Σκέψεις για τον Κώστα Ταχτσή με αφορμή το μυθιστόρημά του «Το τρίτο στεφάνι».
Της Σοφίας Ιακωβίδου
Ο Σεφέρης τον είχε ξεχωρίσει ήδη από τα ποιήματά του, ενώ ο Εμπειρίκος, καθώς ο Ταχτσής διάβαζε σε στενό κύκλο κάποια από τα πρώτα κεφάλαια του Τρίτου στεφανιού ενόσω το έγραφε, πετάχτηκε ψηλά ενθουσιασμένος φωνάζοντας: «είναι μια σύγχρονη ελληνική ιλαροτραγωδία!». Ο συγγραφέας χρειάστηκε ωστόσο να το εκδώσει με δικά του έξοδα και το έργο θα άρχιζε να γίνεται γνωστό σχεδόν μια δεκαετία αργότερα και μάλιστα αρχικά μέσα από τις φυλακές, από στόμα σε στόμα, καθώς οι γυναίκες των κρατουμένων (πολιτικών κυρίως) έψαχναν να τους πάνε κάτι διασκεδαστικό να διαβάσουν.
«Το μυθιστόρημα αυτό πάλλεται από μια βαθύτερη αίσθηση του χιούμορ, που αρκετά σπάνια ανευρίσκεται στην ελληνική λογοτεχνία, και το συντάσσει πλάι σε μακρινούς, μεγάλους προδρόμους του είδους, όπως ο Ροΐδης και ο Καβάφης».
(Ρόντρικ Μπήτον)
Από τότε βέβαια όλα είναι ιστορία, για την ακρίβεια... μέλλον. Παρέμενε επί μακρόν ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα στην Ελλάδα μεταπολεμικά – μαζί με Τα ματωμένα χώματα της Δ. Σωτηρίου και τη Ζωή εν τάφω του Στρ. Μυριβήλη. Συγχρόνως πρόκειται για ένα από τα βιβλία από τα οποία αντλούν πιο συχνά οι γλωσσολόγοι λήμματα για την ελληνική γλώσσα για τις έρευνές τους. Οι ακαδημαϊκές περγαμηνές ωχριούν όμως μπροστά στο απολαυστικό του αναγνώσματος. Αυτό που οι κρατούμενοι στις φυλακές διαπίστωναν σχεδόν πρώτοι, η ιστορία της λογοτεχνίας θα το έγραφε πολλά χρόνια αργότερα: «το μυθιστόρημα αυτό πάλλεται από μια βαθύτερη αίσθηση του χιούμορ, που αρκετά σπάνια ανευρίσκεται στην ελληνική λογοτεχνία, και το συντάσσει πλάι σε μακρινούς, μεγάλους προδρόμους του είδους, όπως ο Ροΐδης και ο Καβάφης» (Ρόντρικ Μπήτον). Πώς πετυχαίνει κανείς αυτού του είδους το λογοτεχνικό τζακ ποτ, να καλύπτει ένα έργο τόσο ευρεία γκάμα αναγνωστών; Κι αν κάποτε κατέκτησε αυτό το στάτους γιατί να διαβάζουμε αυτόν τον συγγραφέα σήμερα;
Η σήμερον ως αύριο και ως χθες
Αν σήμερα πλήθος συρρέει μέσα και έξω από χώρους όπου δίνονται διαλέξεις με τίτλους όπως «Μεγαλώνοντας μέσα στην ελληνική οικογένεια» και «Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί» και τα ομότιτλα βιβλία του Ματθαίου Γιωσαφάτ δεν παύουν να ξεπουλούν τη μία έκδοση μετά την άλλη, μία εναλλακτική πραγμάτευση των ίδιων ζητημάτων, σε εξίσου απλή και ευθύβολη γλώσσα με εκείνην του ψυχίατρου αλλά σε σπαρταριστό ύφος, με τη μορφή μυθοπλασίας, μπορεί να βρει κανείς στο Τρίτο στεφάνι. Αλλά και στα Ρέστα, το επόμενο βιβλίο του Ταχτσή, όπου το ίδιο υλικό έχει χυθεί σε άλλη φόρμα, στο διήγημα, μόνο που η ταύτιση του γράφοντα δεν είναι εδώ με γυναίκα, όπως στο Τρίτο στεφάνι, αλλά με παιδιά και εφήβους. Ο ειρωνικός βέβαια τίτλος των διηγημάτων προοικονομούσε ήδη το πώς θα διαβάζονταν: ως τα απομεινάρια μιας μεγάλης, συνθλιπτικής επιτυχίας. Δεν διαβάζουμε εξάλλου εμείς τα μεγάλα βιβλία, εκείνα μας έχουν ήδη διαβασμένους/ες. Και φυσικά δεν διστάζουν να έρθουν σε μετωπική σύγκρουση με τα θέσφατα της (ελληνικής εν προκειμένω) κοινωνίας: την οικογένεια, και δη τον πυλώνα της, τις μητέρες. Όση κρίση κι αν διέρχονται προ πολλού οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας, δεν παύει η καθεμιά και ο καθένας να τους επιδιώκει, με τον τρόπο του, για τον εαυτό του, και οι άλλοι να τους «αναμένουν» από εκείνους. Κι ας αποτυγχάνουν, όπως η Νίνα, που θα κάνει τρεις γάμους.
Το εξώφυλλο της 1ης έκδοσης, 1962
|
Ο γάμος δεσμεύει τις ελευθερίες και μακιγιάρει με τις δέουσες κοινωνικές αποχρώσεις τις επιθυμίες, δεν παύει όμως να συνάπτεται ή να συντηρείται με γνώμονα το συμφέρον (η Νίνα δεν παντρεύεται εκείνον που αγαπούσε αλλά τρεις άλλους που θα την κάλυπταν οικονομικά και κοινωνικά. Ακόμη και σήμερα σε αρκετές χώρες η οικονομική κρίση έχει κάνει ζευγάρια που έχουν χωρίσει να προσπαθούν να εξακολουθούν να μένουν μαζί για τα παιδιά και για να μοιράζονται τα έξοδα). Αλλά το μυθιστόρημα προχωράει και σε άλλες γκρίζες αλήθειες: μπορεί να δεχόμαστε ότι το οιδιπόδειο κάνει τις μητέρες να υπεραγαπούν τα αγόρια και τις κόρες να είναι ερωτευμένες με τον πατέρα τους, δυσκολευόμαστε όμως να δεχτούμε πως μια μάνα κάνει διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά της –όχι μόνο ως προς το φύλο– αλλά και πως μπορεί να αγαπάει άσχημα, ανεξέλεγκτα ή και καταστροφικά. Στο έργο η Νίνα κατηγορεί τη μητέρα της πως με την παθολογική αγάπη που είχε στον αδερφό της Ντίνο τον κατέστρεψε. Την ίδια ακριβώς δομή διαπιστώνει στην κυρα-Εκάβη, καθώς κι εκείνη εκθειάζει την ομορφιά του γιου της Δημήτρη, που κι εκείνος έχει ομοφυλοφιλικές σχέσεις όπως ο Ντίνος αλλά επιπρόσθετα είναι πολλαπλώς παρεκκλίνουσα περίπτωση (ναρκωτικά, κλοπές κ.ά.). Και η Ελένη από τη μεριά της, η κόρη της κυρα-Εκάβης, την κατηγορεί πως με τα αντίστοιχα καμώματά της ως προς τον εγγονό της Άκη (που όποιος έχει διαβάσει Το τρίτο στεφάνι αβίαστα θα τον ταύτιζε με τον ίδιο τον συγγραφέα) θα τον κατέστρεφε κι εκείνον. Αντιλαμβανόμαστε πως οι αλλεπάλληλοι αναδιπλασιασμοί στην πλοκή καταδεικνύουν πιθανότατα αίτια για την ψυχογένεση της ομοφυλοφιλίας.
Τα βασικά dramatis personae αντιστοιχούν άλλωστε ευδιάκριτα σε πρόσωπα της οικογένειας του Ταχτσή και ο ίδιος σε αυτοβιογραφικά κείμενά του το επιβεβαίωσε: η «Εκάβη» αντιστοιχεί στη γιαγιά του, η «Ελένη» στη μητέρα του, ο «Δημήτρης» και ο «Θόδωρος» στους δύο θείους με τους οποίους μεγάλωσε, τον «κακό» και τον «καλό», εκείνον που είχε σχέσεις με τον κόσμο του Τύπου και από τους οποίους έλκει καθεμιά από τις δικές του αντίστοιχες δύο πλευρές κ.ο.κ.
Η κατεξοχήν όμως όψη του πραγματικού που κεντράρεται εδώ δεν είναι μόνο το πού βρίσκεται ο ίδιος μέσα στο έργο του και πού οι άλλοι, κι ας προσιδιάζουν τα αυτοβιογραφικά του τεχνάσματα στα μεγαλύτερα ονόματα του διεθνούς λογοτεχνικού στερεώματος.
Η Νίνα, δια στόματος της οποίας γίνονται αυτοί οι συσχετισμοί, δεν φέρει μόνο πολλαπλά γνωρίσματα του ίδιου του Ταχτσή (ήθελε να γίνει δικηγόρος όπως εκείνος, που παράτησε στο δεύτερο έτος τη Νομική, αγαπά τη λογοτεχνία, το σινεμά, τις ιδέες του Φρόυντ) αλλά και μια μορφή του ονόματός του (Κωνσταντίνα→Ντίνα→Νίνα). Τα δύο γράμματα, εκείνο που φαίνεται (Ν) και εκείνο που κρύβεται (Τ, το αρχικό του πατρωνύμου του) ο Ταχτσής τα διαμοιράζει ακολούθως σε πολλαπλά πρόσωπα στο σύνολο του έργου του που σχετίζονται με την ομοφυλοφιλία ή (και) την πορνεία (όπως ο «Ντίνος», ο αδερφός της Νίνας, «ο κ. Ν.» στα Ρέστα κ.ο.κ ενώ το όνομα Νίνα χρησιμοποιούσε και ο ίδιος στην «άλλη» του ζωή όπως φαίνεται στην αυτοβιογραφία του).
Η κατεξοχήν όμως όψη του πραγματικού που κεντράρεται εδώ δεν είναι μόνο το πού βρίσκεται ο ίδιος μέσα στο έργο του και πού οι άλλοι, κι ας προσιδιάζουν τα αυτοβιογραφικά του τεχνάσματα στα μεγαλύτερα ονόματα του διεθνούς λογοτεχνικού στερεώματος. Είναι επίσης οι ουσιαστικοί ρόλοι, η διανομή τους, οι σχέσεις, οι διάλογοι, το κατεξοχήν θέατρο που πλάθει τον καθένα: το πώς διαμορφώνεται στην αλληλεπίδρασή του με την οικογένεια. Ίσως γι’ αυτό –σε συνδυασμό πάντα με τη γλώσσα– το δραματικό στοιχείο στο έργο να είναι τόσο έντονο, αβίαστο, παλμικό. Έτσι θα μιλούσε η ζωή αν μιλούσε, έγραψε για τον Ταχτσή ένας ξένος κριτικός, θυμίζοντας κάτι που είχε υποστηριχθεί για την Άννα Καρέννινα του Τολστόι. Μπορεί στο μυθιστόρημα να περνά μοναδικά και η μεγάλη εικόνα, τα κοινωνικά τεκταινόμενα, η Ιστορία (κυρίως η Κατοχή, ο Εμφύλιος, επεισοδιακά ο Βενιζέλος και ο Μεταξάς) αλλά στο προσκήνιο είναι οι μικρές ιστορίες ενός εκάστου, ο εμφύλιος που φέρουμε, ιδιαίτερα οι Έλληνες, μέσα μας. Η Ιστορία θα λέγαμε πως βιώνεται από τους περισσότερους από εμάς όπως περιέγραψε ο Τζον Λένον το παρόν: «εκείνο που μας συμβαίνει καθώς κάνουμε άλλα σχέδια».
* Η ΣΟΦΙΑ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.