Σκέψεις για το διήγημα του Χόρχε-Λουίς Μπόρχες «Αμπενχακάν ελ Μποχαρί, νεκρός στον λαβύρινθό του», που περιλαμβάνεται στον πρώτο τόμο του «Χόρχε-Λουίς Μπόρχες: Άπαντα τα πεζά» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πατάκης).
Του Κυριάκου Χαλκόπουλου
Στο διήγημα του Μπόρχες «Αμπενχακάν ελ Μποχαρί, νεκρός στον λαβύρινθό του», η δομή μοιάζει πιο απλή από εκείνη των πιο αλληγορικών και διανοητικών έργων της συλλογής Το Άλεφ· διατηρεί όμως τη διαυγή ευθύτητα μιας ξεχωριστής τάξης διηγημάτων του Μπόρχες, και, μαζί με το ίσως ακόμα πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα του τύπου τους στην ίδια συλλογή, τον «Άνθρωπο στο κατώφλι», συνοδεύει, κομψά και διακριτικά, έργα πολυεπίπεδα όπως το «Σπίτι του Αστερίου».
Το όνομά του ήταν Αμπενχακάν ελ Μποχαρί, και με το που έφτασε στην ξένη χώρα άρχισε να οικοδομεί ένα τεράστιο και παράδοξο κτίριο: αποτελούταν εξ ολοκλήρου από διαδρόμους, εκτός από ένα δωμάτιο στο κέντρο του.
Στον «Αμπενχακάν» η ιστορία έχει συμβεί πριν από μια εικοσαετία, και αποτελεί θέμα συζήτησης ανάμεσα σε δύο φίλους, με αφορμή το ταξίδι τους στην Κορνουάλη, πατρίδα του ενός, κάποιου νέου ποιητή, και τον τόπο όπου εκτυλίχτηκε το μυστήριο. Ο ακροατής του είναι συνομήλικος, με σπουδές στα μαθηματικά.
Κάποτε εμφανίστηκε στις ακτές της Κορνουάλης, στο Πένριθ, ένας πρώην ηγεμόνας μιας αφρικανικής επικράτειας. Το όνομά του ήταν Αμπενχακάν ελ Μποχαρί, και με το που έφτασε στην ξένη χώρα άρχισε να οικοδομεί ένα τεράστιο και παράδοξο κτίριο: αποτελούταν εξ ολοκλήρου από διαδρόμους, εκτός από ένα δωμάτιο στο κέντρο του. Ο ξένος έφερε μαζί του τον νέγρο υπηρέτη του, και ένα λιοντάρι. Ο ξένος εκμυστηρεύθηκε στον τοπικό ιερέα την ιστορία του, με στόχο να κατευνάσει τις ανησυχίες του χριστιανού για το αλλόκοτο θέαμα που έπαιρνε μορφή στον λόφο, τον μεγάλο λαβύρινθο. Είχε καταφύγει στην Αγγλία επειδή τον καταδίωκε το φάντασμα ενός νεκρού. Επρόκειτο για τον άλλοτε βεζίρη του, που τον σκότωσε ο ίδιος, από απληστία αλλά και περιφρόνηση. Ο βεζίρης Σαΐντ είχε πάρει μαζί με τον βασιλιά Αμπενχακάν τον δρόμο της εξορίας, όταν μια εξέγερση του λαού που καταδυνάστευαν για χρόνια τούς έκανε πλέον να χάσουν την εξουσία. Φεύγοντας πήραν μαζί τους έναν θησαυρό, συγκεντρωμένο από τη μακροχρόνια και αμείλικτη εκμετάλλευση των υπηκόων τους.
Ο Αμπενχακάν σκότωσε τον βεζίρη ένα βράδυ στην έρημο, την επόμενη νύχτα, όμως, άρχισε να φοβάται πως το φάντασμα του νεκρού θα τον εκδικηθεί... Γι’ αυτό πήγε στην Ευρώπη, πέρα από τη θάλασσα που, όπως υποστήριξε στον ιερέα, ίσως να εμπόδιζε σε ένα φάντασμα τη διέλευση, και τελικά έκτισε τον λαβύρινθό του στον λόφο, με την ελπίδα πως, εάν κάποτε το φάντασμα έφτανε ως εκεί, να χανόταν στους διαδρόμους του λαβυρίνθου... Χρόνια αργότερα, έφτασε ένα ιστιοφόρο από την Αφρική, στο οποίο πρέπει να ήταν επιβάτης και ο νεκρός, καθώς στη συνέχεια έγινε ένας τριπλός φόνος: Ο νέγρος υπηρέτης, το λιοντάρι και ο Αμπενχακάν βρέθηκαν νεκροί από τον ιερέα, με τα κεφάλια τους συντετριμμένα.
Ο μαθηματικός παρουσιάζει μια λύση του αινίγματος: Επισημαίνει στον ποιητή φίλο του πως είναι τελείως παράλογα όσα υποστήριζε ο ξένος που έφτασε στην Κορνουάλη, και άρα δεν υπήρχε πιθανότητα να είχαν συμβεί έτσι. Συγκεκριμένα τού λέει ότι κάποιος που θέλει να κρυφτεί δεν θα έχτιζε έναν λαβύρινθο, ένα τεράστιο και ξεχωριστό οικοδόμημα που θα φαινόταν από παντού και θα το ανέφεραν ως αξιοθέατο όσοι το έβλεπαν. Η δημιουργία του λαβυρίνθου, ως εκ τούτου, δεν οφειλόταν σε μια προσπάθεια να προφυλαχθεί μέσα του, αλλά σε πρόθεση να προσελκύσει εκεί τον διώκτη του, που αναπόφευκτα θα μάθαινε κάποτε για το κτίσμα. Και θα επιδίωκε να τον προσελκύσει ακριβώς ώστε να τον αιφνιδιάσει, μέσα στον χώρο με τον οποίο ο –οπωσδήποτε πιο θαρραλέος και εξοικειωμένος με τις μονομαχίες– εχθρός του θα αισθανόταν χαμένος, και την κρίσιμη στιγμή θα έπεφτε θύμα μιας ύπουλης επίθεσης που θα τον αποτελείωνε...
Ο ποιητής, ακούγοντας την εξήγηση, σχολιάζει πως η λύση ενός αινίγματος είναι πάντοτε κατώτερη της διατύπωσής του... Ενώ η διατύπωση φαινομενικά έχει κάτι μεγαλειώδες και μαγευτικό, η λύση είναι απλώς μια ταχυδακτυλουργία.
Αυτό πρέπει και να είχε συμβεί. Μόνο που ο νεκρός, το πρόσωπό του οποίου είχε συντριβεί, θα ήταν όχι ο Αμπενχακάν, ο περίφημος πολέμαρχος, αλλά ο δειλός βεζίρης του, ο βεζίρης που είχε, λοιπόν, φτάσει στην Κορνουάλη υποδυόμενος τον Αμπενχακάν, ο βεζίρης που θα πρέπει να είχε ληστέψει εκείνο το βράδυ στην έρημο τον Αμπενχακάν, που δεν θα τόλμησε τότε να τον σκοτώσει, αλλά τον σκότωσε τόσο καιρό μετά, μέσα στον λαβύρινθο όπου παραμόνευε κρυμμένος σε μια καταπακτή!
Ο ποιητής, ακούγοντας την εξήγηση, σχολιάζει πως η λύση ενός αινίγματος είναι πάντοτε κατώτερη της διατύπωσής του... Ενώ η διατύπωση φαινομενικά έχει κάτι μεγαλειώδες και μαγευτικό, η λύση είναι απλώς μια ταχυδακτυλουργία. Και σε αυτήν την περίπτωση, ακριβώς, ο αναγνώστης προσέχει τον επιβλητικό λαβύρινθο, ή τα συντετριμμένα κεφάλια των τριών νεκρών, και τα αναγνωρίζει ως τα κύρια στοιχεία, ενώ στη λύση του αινίγματος αποδεικνύεται πως υπηρετούσαν στόχο εντελώς πρακτικό: ο λαβύρινθος ήταν μεγαλοπρεπής απλώς για να διαδοθεί γρηγορότερα η φήμη του και να φτάσει τον εχθρό του δημιουργού του, τα κεφάλια των νεκρών βρέθηκαν σε αυτή την μορφή ώστε να μην πέσει η προσοχή ειδικά στην εξάλειψη των διακριτικών του πιο σημαντικού –του μόνου σημαντικού– από τους νεκρούς, και να μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν ο άνθρωπος που ζούσε τόσο καιρό στην περιοχή υποδυόμενος τον βασιλιά του, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο δειλός βεζίρης του...
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΛΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Πατάκη 2014
Σελ. 598, τιμή € 19,81