδη ηλικίας από τους δύο ανθρώπους, τους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, που έζησαν «μεταξύ τους». Και που σ’ αυτόν τον χώρο, τον οποίο οριοθέτησαν αρχικά για τους δυο τους, κάποια στιγμή, αρκετά αργά στη ζωή τους με τα τότε δεδομένα, περιέλαβαν κι εκείνον.
Η καθημερινότητα σε δεύτερο πλάνο
Έτσι όπως αναπτύσσεται το βιβλίο, πολλές από τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας είτε μένουν απέξω είτε αναφέρονται επιτροχάδην. Η έμφαση δίνεται στο ιδιότυπο «μεταξύ τους» και πώς μέσα από τα μάτια ενός παιδιού δομείται η έννοια της παρουσίας και της απουσίας, τις οποίες τελικά ανασύρει κάποτε και περιγράφει, με τα αναπόφευκτα κενά της μνήμης ο ενήλικος.
Οπότε η έννοια της παρουσίας αναπτύσσεται μέσα σε μια ασάφεια, την ασάφεια με την οποία ανακαλούμε τα γεγονότα της παιδικής ηλικίας, όσο απομακρυνόμαστε απ’ αυτά. Κατά πάσα πιθανότητα υπάρχει ένας ακόμη λόγος γι’ αυτή την επιλογή: ο Φορντ προτιμά να μιλήσει για την αύρα των γονιών του, και όχι τόσο για τα αμέτρητα ελάσσονα γεγονότα της ζωής τους. Μιλάει, βέβαια, για τα μείζονα, ειδικά για τα μείζονα στα οποία ήταν παρών. Και εκφέρει γνώμη, πάντα μετρημένα, γιατί πώς να θυμάται τι γνώμη είχε για κάτι πριν από καμιά πενηνταριά χρόνια, τότε που ήταν ένα φαινομενικά καλόβολο πιτσιρίκι.
Η αποτύπωση της αύρας των γονιών του είναι αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει σ’ αυτό το ιδιόμορφο βιβλίο, διότι απεικονίζει όσο τίποτε άλλο τόσο τους χαρακτήρες τους όσο και την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία μεγάλωσε ο ίδιος: ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που ζούσαν για το σήμερα, για τον επιούσιο, και που το επέκεινα δεν τους ενδιέφερε σχεδόν καθόλου.
Η αποτύπωση της αύρας των γονιών του είναι αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει σ’ αυτό το ιδιόμορφο βιβλίο, διότι απεικονίζει όσο τίποτε άλλο τόσο τους χαρακτήρες τους όσο και την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία μεγάλωσε ο ίδιος: ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που ζούσαν για το σήμερα, για τον επιούσιο, και που το επέκεινα δεν τους ενδιέφερε σχεδόν καθόλου, τουλάχιστον στα τρυφερά χρόνια του συγγραφέα. Παράλληλα τον ενδιαφέρει να σκιαγραφήσει την εποχή της ανοικοδόμησης αμέσως μετά τον πόλεμο, όπου οι περισσότεροι περνούν όπως-όπως αλλά, σε γενικές γραμμές, περνούν καλά και δεν πολυσκέφτονται το αύριο. Δεν είναι, νομίζω, τυχαίο το ότι εκτός από την Γουέλτυ ο Φορντ αναφέρεται στον Τσέχωφ: τον συγγραφέα που οι ήρωές του, παγιδευμένοι στο επέκεινα, αδυνατούν να ζήσουν μια ανεκτή καθημερινότητα.
Πατέρας, ο επισκέπτης του σαββατοκύριακου
Αντίθετα οι γονείς του Φορντ έζησαν κάτι παραπάνω από μια ανεκτή ζωή, με τα πάνω της και τα κάτω της, με το συνεχές πήγαινε-έλα του πλασιέ πατέρα, του «επισκέπτη τους τα Σαββατοκύριακα», όπως τον ονομάζει ο γιος του, με τις ομαδικές εξόδους τους, με τις χαρές και τις ελλείψεις και τις θλίψεις τους. Στον επίλογο ο Φορντ δηλώνει απερίφραστα ότι υπάρχουν γεγονότα τα οποία επέλεξε να μη συμπεριλάβει, όχι από διακριτικότητα ή από ευπρέπεια αλλά μόνο και μόνο επειδή την καταγραφή της ανάμνησής τους δεν την έκρινε σπουδαία, και ενδεχομένως φοβήθηκε μήπως του ανατρέψουν την ισορροπία και την οικονομία των κειμένων του.
Ίσως θεωρηθεί περίεργο ότι τούτη η παρουσίαση μένει κυρίως στον επίλογο. Δεν είναι τυχαίο. Εκεί συνοψίζεται με ειλικρίνεια, συγκίνηση, και καθαρότητα το γιατί ο συγγραφέας αποφάσισε να κάνει τους αναγνώστες κοινωνούς της παιδικής και της εφηβικής του ηλικίας. Ο συστηματικός αναγνώστης του Φορντ θα βρει μέσα σ’ αυτό το βιβλιαράκι αρκετές εικόνες και φράσεις που θα του έχουν ίσως εντυπωθεί από τα μυθιστορήματα, κυρίως από το Κομμάτι από την καρδιά μου, το Ημέρα Ανεξαρτησίας, το Καναδάς. Αν και ο συγγραφέας υπογραμμίζει εμφατικά το πόσο φρόντιζε να μην χρησιμοποιεί τους γονείς του ως μυθιστορηματικό υλικό. Είναι όμως αναπόφευκτο, αφού ο συγγραφέας είναι πρώτα απ’ όλα παρατηρητής.
Η παρουσίαση επιμέρους στοιχείων από τις δύο αναμνήσεις όχι απλώς δεν θα φώτιζε τον υποψήφιο αναγνώστη αλλά θα του κατέστρεφε την έκπληξη και την απόλαυση της ανάγνωσης. Θα χάνονταν δύο στοιχεία γοητευτικά: Η συνύπαρξη δύο ανθρώπων, τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, που έζησαν «μόνοι μαζί». Και το πώς «ο τρίτος της δυάδας» φτάνει να γράφει σε ώριμη ηλικία ένα τόσο απροσδόκητο κείμενο για την ευτυχισμένη ζωή κοντά τους και για τα σπουδαία που του δίδαξαν, το ανέκκλητο της ζωής και την αυθεντική της αξία.
* Η ΑΘΗΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι μεταφράστρια.